Ο παππούς μου ήταν δολοφόνος.
Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτόν, παρά μόνο πως πιάστηκε, σύρθηκε στα δικαστήρια, καταδικάστηκε και πέθανε με το στίγμα του φονιά. Ο δικηγόρος του μάταια προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν ήταν παρά άλλο ένα εξιλαστήριο θύμα, ένα άξεστο προϊόν της κοινωνίας που -έτσι αμόρφωτο και αυθόρμητο καθώς ήταν- απλά υπάκουσε στο πεπρωμένο δίχως να έχει συνείδηση της πράξης του…. ψιλά γράμματα για τους ενόρκους.
Το όνομά του έκτοτε είναι απαγορευμένο στο σπίτι και ο πατέρας μου προσπαθεί με τη σκληρή και τίμια καθημερινή του εργασία να ξεπλύνει την ντροπή από την οικογένεια. Κάθε βράδυ γυρίζει αργά στο σπίτι, λυγισμένος από την κούραση, βρώμικος και σκεφτικός. Η μάνα μου τον βοηθά πάντα να πλυθεί και τον τρίβει με τις ώρες για να ισιώσει μιλώντας του τρυφερά – αγαπιούνται βαθιά οι γονείς μου.
Εγώ είμαι μικρός ακόμα και δεν έχω κανονική δουλειά. Κάνω μικρά θελήματα, εύκολες και καθαρές δουλειές. Συνήθως με χρησιμοποιούν άλλα παιδάκια, μα όταν μεγαλώσω θα γίνω ένα βαρύ, πολύτιμο και ξακουστό μαχαίρι, για να ξαναδοξάσω το όνομα της οικογένειάς μου και να κάνω περήφανους τους γονείς μου. Το αξίζουν.
Και ποιος ξέρει; Ίσως με κάνουν και τραγούδι!