Το Σπίτι στους 40 δρόμους είναι η 16η ποιητική συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη. “Συνεπής” ως προς τον τρόπο γραφής της, χρησιμοποιεί τα ρεαλιστικά στοιχεία μ’ έναν απείθαρχο σουρεαλισμό και δημιουργεί εικόνες υποβλητικές καθώς συνομιλεί μαζί τους.
Σπάει τους κανόνες της γλώσσας για να πορευτεί πιο βαθιά στο σύμπαν. Υπάρχουν παρενθετικοί στίχοι συχνά, στους οποίους παραθέτει τις σκέψεις του ποιητικού υποκειμένου και την εσώτερη ζωή του. Δεν υπακούει σε φορμαλιστικά στοιχεία κατηγοριοποίησης “ειδολογικά χρωματισμένα”. “Συναντά” καθ’ οδόν τον τρόπο με τον οποίο θα μυήσει τον αναγνώστη στο ταξίδι της, στην καταβύθισή της στο ερμητικό παρελθόν.
Η αρχή της αφήγησης τονίζει την ερμητικότητα, “Λεμόνι μελάνι αόρατο/ ιχνογραφεί/ μικρές διαδρομές/ Ίχνη/ Ακολουθεί/ Χρόνια/ Την τεθλασμένη/ Τη σβησμένη/ Γραμμή αίματος…” . Δεν αποκαλύπτονται σε οποιονδήποτε τα γεγονότα του παρελθόντος. Καταγράφεται αόρατα η ιστορία, οι δεσμοί αίματος που, όπως ο χρόνος για το ποιητικό Υποκείμενο, δεν είναι μια ευθεία γραμμή, αλλά “τεθλασμένη” από γεγονότα οδυνηρά.
Στο ποίημα “ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ” η μέρα προσωποποιείται όπως κι ο αέρας ο οποίος μπορεί να προφητεύει το μέλλον, αλλά να βλέπει και το παρελθόν από το παρόν του. Άλλωστε ο χρόνος έχει ήδη σχετικοποιηθεί, καταλυθεί, και το ποιητικό Υποκείμενο ακολουθώντας τον εαυτό του προχωρά και μέσα σε παρένθεση περιγράφει τη διαδρομή του στην οποία “(…Ξετυλιγόμουν / Τυλιγόμουν / Στις τριόδους / Στα σύνορα ύπνου/ εμπόλεμων περιοχών)”
Γνώρισμα των ποιημάτων, η αυστηρή οργάνωση και η προοδευτική ανέλιξή τους. Αναπτύσσονται διαλεκτικά με αφετηρία το συγκεκριμένο, το υλικό, το εξωτερικό και κατάληξη το αφηρημένο, το εσωτερικό.
Το σπίτι είναι “όλα, κανένα”. Δεν συγκεκριμενοποιείται. Είναι όσα κουβαλάει το ποιητικό Υποκείμενο και κατ’ επέκταση η Παυλίνα Παμπούδη. “Φερέοικη” η ποιήτρια, κουβαλάει το σπίτι της όπως η χελώνα το καβούκι της.
Στέκεται μπροστά στην πόρτα, που είναι η γνώριμη, “είσοδος για όλες τις εξόδους”. Ίδια και διαφορετική ταυτόχρονα. Το προσωποποιημένο άψυχο και το ποιητικό Υποκείμενο έχουν κοινά βιώματα και μνήμες. Τώρα την καλεί “Να σπάσεις το λουκέτο/ Ν’ ασπαστείς την αλυσίδα”, με την προϋπόθεση να μην χαθούν τ’ αποτυπώματα όλων αυτών που πέρασαν κι άγγιξαν την πόρτα, των απόντων.
Κάθε ‘σταθμός’ στο εξής, ένα μεγάλο εσωτερικό βήμα συνάντησης και συμφιλίωσης, τόσο με την προσωπική ιστορία όσο και με την ιστορία και την απώλεια των αγαπημένων προσώπων.
Την υποδέχεται το χολ, σκοτεινό. Το άνοιγμα του φωτός προκαλεί αντιδράσεις, οι σκιές παίρνουν τη θέση τους στον χώρο. Ακολουθεί διάλογος και διαδικασία “αναγνώρισης” ανάμεσα στην είσοδο του σπιτιού και το ποιητικό Υποκείμενο “- Είσαι ο ίδιος;/ -Όχι. Ούτε και άλλος.”. Ο χρόνος που περνάει αλλάζει τους ανθρώπους, όμως δεν αλλοιώνονται, δεν γίνονται κάτι άλλο απ’ αυτό που πραγματικά είναι στην ουσία τους.
Ατμοσφαιρική περιγραφή των αντικειμένων που βρίσκονται στο χολ, κυριαρχεί το “πορτ μαντό” που παραπέμπει στο παρελθόν. Οι παρενθετικοί στίχοι αποτελούν εξωτερίκευση των σκέψεων του ποιητικού Υποκειμένου που γεννιούνται με την οπτική επαφή, “κειμήλιο παλτό”, “Το γκρι καπέλο αφηρημένο / Το μαγικό /Που έκανε τον κάτοχό του αόρατο”. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στον καθρέφτη· κι εδώ θα σταθώ στις παρηχήσεις του -χ- με τις οποίες τονίζεται η απουσία, ο θάνατος των ανθρώπων που καθρεφτίστηκαν κάποτε εκεί. Οβάλ καθρέφτης / χώρος με φοβερή χωρητικότητα / Όντα αποθηκεύοντας επάλληλα // Χοάνη χρόνου /αχ ηχώ χαμού/
Στις διαδρομές που έχουν ήδη ξεκινήσει παρατηρούμε πως η ποιήτρια εστιάζει σε αντικείμενα χρηστικά, καθημερινά, “ασήμαντα” κάποιες φορές. Με την προσωποποίησή τους, τους διαλόγους, αυτά μετασχηματίζονται σε άποψη για τη ζωή και την ανθρώπινη μοίρα. Ιδιαίτερα όταν αποτελούν φορείς ιστορίας οικογενειακής, προσωπικής, συλλογικής, αναγνωρίζονται ως στοιχεία ταυτότητας προσώπου που απουσιάζει και ανακαλείται μέσω του προσωπικού αντικειμένου.
Τα αντικείμενα είναι κι αυτά φορτωμένα πόνο, πόνο δίχως τέλος (“Το σκυριανό το τραπεζάκι/ Γεμάτο επώδυνα/ Περίτεχνα σκαλίσματα… /…/ Μπολ άπατο/…λογαριασμούς απλήρωτους/ Δυο γράμματα/ από νεκρούς αποστολείς/ Προς νεκρούς παραλήπτες/…/Ένα νόμισμα/ Σπάνιο/ Ρέστα απ’ τα πορθμεία/ ”) με τον ανθρωπομορφισμό, την αμφισημία των λέξεων και την πολυσημία, τον μεταφορικό λόγο, τους απροσδόκητους συνδυασμούς λέξεων λχ. “Άφωνος ο αρχαίος τηλεφωνητής”, ο λόγος γίνεται ανοιχτός στην αλληγορία και την ερμηνευτική πολλαπλότητα. “- Κανείς δεν υπάρχει”, απαντά το χολ. Η υπομονή γίνεται αράχνη που πλέκει ιστό, εικονοποιείται ο χρόνος που περνάει κι αφήνει σημάδια φθοράς.
Το ποιητικό Υποκείμενο προχωρά στον διάδρομο “Συνεχίζω/ Σχεδόν ανυπόστατη”, συναντά άλλον έναν άδειο καθρέφτη και τρομάζει: “(Άλλος καθρέφτης/ Από πού;/ Άδειος τελείως/ Με βαριά κορνίζα/ Μα πότε άδειασε; Στην τελευταία μετακόμιση; Αυτή δεν έγινε ακόμα…)” χαμηλόφωνο, εξομολογητικό ύφος που ταιριάζει στην εξωτερίκευση σκέψεων, αμφισημία της λέξης “μετακόμιση”.
Ο “Καθρέφτης” – θα τον δούμε και στο Μπάνιο να επανέρχεται- ένα χρηστικό αντικείμενο, λειτουργεί ως ‘προθήκη γυάλινη’ ψυχών.
Ο Ατέλειωτος διάδρομος (η χαρτογράφηση του χώρου μέσω της τήρησης αποστάσεων δημιουργεί σκόπιμη αοριστία που αντανακλάται στην απόδοση του χρόνου. Με τη συνακόλουθη χρονική απόσταση, όλα μοιάζουν να έχουν συντελεστεί εντός χρόνου ενιαίου, που δεν τριχοτομείται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον), λειτουργεί ενοποιητικά μεταξύ σπιτιών, μετακινήσεων, γεγονότων: “( Διάδρομος ατέλειωτος/ Από τη Βράιλα/ Στην Πατριάρχου Ιωακείμ/ Στη Νομικού/ Στην Αχαρνών/ Ως την Ελπίδος/ Τριγμός στα σκοτεινά)”
Άλλος ένας διάλογος με προσωποποιημένο άψυχο ακολουθεί. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία “αναγνώρισης” του ενός από το άλλο μοιάζει να βρίσκουν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Γνώρισμα όλων των διαλόγων η φυσικότητα, η λιτότητα. Η Π.Π. χρησιμοποιεί μεταφορές και συνυποδηλώσεις για να μιλήσει πάλι για το βασανιστικό θέμα της απώλειας, ο τριγμός των σανιδιών λέει: “Πεσούσα δρυς/ Ζωή/ Τίμιο ξύλο τώρα/ Μυθικό/ Διακλαδίζομαι/Ερήμην μου/ Στο διηνεκές.”.
Το ποιητικό Υποκείμενο ακριβώς λόγω της ποιητικής του ιδιότητας γίνεται ‘διάμεσος’, κινείται στον χώρο του λογικού, του εξωλογικού κι ενδιάμεσα, “Ακολουθώ το νήμα/ Καθώς πάνω μου/ Ξηλώνεται ατέρμονα/ Εκείνο/ Το καημένο/ Το προσφυγάκι το χαλί/ Πρόσεξε/ Το πατάς, πονάει”. Γίνεται κοινωνός σπαραγμών, ήχων, βογκητών. Κάποιος φθείρεται. Με το “προσφυγάκι”- λόγω καταγωγής- χαλί μιλά, πάντα με τρόπο φυσικό, για “μεταφυσικά” ζητήματα. Το χαλί ξεφτίζει. Η μνήμη του ποιητικού Υποκειμένου ξεφτίζει. Δεν είναι μόνο η φθορά. Ζωντανεύουν τα παράξενα φυτά-σχέδια του χαλιού και το τρώνε, το ποιητικό Υποκείμενο “τρώγεται” απ’ τις λέξεις του. Ό,τι ομορφαίνει μπορεί να γίνει αόρατα επικίνδυνο… Μοιάζει με κοινή μοίρα.
Περνώντας στη συνέχεια σ’ έναν κατ’ εξοχήν ‘γυναικείο’ χώρο όπως η κουζίνα, μας εκπλήσσει χαρακτηρίζοντάς την “νεκροτομείο”. Συνειρμικά η σκέψη πηγαίνει σε πτώματα και πολύ φυσικά ακολουθούν οι υπερρεαλιστικοί στίχοι
“Άκου το ρόγχο μες τη χύτρα”– θυμίζει τον επιθανάτιο ρόγχο!- “-Ποιος αγωνιά;/ – Στηθοπλευρά άλλου αθώου κάποτε/ Μέρος του όλου/ Κάποιος δικός σου”. Θύμα, θύματα αθώα, η σχέση του ποιητικού Υποκειμένου με τη φύση- Όλον- και τα πλάσματά της υπογραμμίζεται εδώ. Στους παρενθετικούς στίχους οι συνεκδοχές μαζί με τα τεκταινόμενα στην κουζίνα οδηγούν τη σκέψη στην έννοια του θανάτου. Η κουζίνα “Εστία του ανέστιου”, η αμφισημία, η μετάβαση απ’ το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, η τρυφερή υπερρεαλιστική εικόνα: «Θέρμη αιφνίδια στο στήθος / Σαν να θυμήθηκε ξανά τροφή / Πράσινο πάνω μου παλιό / Ξαναπλεγμένο αρνάκι» μπρος στη θέα της πράσινης σαλάτας. Το ποιητικό Υποκείμενο αυτοχαρακτηρίζεται, “Σκεύος εγώ”.
Σκοπός του γεύματος η ένωση τελικά. Αυτός που τρώει, με αυτόν που τρώγεται. Η κοινή μοίρα.
Ο αμέσως επόμενος χώρος, η τραπεζαρία. Γνώριμα αντικείμενα όπως το μισοτελειωμένο παιδικό κέντημα- αισθήματα οικειότητας και συγκίνησης· αφενός φανερώνει την κατάργηση του χρόνου, αφετέρου προκαλεί το συμπέρασμά του: “Μένουμε όλα/ μισοτελειωμένα/ Όλα”.
Η Π.Π. συνεχίζει στο σαλόνι αφήνοντας πίσω τη λύπη και το σκοτάδι. Άλλο σπίτι, άλλος αιώνας. Πριν μπει, κόβεται στο τζάμι της τζαμόπορτας: “Αφήνω λίγο αίμα/Για τις ψυχές του κρύσταλλου”, είδος προσωπικής “θυσίας” που θυμίζει κάτι από τη Νέκυια της Οδύσσειας, αλλά και διάφορα νεκρικά έθιμα.
Συναντά τη γνωστή πολυκαιρισμένη πολυθρόνα “Ασθματικά ανασαίνει/ Ανάσες φαντασμάτων”, τα σημάδια της φθοράς απ’ το πέρασμα του χρόνου, αλλά και των ανθρώπων που ταυτίστηκαν μαζί της, εμφανή. Το φασματικό ολόγραμμα της γιαγιάς δεν την αναγνωρίζει : «Δεν έχω γυαλιά / Δεν έχω μάτια / Δεν έχω ‘είμαι’ /Ποιος είναι;” Και η Π.Π. απαντά για να μην ταράξει τον κόσμο των αγαπημένων νεκρών “-Ούτις ούτις/ Κανένας”.
Όλα συντελεσμένα σε χρόνο ενιαίο.
Το κυρίαρχο αίσθημα απώλειας κινητοποιεί τη μνήμη, ακολουθεί αμέσως το “Οικογενειακό άλμπουμ”. Τόσο αυτό όσο και οι “Πίνακες” στους τοίχους είναι αντικείμενα χρηστικά που γίνονται το μέσον για να μιλήσει για τη ζωή και την ανθρώπινη μοίρα, ξεκινώντας από το προσωπικό- οικογενειακό βίωμα κι ανάγοντάς το στο Όλον. Εντυπωσιάζει η φωτογραφία των “Γέρικων παιδιών”, όπως και η αναφορά στον ρόλο του ποιητικού Υποκειμένου στην οικογενειακή ιστορία – στην οποία δεν ήταν δυνατόν να παρίσταται λόγω χρονικής απόστασης· αυτή η “ανακολουθία” τονίζει τους δεσμούς της οικογένειας και τις συνέπειες των πράξεων – “Αφαιρέθηκα/ Κι ο Εύριπος για πάντα παρασύρθηκε απ’ τη σελήνη”.
Εξαιρετικής σύλληψης οι στίχοι που αναφέρονται στους πίνακες ζωγραφικής: “Κι αστράφτει αίφνης το ακατανόητο”, “Όλα τ’ απορροφά το αφηρημένο έργο/ που ακόμα εξελίσσεται”. Φαίνεται πως τα έργα βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους στον θάνατο.
Στο Γραφείο τώρα. Εδώ, συναντά τη Βιβλιοθήκη: “Μακρόβιες/ Μικρόβιες ιδέες/… Συμπεράσματα αλάθητα/ Το Όντως Ον ως αστερίσκος/” η ουσία όμως; “Ο θάνατος παραπομπή”.
Το έπιπλο γραφείο πάλι, είναι ένα είδος “γενεαλογικού δέντρου” που έχει κάνει “…πολλές διαδρομές/ Πενήντα δύο σπίτια εκατό δωμάτια/…/ Τρεις γενιές”. Οι λογαριασμοί του παππού Μωυσή, τα αδιάβαστα βιβλία της γιαγιάς Κλεάνθης, οι χημικοί τύποι του θείου Παύλου, οι σημειώσεις του γεωπόνου (πατέρα) Αντώνη, “…τα Μικρά Μυστικά/ Της Διαπλασοπούλας Έλλης”, τα ξεγδάρματα και οι χαρακιές από τα επιστολικά δελτάρια της Ηρώς προς τη Μακρόνησο (στον εξόριστο Αντώνη), τα πρώτα ερωτικά γράμματα του ποιητικού Υποκειμένου που δρούσαν μεταμορφωτικά για το γραφείο: “Μ’ άρεσε ξέρεις/ Σα να γινόμουν πάλι δέντρο με πουλιά”* .
*(Ένα γνώρισμα της ποίησης της Παυλίνας Παμπούδη που αφορά στα άψυχα είναι η “λαχτάρα” επιστροφής στην πρώτη μορφή! -Το είδαμε και στον στίχο “Ξαναπλεγμένο αρνάκι” και στους στίχους πριν απ’ αυτόν.- Εκεί που υπήρχε ζωή, όχι οι ζωές των άλλων. Η προσωποποίηση δεν είναι μια “τεχνική” για την Παμπούδη. Είναι προϊόν της πεποίθησής της πως έχουν όλα ψυχή, καθώς όλα μετέχουμε στο “Όντως Όν”)
Το γραφείο κρατά στα συρτάρια του “Όλο παράξενα κτερίσματα” κι επίσης τις μνήμες του ποιητικού Υποκειμένου, ένα σύνολο μνημών.