You are currently viewing Λένη Ζάχαρη “Διαβάζοντας αλλιώς…Παυλίνα Παμπούδη: Το σπίτι στους 40 δρόμους, Ροές, 2011”

Λένη Ζάχαρη “Διαβάζοντας αλλιώς…Παυλίνα Παμπούδη: Το σπίτι στους 40 δρόμους, Ροές, 2011”

Το Σπίτι στους 40 δρόμους είναι η 16η ποιητική συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη. “Συνεπής” ως προς τον τρόπο γραφής της, χρησιμοποιεί τα ρεαλιστικά στοιχεία μ’ έναν απείθαρχο σουρεαλισμό και δημιουργεί εικόνες υποβλητικές καθώς συνομιλεί μαζί τους.
Σπάει τους κανόνες της γλώσσας για να πορευτεί πιο βαθιά στο σύμπαν. Υπάρχουν παρενθετικοί στίχοι συχνά, στους οποίους παραθέτει τις σκέψεις του ποιητικού υποκειμένου και την εσώτερη ζωή του. Δεν υπακούει σε φορμαλιστικά στοιχεία κατηγοριοποίησης “ειδολογικά χρωματισμένα”. “Συναντά” καθ’ οδόν τον τρόπο με τον οποίο θα μυήσει τον αναγνώστη στο ταξίδι της, στην καταβύθισή της στο ερμητικό παρελθόν.
Η αρχή της αφήγησης τονίζει την ερμητικότητα,
“Λεμόνι μελάνι αόρατο/ ιχνογραφεί/ μικρές διαδρομές/ Ίχνη/ Ακολουθεί/ Χρόνια/ Την τεθλασμένη/ Τη σβησμένη/ Γραμμή αίματος…” . Δεν αποκαλύπτονται σε οποιονδήποτε τα γεγονότα του παρελθόντος. Καταγράφεται αόρατα η ιστορία, οι δεσμοί αίματος που, όπως ο χρόνος για το ποιητικό Υποκείμενο, δεν είναι μια ευθεία γραμμή, αλλά “τεθλασμένη” από γεγονότα οδυνηρά.
Στο ποίημα “ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ” η μέρα προσωποποιείται όπως κι ο αέρας ο οποίος μπορεί να προφητεύει το μέλλον, αλλά να βλέπει και το παρελθόν από το παρόν του. Άλλωστε ο χρόνος έχει ήδη σχετικοποιηθεί, καταλυθεί, και το ποιητικό Υποκείμενο ακολουθώντας τον εαυτό του προχωρά και μέσα σε παρένθεση περιγράφει τη διαδρομή του στην οποία “(…Ξετυλιγόμουν / Τυλιγόμουν / Στις τριόδους / Στα σύνορα ύπνου/ εμπόλεμων περιοχών)”

Γνώρισμα των ποιημάτων, η αυστηρή οργάνωση και η προοδευτική ανέλιξή τους. Αναπτύσσονται διαλεκτικά με αφετηρία το συγκεκριμένο, το υλικό, το εξωτερικό και κατάληξη το αφηρημένο, το εσωτερικό.
Το σπίτι είναι “όλα, κανένα”. Δεν συγκεκριμενοποιείται. Είναι όσα κουβαλάει το ποιητικό Υποκείμενο και κατ’ επέκταση η Παυλίνα Παμπούδη. “Φερέοικη” η ποιήτρια, κουβαλάει το σπίτι της όπως η χελώνα το
καβούκι της.
Στέκεται μπροστά στην πόρτα, που είναι η γνώριμη, “είσοδος για όλες τις εξόδους”. Ίδια και διαφορετική ταυτόχρονα. Το προσωποποιημένο άψυχο και το ποιητικό Υποκείμενο έχουν κοινά βιώματα και μνήμες. Τώρα την καλεί “Να σπάσεις το λουκέτο/ Ν’ ασπαστείς την αλυσίδα”, με την προϋπόθεση να μην χαθούν τ’ αποτυπώματα όλων αυτών που πέρασαν κι άγγιξαν την πόρτα, των απόντων.


Κάθε ‘σταθμός’ στο εξής, ένα μεγάλο εσωτερικό βήμα συνάντησης και συμφιλίωσης, τόσο με την προσωπική ιστορία όσο και με την ιστορία και την απώλεια των αγαπημένων προσώπων.
Την υποδέχεται το
χολ, σκοτεινό. Το άνοιγμα του φωτός προκαλεί αντιδράσεις, οι σκιές παίρνουν τη θέση τους στον χώρο. Ακολουθεί διάλογος και διαδικασία “αναγνώρισης” ανάμεσα στην είσοδο του σπιτιού και το ποιητικό Υποκείμενο “- Είσαι ο ίδιος;/ -Όχι. Ούτε και άλλος.”. Ο χρόνος που περνάει αλλάζει τους ανθρώπους, όμως δεν αλλοιώνονται, δεν γίνονται κάτι άλλο απ’ αυτό που πραγματικά είναι στην ουσία τους.
Ατμοσφαιρική περιγραφή των αντικειμένων που βρίσκονται στο χολ, κυριαρχεί το “πορτ μαντό” που παραπέμπει στο παρελθόν. Οι παρενθετικοί στίχοι αποτελούν εξωτερίκευση των σκέψεων του ποιητικού Υποκειμένου που γεννιούνται με την οπτική επαφή, “κειμήλιο παλτό”, “Το γκρι καπέλο αφηρημένο / Το μαγικό /Που έκανε τον κάτοχό του αόρατο”. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στον καθρέφτη· κι εδώ θα σταθώ στις παρηχήσεις του -χ- με τις οποίες τονίζεται η απουσία, ο θάνατος των ανθρώπων που καθρεφτίστηκαν κάποτε εκεί. Οβάλ καθρέφτης / χώρος με φοβερή χωρητικότητα / Όντα αποθηκεύοντας επάλληλα // Χοάνη χρόνου /αχ ηχώ χαμού/


Στις διαδρομές που έχουν ήδη ξεκινήσει παρατηρούμε πως η ποιήτρια εστιάζει σε αντικείμενα χρηστικά, καθημερινά, “ασήμαντα” κάποιες φορές. Με την προσωποποίησή τους, τους διαλόγους, αυτά μετασχηματίζονται σε άποψη για τη ζωή και την ανθρώπινη μοίρα. Ιδιαίτερα όταν αποτελούν φορείς ιστορίας οικογενειακής, προσωπικής, συλλογικής, αναγνωρίζονται ως στοιχεία ταυτότητας προσώπου που απουσιάζει και ανακαλείται μέσω του προσωπικού αντικειμένου.
Τα αντικείμενα είναι κι αυτά φορτωμένα πόνο, πόνο δίχως τέλος (“Το σκυριανό το τραπεζάκι/ Γεμάτο επώδυνα/ Περίτεχνα σκαλίσματα… /…/ Μπολ άπατο/…λογαριασμούς απλήρωτους/ Δυο γράμματα/ από νεκρούς αποστολείς/ Προς νεκρούς παραλήπτες/…/Ένα νόμισμα/ Σπάνιο/ Ρέστα απ’ τα πορθμεία/ ”) με τον ανθρωπομορφισμό, την αμφισημία των λέξεων και την πολυσημία, τον μεταφορικό λόγο, τους απροσδόκητους συνδυασμούς λέξεων λχ. “Άφωνος ο αρχαίος τηλεφωνητής”, ο λόγος γίνεται ανοιχτός στην αλληγορία και την ερμηνευτική πολλαπλότητα. “- Κανείς δεν υπάρχει”, απαντά το χολ. Η υπομονή γίνεται αράχνη που πλέκει ιστό, εικονοποιείται ο χρόνος που περνάει κι αφήνει σημάδια φθοράς.
Το ποιητικό Υποκείμενο προχωρά στον διάδρομο
“Συνεχίζω/ Σχεδόν ανυπόστατη”, συναντά άλλον έναν άδειο καθρέφτη και τρομάζει: “(Άλλος καθρέφτης/ Από πού;/ Άδειος τελείως/ Με βαριά κορνίζα/ Μα πότε άδειασε; Στην τελευταία μετακόμιση; Αυτή δεν έγινε ακόμα…)” χαμηλόφωνο, εξομολογητικό ύφος που ταιριάζει στην εξωτερίκευση σκέψεων, αμφισημία της λέξης “μετακόμιση”.
Ο
“Καθρέφτης” – θα τον δούμε και στο Μπάνιο να επανέρχεται- ένα χρηστικό αντικείμενο, λειτουργεί ως ‘προθήκη γυάλινη’ ψυχών.

Ο Ατέλειωτος διάδρομος (η χαρτογράφηση του χώρου μέσω της τήρησης αποστάσεων δημιουργεί σκόπιμη αοριστία που αντανακλάται στην απόδοση του χρόνου. Με τη συνακόλουθη χρονική απόσταση, όλα μοιάζουν να έχουν συντελεστεί εντός χρόνου ενιαίου, που δεν τριχοτομείται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον), λειτουργεί ενοποιητικά μεταξύ σπιτιών, μετακινήσεων, γεγονότων: “( Διάδρομος ατέλειωτος/ Από τη Βράιλα/ Στην Πατριάρχου Ιωακείμ/ Στη Νομικού/ Στην Αχαρνών/ Ως την Ελπίδος/ Τριγμός στα σκοτεινά)”
Άλλος ένας διάλογος με προσωποποιημένο άψυχο ακολουθεί. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία “αναγνώρισης” του ενός από το άλλο μοιάζει να βρίσκουν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Γνώρισμα όλων των διαλόγων η φυσικότητα, η λιτότητα. Η Π.Π. χρησιμοποιεί μεταφορές και συνυποδηλώσεις για να μιλήσει πάλι για το βασανιστικό θέμα της απώλειας, ο τριγμός των σανιδιών λέει:
“Πεσούσα δρυς/ Ζωή/ Τίμιο ξύλο τώρα/ Μυθικό/ Διακλαδίζομαι/Ερήμην μου/ Στο διηνεκές.”.
Το ποιητικό Υποκείμενο ακριβώς λόγω της ποιητικής του ιδιότητας γίνεται ‘διάμεσος’, κινείται στον χώρο του λογικού, του εξωλογικού κι ενδιάμεσα,
“Ακολουθώ το νήμα/ Καθώς πάνω μου/ Ξηλώνεται ατέρμονα/ Εκείνο/ Το καημένο/ Το προσφυγάκι το χαλί/ Πρόσεξε/ Το πατάς, πονάει”. Γίνεται κοινωνός σπαραγμών, ήχων, βογκητών. Κάποιος φθείρεται. Με το “προσφυγάκι”- λόγω καταγωγής- χαλί μιλά, πάντα με τρόπο φυσικό, για “μεταφυσικά” ζητήματα. Το χαλί ξεφτίζει. Η μνήμη του ποιητικού Υποκειμένου ξεφτίζει. Δεν είναι μόνο η φθορά. Ζωντανεύουν τα παράξενα φυτά-σχέδια του χαλιού και το τρώνε, το ποιητικό Υποκείμενο “τρώγεται” απ’ τις λέξεις του. Ό,τι ομορφαίνει μπορεί να γίνει αόρατα επικίνδυνο… Μοιάζει με κοινή μοίρα.

Περνώντας στη συνέχεια σ’ έναν κατ’ εξοχήν ‘γυναικείο’ χώρο όπως η κουζίνα, μας εκπλήσσει χαρακτηρίζοντάς την “νεκροτομείο”. Συνειρμικά η σκέψη πηγαίνει σε πτώματα και πολύ φυσικά ακολουθούν οι υπερρεαλιστικοί στίχοι
“Άκου το ρόγχο μες τη χύτρα”– θυμίζει τον επιθανάτιο ρόγχο!- “-Ποιος αγωνιά;/ – Στηθοπλευρά άλλου αθώου κάποτε/ Μέρος του όλου/ Κάποιος δικός σου”. Θύμα, θύματα αθώα, η σχέση του ποιητικού Υποκειμένου με τη φύση- Όλον- και τα πλάσματά της υπογραμμίζεται εδώ. Στους παρενθετικούς στίχους οι συνεκδοχές μαζί με τα τεκταινόμενα στην κουζίνα οδηγούν τη σκέψη στην έννοια του θανάτου. Η κουζίνα “Εστία του ανέστιου”, η αμφισημία, η μετάβαση απ’ το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, η τρυφερή υπερρεαλιστική εικόνα: «Θέρμη αιφνίδια στο στήθος / Σαν να θυμήθηκε ξανά τροφή / Πράσινο πάνω μου παλιό / Ξαναπλεγμένο αρνάκι» μπρος στη θέα της πράσινης σαλάτας. Το ποιητικό Υποκείμενο αυτοχαρακτηρίζεται, “Σκεύος εγώ”.
Σκοπός του γεύματος η ένωση τελικά. Αυτός που τρώει, με αυτόν που τρώγεται. Η κοινή μοίρα.
Ο αμέσως επόμενος χώρος,
η τραπεζαρία. Γνώριμα αντικείμενα όπως το μισοτελειωμένο παιδικό κέντημα- αισθήματα οικειότητας και συγκίνησης· αφενός φανερώνει την κατάργηση του χρόνου, αφετέρου προκαλεί το συμπέρασμά του: “Μένουμε όλα/ μισοτελειωμένα/ Όλα”.

Η Π.Π. συνεχίζει στο σαλόνι αφήνοντας πίσω τη λύπη και το σκοτάδι. Άλλο σπίτι, άλλος αιώνας. Πριν μπει, κόβεται στο τζάμι της τζαμόπορτας: “Αφήνω λίγο αίμα/Για τις ψυχές του κρύσταλλου”, είδος προσωπικής “θυσίας” που θυμίζει κάτι από τη Νέκυια της Οδύσσειας, αλλά και διάφορα νεκρικά έθιμα.
Συναντά τη γνωστή
πολυκαιρισμένη πολυθρόνα “Ασθματικά ανασαίνει/ Ανάσες φαντασμάτων”, τα σημάδια της φθοράς απ’ το πέρασμα του χρόνου, αλλά και των ανθρώπων που ταυτίστηκαν μαζί της, εμφανή. Το φασματικό ολόγραμμα της γιαγιάς δεν την αναγνωρίζει : «Δεν έχω γυαλιά / Δεν έχω μάτια / Δεν έχω ‘είμαι’ /Ποιος είναι;” Και η Π.Π. απαντά για να μην ταράξει τον κόσμο των αγαπημένων νεκρών “-Ούτις ούτις/ Κανένας”.
Όλα συντελεσμένα σε χρόνο ενιαίο.

Το κυρίαρχο αίσθημα απώλειας κινητοποιεί τη μνήμη, ακολουθεί αμέσως το “Οικογενειακό άλμπουμ”. Τόσο αυτό όσο και οι “Πίνακες” στους τοίχους είναι αντικείμενα χρηστικά που γίνονται το μέσον για να μιλήσει για τη ζωή και την ανθρώπινη μοίρα, ξεκινώντας από το προσωπικό- οικογενειακό βίωμα κι ανάγοντάς το στο Όλον. Εντυπωσιάζει η φωτογραφία των “Γέρικων παιδιών”, όπως και η αναφορά στον ρόλο του ποιητικού Υποκειμένου στην οικογενειακή ιστορία – στην οποία δεν ήταν δυνατόν να παρίσταται λόγω χρονικής απόστασης· αυτή η “ανακολουθία” τονίζει τους δεσμούς της οικογένειας και τις συνέπειες των πράξεων – “Αφαιρέθηκα/ Κι ο Εύριπος για πάντα παρασύρθηκε απ’ τη σελήνη”.
Εξαιρετικής σύλληψης οι στίχοι που αναφέρονται στους πίνακες ζωγραφικής: “Κι αστράφτει αίφνης το ακατανόητο”, “Όλα τ’ απορροφά το αφηρημένο έργο/ που ακόμα εξελίσσεται”. Φαίνεται πως τα έργα βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους στον θάνατο.
Στο
Γραφείο τώρα. Εδώ, συναντά τη Βιβλιοθήκη: “Μακρόβιες/ Μικρόβιες ιδέες/… Συμπεράσματα αλάθητα/ Το Όντως Ον ως αστερίσκος/” η ουσία όμως; “Ο θάνατος παραπομπή”.

Το έπιπλο γραφείο πάλι, είναι ένα είδος “γενεαλογικού δέντρου” που έχει κάνει “…πολλές διαδρομές/ Πενήντα δύο σπίτια εκατό δωμάτια/…/ Τρεις γενιές”. Οι λογαριασμοί του παππού Μωυσή, τα αδιάβαστα βιβλία της γιαγιάς Κλεάνθης, οι χημικοί τύποι του θείου Παύλου, οι σημειώσεις του γεωπόνου (πατέρα) Αντώνη, “…τα Μικρά Μυστικά/ Της Διαπλασοπούλας Έλλης”, τα ξεγδάρματα και οι χαρακιές από τα επιστολικά δελτάρια της Ηρώς προς τη Μακρόνησο (στον εξόριστο Αντώνη), τα πρώτα ερωτικά γράμματα του ποιητικού Υποκειμένου που δρούσαν μεταμορφωτικά για το γραφείο: “Μ’ άρεσε ξέρεις/ Σα να γινόμουν πάλι δέντρο με πουλιά”* .
*(Ένα γνώρισμα της ποίησης της Παυλίνας Παμπούδη που αφορά στα άψυχα είναι η “λαχτάρα” επιστροφής στην πρώτη μορφή! -Το είδαμε και στον στίχο “Ξαναπλεγμένο αρνάκι” και στους στίχους πριν απ’ αυτόν.- Εκεί που υπήρχε ζωή, όχι οι ζωές των άλλων. Η προσωποποίηση δεν είναι μια “τεχνική” για την Παμπούδη. Είναι προϊόν της πεποίθησής της πως έχουν όλα ψυχή, καθώς όλα μετέχουμε στο “Όντως Όν”)

Το γραφείο κρατά στα συρτάρια του “Όλο παράξενα κτερίσματα” κι επίσης τις μνήμες του ποιητικού Υποκειμένου, ένα σύνολο μνημών.

Στον χώρο επίσης ξεχωρίζουν δύο ραδιόφωνα, ένα της Ηρώς (μητέρα) κι ένα του Αντώνη (πατέρας). Τώρα και τα δυο εις φάσμα ένα. Το φασματικό ραδιόφωνο αποχαιρετά το ποιητικό Υποκείμενο με το παλιό τραγουδάκι της θείας Λένας “Τώρα πέρασε η ώρα/ Φεύγουμε κι εμείς παιδιά…”.
Η Π.Π. προχωρά βαθύτερα – η διαδρομή μοιάζει με εσωτερική αναζήτηση- στην κρεβατοκάμαρα. Εντελώς προσωπικός χώρος. Ανάμεσα σ’ αυτήν και το κρεβάτι η σχέση είναι ιδιαίτερη – αν και αρχικά φαίνεται να μην το αναγνωρίζει – ρωτάει “Τι είσαι εσύ” (αντιστροφή στη διαδικασία αναγνώρισης), “Το υποζύγιο που ήμουν πάντα/ Για τα μεγάλα φορτία της νύχτας… -Η δρύινη καταπακτή που ήμουν πάντα”, επαναλαμβάνει σε άλλη απάντηση.
“Α ναι/ Θυμήθηκα το βάραθρο”.

Ακολουθούν τα επιτακτικά “Πρόσεξε”. Των προγόνων, οι οποίοι έστω από μακριά “συμμετέχουν” στη ζωή του ποιητικού Υποκειμένου, συμβουλεύουν, επιτάσσουν…“( …Οι πρόγονοι/ Απ’ τα μονά τους κρεβατάκια/ Έστελναν πάντα στη διπλή την κοίτη μου/ Μηνύματα”).
Στο ίδιο δωμάτιο και η Ντουλάπα: “…άπατη/ Κρύπτη/ Μνημείο δωδεκάπλευρο” και τα δίδυμα κομοδίνα. Στον διάλογο μαζί τους ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση απέναντι σε κοινωνικά / ιδεολογικά ζητήματα, γίνεται μάλιστα σαφής αναφορά στην πολιτική σχιζοφρένεια της χώρας “- Δεν διακρίνεις πάνω μας/ Ούτε τις δυο εφημερίδες;/ Στο ένα την Αυγή/ Στο άλλο την Εστία;”

– Όχι/ Χάθηκαν οι ειδήσεις/ Ξέρετε/ Χάθηκαν οι ιδέες/ Η καθαρεύουσα γλώσσα εκείνη”. Θίγει το ζήτημα της γλώσσας μέσω της αναφοράς στην καθαρεύουσα. Αίσθημα νοσταλγίας, αλλά και πάλι η αίσθηση της απώλειας φορτίζει τον διάλογο που, αν και γεμάτος ένταση και συναισθήματα, δεν έχει “λυρικές εξάρσεις”.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο η Π.Π. χαιρετά με τρόπο απολύτως φυσικό. Να επισημάνω εδώ πως αυτό συμβαίνει κάθε φορά που χαιρετά έναν χώρο ή ένα αντικείμενο. Τονίζεται έτσι η προσωποποίηση ως “στάση” όπως έχει αναφερθεί. Επιπλέον, αυτή η επαναλαμβανόμενη ανασκόπηση γεγονότων, αφήγηση ιστοριών και σκέψεων μέσα σ’ αυτή τη μια μέρα που τελειώνει μ’ ένα απλό “αντίο” φανερώνει πως το ποιητικό Υποκείμενο δεν βιάζεται να φύγει, να “ξεφορτωθεί” κάτι. Είναι όλα μέρος του κόσμου του, τα νιώθει οικεία.
Ταυτόχρονα, από τη φυσική αυτή συνομιλία περνά ως “διάμεσος” στον χώρο του μεταφυσικού, αφουγκράζεται τις ψυχές των “άψυχων”.
Τώρα προχωρά προς το
Μπάνιο. Κρατά ένα κλειδί για πενήντα δύο πόρτες “Η πόρτα κλειδωμένη/…/ Με παραβιάζω”. Εκείνη βρίσκεται πάντα και από τις δυο πλευρές. Οι υπερρεαλιστικές εικόνες, δυναμικές, προκύπτουν από απροσδόκητους συνδυασμούς λέξεων.
Εξαιρετική η καρκινική επίκληση
“Νίψον όψιν / Πάλι και πάλι / Δυνατά/ Μέχρι να σβήσει κάθε όψη απ’ τους καθρέφτες.» προς τον νιπτήρα.
Από το μπάνιο ξεκινάνε και «Σωληνώσεις με βουή / Δαιμονικές/ Κάτω απ’ τα θεμέλια συνεχίζονται / Μίλια βυθίζονται / ρίζες στρεβλές/» Γι αυτό, Το σπίτι μεγαλώνει ακόμα (…) / Τετραδιάστατο”, συνεχίζει ν’ αποθηκεύει μνήμη κι εμπειρίες.


Οπότε, η Π. Π. εκφράζει την επιθυμία να βγει στον
Κήπο: “- Θέλω να βγω στον κήπο/ Εκείνο/ Με τα δειλινά/ Πνιγμένα στ’ άρωμά τους/ Το φρύνο/ Τη βασιλική συκιά” (ανάγκη επαφής με τη Φύση).
Ακολουθεί ένα αίσθημα ματαίωσης
“- Μα δεν υπάρχει κήπος” και ο αντίλογος
“- Υπάρχει πάντα είπα/ Ο κήπος που μεγαλώσαμε μαζί…/…/-Υπάρχει ακόμα/ Κόκκινο στο νου μου λίγο χώμα/ Από το περιβολάκι του 88 χωρίς οδό…”. Η αναφορά στον κήπο δύο διαφορετικών σπιτιών ως έναν ενισχύει την ιδέα της ενοποιητικής στάσης απέναντι στον χώρο με τη συνακόλουθη άρση των χρονικών διαστάσεων. Όλα γίνονται ένα σε χρόνο μη προσδιορισμένο. Γι’ αυτό και στο “τώρα” (ποιο άραγε;) “(Κλείνω την μπαλκονόπορτα/ Με πάταγο το φεγγαρόφωτο/ Αδειάζει ίσκιους δέντρων/ Στον ακάλυπτο)”.

Υπάρχει κι άλλος κήπος τελικά, ο κήπος του ακάλυπτου “Στη Σπυρίδωνος Τρικούπη”. Είναι προφανές ότι η Φύση αποτελεί ζωτικό στοιχείο για το ποιητικό Υποκείμενο και συμβολίζει τη γαλήνη.
Αυτοπαρουσιάζεται η ροδιά, την ξεναγεί στον νέο κήπο:
“Κοίταξε κάτω…/ Η άρρωστη δάφνη κοιμίζει το κοτσύφι της”. Η μοναξιά των άστρων- “Άνθη/ Σε αστρικές αποστάσεις απ’ το μίσχο τους”– προβληματίζει και στενοχωρεί τη δάφνη: “Ακατανόητο να είσαι μόνος”.

Το δέντρο ψηλώνει για να βρει φως. «Ψηλώνεις / Μόνο για να μπορείς να σκύψεις μέσα σου / Για λίγο»

Ξαφνικά όμως, «Κάτι συμβαίνει είπα / Άκου / Τροχιοδρομεί ο πλανήτης έκκεντρα/.. Όσα κι όσοι κουβαλάει το σπίτι μοιάζουν να κινούνται απειλητικά για να το γκρεμίσουν: /Ραγίζει το σπίτι/ Σπάζει σε χρόνια/ Σε ώρες/ Σε άτμητες μονάδες/.. Το ποιητικό Υποκείμενο τρομάζει, αλλά γρήγορα παίρνει απόφαση:./Θα σωθώ είπα/ Θα βγω”.
Κορυφώνεται η υπαρξιακή αγωνία του ποιητικού Υποκειμένου που αποφασίζει έξοδο. Ξέρει πως ο χώρος έχει τη δύναμη να επουλώνει τα τραύματά του, προφανώς το κάνει χρόνια πολλά,
“Τραύμα της άμμου / Θλάση της μνήμης // Θα περάσει κι αυτό/ Θα περάσει / Να, τέλειωσε”. (…)Τότε:
“-Τσίου σφύριξε / Ξυπνώντας ξαφνιασμένο το κοτσύφι/ Τέλειωσε ο κόσμος; /../.
-Θα ξαναρχίσει είπα /Όπως πάντα”.

Μετά την ταραχή, η ηρεμία. Ξαφνικά αποκαθίσταται η διαρραγείσα σχέση των πλασμάτων της Δημιουργίας. Οι τριγμοί που προηγήθηκαν μοιάζουν με την “καταστροφή” ενός κόσμου παλαιού, και στον νέο που ανατέλλει το ποιητικό Υποκείμενο αποφασίζει να μείνει κήπος. Οι αποφάσεις που παίρνονται είναι για μια ζωή φωτεινή, δημιουργικότερη, μέσα στο Όλον της Δημιουργίας, σε πλήρη αρμονία με τη Φύση.

Ένα “Τσίου” αρκεί για να ειπωθούν και να κατανοηθούν όλα αφού: «Οι ερωτήσεις έχουν λείψει, όλα είναι η απάντηση» (Παυλίνα Παμπούδη, Τα Χίλια Φύλλα, Κέδρος, 2009)

Λένη Ζάχαρη

Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.