Κ. Λουκόπουλος: Το μυστικό
Ανήμερα της Υπαπαντής, μια βδομάδα αφότου της ήρθαν τα πρώτα έμμηνα κι ενώ κατέβαινε από τις κορυφές μια αιθέρια ομίχλη, βυθίστηκε μέσα της γυρίζοντας από τη νόνα της, πεδικλώθηκε και κουτρουβάλησε ως το κατώφλι τα υπόλοιπα λίγα μέτρα που της απέμεναν από τον δρόμο της επιστροφής καθώς το φως χαμήλωνε κι η σκιά από το χαγιάτι τους γινόταν όλο και πιο μπλε. Γδαρμένη και μωλωπισμένη, μπήκε, ξεσκονίστηκε κι ανακοίνωσε στη μάνα της ότι αυτό ήταν, σταματάει το κέντημα από δω και μπρος. Της έδειξε μια μικρή δαχτυλήθρα που είχε καπελώσει τον παράμεσό της σαν παράσημο, της έδειξε τον τελευταίο τσεβρέ, μισοφτιαγμένο σα να είχαν μασουλήσει την άκρη του σκυλιά, κι είπε δεν σήκωνε κουβέντα, τέλος το κέντημα πια, την πονούσαν πολύ τα δάχτυλα. Έπειτα κλείστηκε στην κάμαρη και δεν άναψε καν τα φώτα, περιμένοντας να πέσει το σκοτάδι ολοκληρωτικά και αμετάκλητα. Έξω δεν κουνούσε φύλλο κι όλα φαίνονταν να μουλιάζουν στην αχλή. Μετά κανένα μισάωρο, άνοιξε δίχως ειδοποίηση το κούφωμα κι αμέσως χύθηκε μέσα η μικροκαμωμένη, γαλάζια νυχτερίδα. Τα μάτια της γυαλίζανε σαν τοσοδούλικα μικρά μαύρα αυγά κι ακόμη κι η γλώσσα της ξεχώριζε όπως γλειφόταν διψασμένη. Το κορίτσι γύμνωσε το δάχτυλο και της έδωσε αμέσως να πιει.
Θοδωρής Τσαπακίδης Το μυστικό του
Οι φωνές των καλεσμένων στο σαλόνι, τα πατζούρια κατεβασμένα στο δωμάτιο της, το χέρι του πάνω στην κοντή της φούστα μαζορέτας… ανάμεσα σε άλλα ενθύμια, μέσα στην μπιζουτιέρα της αδερφής του. Ένα φύλλο ημερολογίου τοίχου, 15 Σεπτεμβρίου. Πριν από εξήντα τέσσερα χρόνια. Ένα μικρό χαρτάκι, απ’ αυτά που έχουν γραμμένο ένα τετράστιχο στο πίσω μέρος. Ήταν όμορφη τότε, στα γενέθλιά της. Με την κόκκινη φούστα. Μια γκριμάτσα στον καθρέφτη του Μπουντουάρ. Το ξανάβαλε στη φιλντισένια κοσμηματοθήκη. Την έκλεισε και την έχωσε ανάμεσα σε κάτι ρούχα μέσα σ’ ένα από τα χαρτόκουτα στο πάτωμα.
Ελένη Μπιρμπίλη: Το μυστικό
Καθάριζε το δωμάτιο, με ορθάνοιχτα παράθυρα, να φύγει η αποφορά του θανάτου κι έκλαιγε σπαρακτικά. Δεν ήξερε να πει αν έκλαιγε για κείνον που έφυγε ή γι αυτήν που έμεινε ορφανεμένη για πάντα. Ας μην ήταν η αγάπη που αποζητούσε. Ας μην τη φίλησε ποτέ στο στόμα με πάθος. Της αρκούσε η παρουσία του στο σπίτι. Να την προστατεύει από τη φθορά του χρόνου. Πώς ορίζεται ο χρόνος από δω κι εμπρός, δίχως εκείνον; Το πρωί δεν θα σηκωθεί να του ετοιμάσει κολατσιό, ενώ εκείνος θα ξυρίζεται στο μπάνιο, σιγοτραγουδώντας για χαμένες αγάπες και άδειες αγκαλιές. Δεν θα τον ξεπροβοδίσει φεύγοντας για τη δουλειά και το μεσημέρι θα τον περιμένει να επιστρέψει σπίτι. Δεν θα στρώσει μεσημεριανό τραπέζι, να τσιμπήσει κάτι πριν πέσει για ύπνο. Η μεσημεριανή σιέστα απαραίτητη. Άσχετα, που εκείνον δεν τον βοήθησε, τελικά. Δεν άντεξε η καρδιά του, είπαν. Σκέφτεται, ότι εκείνος δεν ορίζει πλέον το χρόνο της κι αυτή η αποκάλυψη μοιάζει χειρότερη από τον ίδιο το θάνατο του. Αφιερωμένη σε κείνον ψυχή τε και σώματι. Πλέον, η ζωή της σε πλήρη αδράνεια. Αν δεν κινητοποιηθεί θα τρελαθεί. Ανοίγει με φόρα τη ντουλάπα, να μυρίσει το άρωμα του μια τελευταία φορά στα φρεσκοπλυμένα πουκάμισα. Ανεξίτηλη μυρωδιά. Αγκαλιάζει τα ρούχα του, θαρρείς κι αγκαλιάζει το τρυφηλό σώμα του. Αναζητά απεγνωσμένα ένα σημάδι ζωής. Η ελπίδα της αναζωπυρώνεται μόλις ακουμπά το φθαρμένο χαρτί. Ένα μεταθανάτιο συμβόλαιο αγάπης, είναι ότι χρειάζεται αυτή την τρομερή στιγμή.
Η αποκάλυψη την καταλαμβάνει εξ απήνης, όταν ανακαλύπτει τη φωτογραφία μιας άλλης γυναίκας στην εσωτερική τσέπη του γαμπριάτικο κουστουμιού του.
Αφόρετο από τότε. Αδύνατο να δεχτεί, ότι, μοιράστηκε ένα τέτοιο μυστικό με άλλη. Σε κείνην ορκίζεται παντοτινή λατρεία και της το υπογράφει. Ένας ολόκληρος κόσμος ερείπιο στα πόδια της, αυτής που περηφανευόταν ως η νόμιμη σύζυγος. Η οργή φουντώνει μέσα της. Μαζί της δεν μοιράστηκε ποτέ μυστικό κι ας στάθηκε δίπλα του σαν βράχος, να τον στηρίζει με μια αγάπη άνευ όρων. Θέλει να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορεί. Η φωνή της πνίγεται στον αφόρητο πόνο της απόρριψης. Προσπαθεί απεγνωσμένα να καλέσει βοήθεια. Κάνει να πιάσει το τηλέφωνο και σωριάζεται νεκρή. Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.