Στον τόπο του δεν έκανε ποτέ τόσο κρύο. Στέκεται όμως έξω από το σταθμό του μετρό, πάνω στη σχάρα που βγάζει ζεστό αέρα. Κρατάει σφιχτά μια ομπρέλα και μαργώνει το χέρι του. Ο έμπορος του την έδωσε μαζί με τους αναπτήρες.
«Πρόσεξε, αν σου βραχούν, θα είναι άχρηστοι», του είπε.
Κόσμος μπαίνει και βγαίνει από το σταθμό. Κορίτσια και αγόρια, μανάδες, πατεράδες, παιδιά, άλλα στην ηλικία του περίπου άλλα μικρότερα. Παιδιά. Να παίξει με παιδιά. Πόσον καιρό έχει να παίξει με παιδιά που μιλούν τη γλώσσα του; Ανάβει έναν αναπτήρα και κοιτάζει τη φλόγα. Βλέπει εικόνες, τότε που έπαιζαν στο χωριό του, άναβαν φωτιά με τους φίλους του και πηδούσαν, γελούσαν κι έτρεχαν. Ο νους του έφυγε αλλού, ώσπου ένιωσε το δάχτυλό του να καίγεται.
Λίγο πιο πέρα ένας ψηλός άνθρωπος με άσπρη γενειάδα, ντυμένος με κόκκινο αδιάβροχο και σκούφο, μοιράζει κάτι χαρτιά σ’ αυτούς που περνούν μπροστά του κι έχει ένα κουτί κρεμασμένο από το λαιμό του. Μερικοί σταματούν, παίρνουν κάτι από το κουτί και το βάζουν στο στόμα τους. Αυτός τους δίνει από ένα χαρτί και φεύγουν χαρούμενοι μασουλώντας.
Το παιδί πεινάει. Ρίχνει ένα ψιλό χιονόνερο, και πεινάει πιο πολύ τώρα που βλέπει άλλους να τρώνε. Μόνο δύο αναπτήρες πούλησε. Να πλησιάσει εκείνον τον άνθρωπο; Να πάρει κι αυτός αυτό που τρώγεται; Θα τον αφήσει;
Με την ομπρέλα στο ένα χέρι και τους αναπτήρες στο άλλο πάει και στέκεται δίπλα του. Τον κοιτάζει ανασηκώνοντας το κεφάλι. Η γενειάδα είναι ψεύτικη, από μπαμπάκι, και κάτι κουδουνάκια ραμμένα στα μανίκια του ηχούν σε κάθε κίνηση. Αν είχα κι εγώ κουδουνάκια, σκέφτεται, θα πουλούσα πιο πολλούς αναπτήρες.
Ο ψηλός άνθρωπος κοιτάζει το παιδί. Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Βουβή συνεννόηση. Πιάνει όσα γλυκά χωρούν στο χέρι του και του τα δίνει. Το παιδί πεινάει πολύ και μπερδεύεται, πού να βάλει την ομπρέλα και τους αναπτήρες για να τα πάρει. Εκείνος του κρατάει την ομπρέλα. Το παιδί σφίγγει τη συσκευασία με τους αναπτήρες ανάμεσα στα γόνατά του. Με τα χέρια του ελεύθερα τώρα παίρνει από τη μεγάλη χούφτα όσα γλυκά χώραγαν οι δικές του. Τα βάζει στο στόμα και μασάει γρήγορα. Όσα δεν χωράνε τα βάζει στην τσέπη του παντελονιού του. Καταπίνει λαίμαργα, ξαναπαίρνει. Ξανά.
Δεν μπορεί να φάει άλλο και οι τσέπες του γέμισαν. Κοιτάζει τώρα τον άνθρωπο στα μάτια και τα δικά του χαμογελούν. Από ευχαρίστηση, από ευγνωμοσύνη. Παίρνει έναν αναπτήρα και σηκώνει το χέρι του. Ανταπόδοση. Λέει, «ασάντε». Ο άνθρωπος με τα κόκκινα ρούχα κρατάει τον αναπτήρα και απαντάει, «ασάντε» και συνεχίζει να του μιλάει. Το παιδί τον κοιτάζει με μάτια τεράστια από χαρά και απορία. Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Νιώθω μόνο τη ζεστασιά που τους τύλιξε επειδή μίλησαν τη γλώσσα τους στον ξένο τόπο.
«Ασάντε» σημαίνει ευχαριστώ στη γλώσσα Σουαχίλι.