Η θεολογία που κυοφορήθηκε στα μέρη μας υποστηρίζει ότι Εκείνος που ήρθε στη γη ως «παιδίον νέον» είναι το δεύτερο Πρόσωπο της αιτίας του παντός: Της Αγίας Τριάδας.
Μα, αυτή η διάκριση τώρα της «μίας» θεότητας σε «τρεις» υποστάσεις είναι, ήδη, μια Διακύβευση μπροστά στη γήινη, ενίοτε, βαρυθυμία ή βιασύνη: Γιατί άραγε, εμείς, να μπερδευόμαστε με σύμμικτα σχήματα – δεν προβαίνει βατότερο να καταφεύγουμε σε ενιαίες εξηγήσεις;
Άλλοι λαοί απάντησαν, «ναι», προβαίνει βατότερο: Είναι αυτοί που προέκριναν, στην πρόοδο της πορείας τους, μονοφυσιτικές εννοήσεις – κατέληξαν λοιπόν μουσουλμάνοι οι περισσότεροι. Οι Έλληνες όχι. Η σοφία που ανέκαθεν θέλαμε είχαμε βρει, τώρα πια, να πληρώνεται.
Εκείνος λοιπόν που η πίστη μας λέει πως ήρθε («μεθ’ ημών ο Θεός») για να τάμει το γίγνεσθαι, θα μπορούσε βεβαίως να ονομασθεί με διάφορα ονόματα. Η θεολογία για την οποία συζητούμε προέκρινε δύο: Είναι πρώτα πρώτα ο Υιός – δηλαδή, μια Οντότητα που ταυτοποιείται από τη Σχέση της με μιαν άλλη. (Κι είναι βέβαια η ίδια η «ζωή» –μέσα από τούτα τα σχήματα– αυτή κυριώτατα που ορίζεται ως «σχέση».)
Το δεύτερο όνομα του Κυρίου των εννοήσεών μας είναι, ήδη, ο Λόγος. Μια απάντηση εδώ («έρχου και ίδε») που ανταποκρίνεται και, συνάμα, υπερακοντίζει όλες μας τις ερωτήσεις.
Ήρθε προς τι; Ήρθε κυρίως για να νικήσει ο Ίδιος «θανάτω» τον θάνατο: Υπομένοντας, πάσχοντας, συγχωρώντας – εν τέλει θνήσκων όσο και ανιστάμενος. Μα, πριν απ’ αυτό ήρθε για να ευαγγελιστεί από την πρώτη στιγμή στον κόσμο επιτέλους καταλλαγή: «Επί γης» η «ειρήνη»!
Οι άνθρωποι που συνέγραψαν τα Ευαγγέλια, ήξεραν βέβαια πως οι πόλεμοι συνεχίζονταν γύρω τους – και πως θα συνέβαινε, αυτό, ες αεί του αυτόνομου Είναι. Ήξεραν όμως κι ότι ο πόλεμος είναι, αρχετύπως, μια βαθειά προσωπική τραγωδία: Είναι μάχη (εκατέρωθεν αποκλεισμός) ανάμεσα στην υπερηφάνεια και την ταπείνωση «εντός» μας.
Εάν τυχόν κάποτε η δεύτερη επικρατήσει της πρώτης, τότε μόνο, η γνώση μας υπερβαίνει την άγνοια – και τότε ακριβώς είναι που ο ορίζοντας γαληνεύει. Τότε κιόλας, ανοίγει ο δρόμος για την υπέρβαση του ριζικώτερου κοινωνικού προβλήματος από αρχής έως περάτων του χρόνου: Πώς ο Κάιν θα πάψει να φθονεί την πληρότητα βίου του Άβελ.
Ή ίσως, πώς δύο άνθρωποι, οι οποίοι διαβιούν μέσα σε πανομοιότυπες περιρρέουσες συνθήκες, θα σταματήσουν να οργανώνουν την αλληλοεξόντωση.
Ο θύτης θα πάψει να θυσιάζει κάποτε το θύμα του, έρχεται να μας πει το παράδειγμα του Ιησού. Πότε; Όταν το δεύτερο αγαπήσει όσο τον εαυτό του τον πρώτο.
Κύλησαν αιώνες πολλοί που η ανθρωπότητα ολόκληρη εμπιστεύθηκε ετούτο τον παράτολμο δρόμο. Ήταν αιώνες στους οποίους η Ιστορία (όχι χωρίς, πικρές, προσωρινές υπαναχωρήσεις) πράγματι ανέβαινε. Έως ότου εμφανίστηκαν, δεινοί, πολλοί άγγελοι οι οποίοι επαγγέλθηκαν – ήταν η δεύτερη φορά, απ’ αρχής των καιρών, που κηρυσσόταν ετούτο – την αναγωγή του ανθρώπου (με οδό, μοναχή, την απάρνηση της κατάφασης) σε θεό χωρίς τον Θεό.
Προκύπτει, αυτή ταύτη, η μη-κυκλική Ιστορία μια υπόθεση που διαψεύδεται έκτοτε.
(*Η εικόνα της Αγίας Τριάδος είναι αγιογραφημένη από τη φίλη του περιοδικού Mirjam Valari)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Γιώργος Καστρινάκης γεννήθηκε το 1960 στον Πειραιά. Φοίτησε στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό Σημάδια (δεκαετία 1980), στην εφημερίδα Χριστιανική και στο περιοδικό Σύναξη (δεκαετία 1990 και 2000), στα περιοδικά Νέα Ευθύνη και Πειραϊκή Εκκλησία (δεκαετία 2010).