Αδιάκριτε, πολυάσχολε, άταχτε γεροήλιε,
Γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο
Μέσα από τα παράθυρα μπαίνεις με τόσο κόπο;
Γιατί πρέπει οι σύζυγοι εραστές εσένα να υπακούνε;
Σχολαστικέ, αυθάδη κακομοίρη, γιατί δε μαλώνεις
Τα σχολιαρόπαιδα που αργούν, κι αυτά που δεν ακούνε;
Πήγαινε πες το στην Αυλή: ο βασιλιάς θα ιππεύσει,
Κάλεσε τον εργάτη το χωράφι του ν’ αρδεύσει·
Όμως η αγάπη, πάντα και παντού, δεν ξέρει ώρες, μέρες, μήνες,
κλίμα ή εποχή,
Ούτε του χρόνου την αρχή.
Και τις ακτίνες σου μου λες
Γιατί τις θεωρείς τόσο ικανές;
Δεν θα μπορούσα να τις σβήσω μ’ ένα κλείσιμο ματιού
Αν δε φοβόμουν μην την χάσω όσο κοίταζα αλλού;
Κι αν τα δικά της μάτια δεν τυφλώνουνε κι εσένα
Δες την και πες μου ως αύριο
Αν τα χρυσωρυχεία στις Ινδίες ή και το Λαύριο
Είναι όπου ήτανε, ή είναι εδώ μ’ εμένα.
Ζήτα να δεις τους άρχοντες που έβλεπες ως χθες
Και θα σου πουν ότι εδώ είναι κι αυτοί, στο ίδιο κρεβάτι πες.
Εκείνη είναι οι χώρες όλες κι όλοι οι άρχοντες εγώ,
Άλλη ύπαρξη καμία.
Οι άρχοντες μας ξεγελούν: σε σύγκριση μ’ αυτό,
Κάθε τιμή είναι μίμηση, ο πλούτος αλχημεία.
Κι εσύ, ήλιε, χαίρεσαι σχεδόν όσο κι εμείς
Βλέποντας την υδρόγειο συνεσταλμένη έτσι:
Στην ηλικία σου δεν αντέχεις, πρέπει να ηρεμείς,
Και το καθήκον να θερμαίνεις την υδρόγειο, θερμαίνοντας εμάς
καλά το εκτελείς,
Αφού φωτίζοντας εμάς, φωτίζεις πέρα ως πέρα,
Αυτός ο γάμος είν’ το κέντρο σου, κι αυτοί οι τοίχοι
της τροχιάς σου η σφαίρα.