Παιδιόθεν με απασχόλησαν ζωηρά οι έννοιες Χρόνος και Καιρός. Ιδίως τέτοιες μέρες που γιορτάζαμε την έλευση του νέου και τραγουδούσαμε περιχαρείς: «Πάει ο παλιός ο Χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά…». Πότε πάλιωσε αναρωτιόμουν και τον λυπόμουν που τόσο άκαρδα τον πετούσαμε σε μια άγνωστη κι αόρατη μεριά. Κι αυτός ο νέος από πού μας έρχεται; Μεγαλώνοντας άρχισα να καταλαβαίνω την τυραννία του καιρού και την κυριαρχία του χρόνου συνειδητοποιώντας ότι εγώ παλιώνω συνεχώς και ότι πέρα απ’ τον «δικό μου χρόνο», τον πεπερασμένο, υπάρχει ένας απροσμέτρητος που μας ξεπερνά, αλλά το διασκεδάζω.
Ο Χρόνος παντεπόπτης, άρχοντας, βασιλιάς. Ευγενής από παράδοση, άτεγκτος όμως κι απρόσωπος. Ατάραχος πάντα κι ανέγγιχτος. Απρόσιτος, θεωρία σκέτη.
Ο καιρός (ή οι καιροί, αφού με πολλές όψεις παρουσιάζεται), μικρός τύραννος ως υπηρέτης του πανίσχυρου άρχοντα. Απρόβλεπτος, καμακωτής και παίκτης εξυφαίνει συνεχώς σενάρια και κατευθείαν δρώμενα. Μας τα σερβίρει ως γεγονότα και τρέχουμε εμείς να τα προλάβουμε. Ρευστός και κυλιόμενος, μεταλλάσσεται συνεχώς ως χαμαιλέων, αλήτης κι αγύρτης, τα πάνω κάτω γυρίζει, για να ‘χουμε να λέμε ότι έχει γυρίσματα. Έρχεται-φεύγει, πλημμυρίδα και άμπωτη κι αυτό μερικές φορές είναι το καλό, αφού η τύχη μας μεταστρέφεται από τα κάτω στα επάνω και ξεχνούμε τη δυστυχία και τα βάσανα. Προσεταιρίζεται με ευκολία μεγάλη τα σύννεφα και τους πλανήτες και προσκομίζει υετούς, ηλιοφάνειες, λιακάδες. Εξαπολύει αγέρηδες, θαλασσοταραχές, σεισμούς και καταποντισμούς, καιροσκόπος μέγας. Τώρα τελευταία μάλιστα το αρχέτυπό του πολλαπλασιάζεται και αναπαράγεται συνεχώς, πανομοιότυπα σχεδόν. Τι κλωνοποίηση είναι αυτή δεν καταλαβαίνω: πόλεμοι, λιμοί, θρησκευτικοί και λοιποί φανατισμοί, όπως παλιά. Και από πίσω άλλα κόλπα πιο σύγχρονα που αναπαράγονται σε όλα τα μέρη του πλανήτη μας, σημεία των καιρών.
Ενώ ο Χρόνος ασχημάτιστος κι ατεμάχιστος, άχρονος είναι εν τέλει. Διαχέεται παντού άμορφος. Παίζει μαζί μας περιγελαστικός και είρων κι αφού θέλουμε οπωσδήποτε παράστασή του, άλλοτε μας δίνεται ως κύκλος περιδινούμενος συνεχώς κι άλλοτε ανοίγει σε ευθεία ατέρμονη. Και οι παραστάσεις που του έφτιαξαν οι προπάτορες, ως τέρας- φίδι με τρεις κεφαλές ή ως άλογο στο άρμα του Ήλιου ή ακόμα κι ως Τιτάνας, τον αδικούν τον άρχοντα, γιατί τον περιορίζουν, τον απεριόριστο. Οι νεότεροι τώρα τον παρέστησαν και ως γέροντα, αφού πρώτα τον τεμάχισαν. Παλιός και νέος. Καμιά σχέση. Ανανεώνεται συνεχώς και αενάως έξω απ’ τα δικά μας δεδομένα. Παρατηρεί και καταγράφει.. Απτόητος ρυθμίζει συνεχώς τα ρολόγια του, παλαιικά και σύγχρονα. Τυλίγει το νήμα που κρατά σ’ ένα κουβάρι, παρελθόν, παρόν και μέλλον, όλα μαζί σε ένα. Αφήνει τη μπάλα να κυλήσει, να γυρίσει και χαμογελά. Αρχοντικά πάντα, ατάραχος ίπταται υπεράνω.
Θα μου πείτε: αντιφάσκεις, αφού τον προσωποποιείς κι εσύ. Ναι πράγματι, μα είναι γιατί τον ακούω τις νύχτες της αγρύπνιας. Τις νύχτες ο άρχων ροκανίζει σαν ποντίκι τα πάντα. Τον ακούω συνεχώς τώρα τελευταία, δεν με ξεγελά πια…