Αυτή η ωραία σύνθετη λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την παραστατική ποιητικότητά της απαντά σε έναν στίχο του ποιητή Βακχυλίδη. ΄Εχει σχηματιστεί από το επίθετο πυρσ(ρ)ός –ή –όν, το οποίο είναι παράγωγο του ουσιαστικού πῦρ και δηλώνει το χρώμα της φωτιάς, το κοκκινόξανθο, το ερυθροκίτρινο. Δεύτερο συνθετικό της είναι το ουσιαστικό χαίτη, το οποίο χρησιμοποιούσαν, όπως και εμείς σήμερα, τόσο για ορισμένα ζώα (το άλογο, το λιοντάρι ), όσο και μεταφορικά για πρόσωπα, αποδίδοντας τα μακριά λυμένα μαλλιά που πέφτουν στους ώμους.
Ο Βακχυλίδης ( περ. 510-450 π. Χ.) είναι ο τρίτος μεγάλος χορικός ποιητής της αρχαιότητας μετά τον Σιμωνίδη και τον Πίνδαρο, με τον οποίο ήταν σχεδόν συνομήλικος και ανταγωνιστής του. Για τη ζωή του πολύ λίγα γνωρίζουμε. Γεννήθηκε στην Κέα (σημερινή Τζια) και ήταν ανεψιός του Σιμωνίδη. Συνόδευσε τον θείο του στη Σικελία, στις αυλές των τυράννων Θήρωνα και Ιέρωνα, και εκεί συναντήθηκε με τον Πίνδαρο. Κάποιο διάστημα, άγνωστο για ποιους λόγους, έζησε εξόριστος στην Πελοπόννησο.
Η συνύπαρξή του με τον Πίνδαρο και η αναπόφευκτη σύγκριση μαζί του αποβαίνουν εις βάρος του Βακχυλίδη, καθώς το έργο του υστερεί έναντι της μεγαλοπρεπούς, της τιτανικής έμπνευσης πινδαρικής ποίησης. Στην πραγματικότητα, το ταλέντο του είναι διαφορετικής υφής από του Πίνδαρου, γι’ αυτό οι Αλεξανδρινοί τον κατέταξαν μεταξύ των εννέα μεγάλων λυρικών.
Χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι ο ρυθμός και η μουσικότητα του ποιητικού του λόγου, η σαφήνεια της έκφρασης, η χάρη, η ζωντάνια και λαμπρότητα των περιγραφών και κάποιος ανθρώπινος τόνος που συγκινεί.
΄Εγραψε ὕμνους, ὑπορχήματα, ἐγκώμια, παιᾶνες, διθυράμβους, ἐπινίκους για νικητές αθλητικών αγώνων κ. ά. Από το έργο του είχαν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα μέχρι το 1896, οπότε βρέθηκε στην Αίγυπτο ένας πάπυρος με 13 επινίκους και 6 διθυράμβους του.
Ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης αποτελούν την κορύφωση αλλά και το τέλος της λυρικής ποίησης. Θα τη διαδεχτεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το δράμα, που θα τη συνεχίσει στα χορικά του.
Στα γνωστότερα έργα του Βακχυλίδη ανήκουν δύο διθύραμβοι1 αφιερωμένοι στον μύθο του Θησέα. Εμείς εδώ θα παραθέσουμε το απόσπασμα με τη λέξη πυρσοχαίτης, απόσπασμα που προέρχεται από τον διθύραμβο τον επιγραφόμενο Θησεύς.
Το ποίημα αυτό αποτελεί έναν διάλογο ανάμεσα στον Αιγέα, τον πατέρα του Θησέα και βασιλιά της Αθήνας από τη μια, και έναν χορό, πιθανώς Αθηναίων πολιτών, από την άλλη. Στις τέσσερις στροφές του ο Αιγέας, λίγο πριν από την άφιξη του Θησέα στην Αθήνα, μαθαίνει από κήρυκες για την προσέγγιση ενός νέου ήρωα και για τα μεγάλα κατορθώματα που έκανε στον Ισθμό, χωρίς να ξέρει ότι πρόκειται για τον γιο του.
Στην τέταρτη και τελευταία στροφή, ο Αιγέας απαντά στις πληροφορίες που ζητά ο χορός για τον ήρωα, περιγράφοντάς τον ‒παραθέτουμε το απόσπασμα στο πρωτότυπο:
< Αἰγεύς>
δύο οἱ φῶτε μόνους ἁμαρτεῖν
λέγει, περὶ φαιδίμοισι δ’ ὤμοις
ξίφος ἔχειν ἐλεφαντόκωπον,
ξεστοὺς δὲ δύ’ ἐν χέρεσσ’ ἄκοντας
κηὔτυκτον κυνέαν Λάκαι-
ναν κρατὸς πέρι πυρσοχαίτου·
χιτῶνα πορφύρεον
στέρνοις τ’ ἀμφί, καὶ οὔλιον
Θεσσαλὰν χλαμύδ’· ὀμμάτων δὲ
Στίλβειν ἄπο Λαμνίαν
φοίνισσαν φλόγα· […]
Σε μετάφραση
Αιγέας
Δύο μόνο άντρες λέει2 πως συνοδεύουνε αυτόν
που γύρω από τους λαμπρούς του ώμους
ξίφος με ελεφάντινη έχει λαβή
και μες στα χέρια του δύο ακόντια στιλπνά
και περικεφαλαία καλοκάμωτη Λακωνική
επάνω στο κεφάλι του με την πυρρόξανθη τη χαίτη·
και γύρω από το στέρνο του χιτώνα έχει πορφυρό
κι ολόμαλλη Θεσσαλική χλαμύδα·3
κι από τα μάτια του φλόγα της Λήμνου4
λάμπει ολοπόρφυρη· […]
Σημειώσεις:
1) Ο διθύραμβος είναι χορικό τραγούδι που συνδέεται με τη λατρεία του Διόνυσου. Στις διονυσιακές γιορτές οι εορταστές, μεταμφιεσμένοι σε τραγοπόδαρους σατύρους, χόρευαν γύρω από τον βωμό του θεού σε κατάσταση μέθης και έκστασης τραγουδώντας τα παθήματα ή τις φαιδρές περιπέτειές του. Αργότερα ο διθύραμβος απέβαλε τον αποκλειστικό χαρακτήρα της λατρείας του Διόνυσου και αντλούσε υποθέσεις και από άλλους μύθους αναφερόμενους σε ήρωες.
2) Εννοείται ο κήρυκας.
3) Η χλαμύδα ήταν ιμάτιο που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι στρατιώτες, οι έφηβοι και οι ιππείς και το οποίο οι άλλοι ΄Ελληνες το πήραν από τη Θεσσαλία.
Αρκετά κοντό, στηριζόταν με μία αγκράφα επάνω στον ώμο και με τον άνεμο φούσκωνε πίσω από τον ιππέα ‒ στιγμή που έχει αποδοθεί αριστουργηματικά
στη ζωφόρο του Παρθενώνα.
4) Στη Λήμνο υπήρχε ένα ηφαίστειο στο βουνό Μόσυχλος ‒ σβησμένο σήμερα ‒ και με τις φωτιές που πετάγονταν μέσα από αυτό συνδεόταν ο θεός ΄Ηφαιστος. Σύμφωνα με τον μύθο, εκεί υπήρχε το υπόγειο εργαστήρι του θεού. Αργότερα μετατόπισαν το εργαστήρι του σε μία από τις Λιπάρες νήσους βόρεια της Σικελίας.