της Ματθίλδης
Δεν θυμάμαι πώς ήμουνα τότε, σ’ εκείνη την ηλικία που δεν έχει συμπληρώσει ακόμα κάποιος ούτε τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του. Πρέπει να είμαι πολύ τεμπέλης για να σκεφτώ. Προτιμώ την αδράνεια, την αργία και ας έλεγαν οι αρχαίοι ημών πως ήτο μήτηρ πάσης κακίας. Σαν ο άνθρωπος να είναι φτιαγμένος μόνο για να δουλεύει. Η εργασία δεν απελευθερώνει, σκοτώνει, όπως σκότωσε σχεδόν όλους όσους ήταν κλεισμένοι σε στρατόπεδα θανάτου, ενώ η επιγραφή στην κύρια είσοδο έγραφε Arbeit Macht Frei (η εργασία απελευθερώνει). Και παρά την περιώνυμη φράση του Αντόρνο, ”μετά το Άουσβιτς δεν γράφονται ποιήματα”, γράφτηκε η Φούγκα θανάτου από τον Πάουλ Τσέλαν όπως πολύ πριν είχε γραφτεί το Άσμα Ασμάτων από τον Σολομώντα, γιατί πάντα γράφονταν ποιήματα που υμνούσαν τον έρωτα και το θάνατο.
Είναι όμορφα τα μάγουλά σου ανάμεσα στα σκουλαρίκια
κι ο λαιμός σου στα γιορντάνια
(…)
Όμορφη που είσαι, αγαπημένη,
όμορφη που είσαι
(Ιδού ει καλή, η πλησίον μου,
ιδού ει καλή, οφθαλμοί σου περιστεραί
(…)
Ως κρίνων εν μέσω ακανθών,
ούτως η πλησίον μου ανά μέσον των θυγατέρων.
Τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα / τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις σκάβουμε τάφο στους αιθέρες / εκεί που δεν θα ‘ναι στριμωχτά. Εδώ ο ποιητής έκανε λάθος, στριμώχθηκαν πολλοί εκεί πάνω αφού κάποιος είχε βάλει σκοπό να τους στείλει εκεί, όλους μαζί, για να μην είναι μόνοι τους.
Δεν θυμάμαι λοιπόν πως ήμουν στα δεκαοκτώ. Αντίθετα αυτός θυμάται: Ήμην φτωχόν βοσκόπουλον (…) δεκαοκτώ ετών, και δεν είξευρα ακόμα άλφα. Χωρίς να το ειξεύρω ήμην ευτυχής (…) ήμην ωραίος έφηβος, κι έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τα βρύσεις, κι εγύμναζα το ευλύγιστον, ψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Ημιαυτοβιογραφικό το ”Όνειρο στο Κύμα” του Παπαδιαμάντη σε πρώτο πρόσωπο και έπειτα αυτός στο κελί του, αυτοφυλακισμένος, χωρίς τίποτα το περιττό σ’ ένα χώρο μικρό, στενό, άβολο, περίπου τίποτα επί περίπου τίποτα, αλλά αυτόν δεν τον ένοιαζε. Πού να καταλάβεις εσύ μικρή μου. Ούτε καν θα ‘πρεπε. Το κρεβάτι του είχε στρώμα σκληρό, το μπράτσο του ήταν τριχωτό, το πρόσωπό του γεμάτο γένια. Ένα σκυλί αλυχτούσε και ο γκιώνης νόμιζες πως είχε κουρδιστεί για να βγάζει εκείνη την περίεργα λυγμική φωνή. Δυσοίωνο πουλί έλεγε η μητέρα μου. Δυσοίωνο πουλί. Καταλαβαίνεις μικρή μου; Καταλαβαίνεις; Δεν σου ζητώ να καταβάλεις τον παραμικρό κόπο για να καταλάβεις. Ωστόσο, κάποτε θα ενδιαφερθείς για ένα από τα δύο: την ασκητική ή τις ηδονές και είμαι σίγουρος, ή περίπου, πως ήδη έχεις διαλέξει τις δεύτερες γιατί όπως λέει ο Λάο Τσε: Το απαλότερο πράγμα του κόσμου νικά το σκληρότερο πράγμα στον κόσμο. Το άυλο εισχωρεί στο αδιαχώρητο. Γι’ αυτό γνωρίζω την αξία της απραξίας. Την δίχως λόγια διδαχή και δίχως πράξη εργασία κατανοούν ελάχιστοι: ο Καζιμίρ Μάλεβιτς, ο Λαφάργκ (γαμπρός του Μαρξ), που αναγνωρίζει το Δικαίωμα στην τεμπελιά.
Χθες είδα στον ύπνο μου πολλά κουρασμένα μουλάρια να κουβαλάνε τις βαλίτσες μου στην ανηφόρα. Χίλια πρόβατα να βόσκουν στο σκιερό λειμώνα και ενώ η ταυρομαχία κόντευε να τελειώσει με νικητή τον ταυρομάχο αυτός είδε τα κέρατα μπροστά του, αλλά ήταν αργά, χώθηκαν στην κοιλιά του και ο φίλος του, ο ποιητής τον έκλαψε, τον θρήνησε, στις πέντε η ώρα το απόγευμα, τότε που βραδιάζει και τα σούρ(ου)πα θα τα βλέπει ο Σκαρίμπας και θα γράφει εκείνο το γράμμα που θα ‘στελνε λέει στην αγαπημένη του και ας μην το ‘στειλε και θα ‘θελε εκείνη να κάμει πως το ‘λάβε και να το διάβαζε, ενώ δεν είχε τίποτα μπροστά της, όπως διαβάζει ο αέρας την παντιέρα που παφλάζει εξαιτίας του, όπως διαβάζει ο κεραυνός το δέντρο που θα χτυπήσει, όπως εγώ διαβάζω τα μάτια σου, διαβάζω στα μάτια σου και πνίγομαι στα δάκρυά σου. Ίσως και εγώ να ήμουν ευτυχής στα δεκαοκτώ όταν κολυμπούσα πριν ολοκληρώσω την ανάγνωση του ονείρου του, πριν έρθει εκείνο το κύμα και με σκεπάσει όπως σκέπασε το αίμα του, τον ταυρομάχο Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας. Και ο ποιητής τον πήρε στην αγκαλιά του, τον χάιδεψε τρυφερά και ο πόνος του μαλάκωσε, έγινε λιγότερο αβάσταχτος όπως ο έρωτάς μου διασκορπίζεται γύρω από σένα στο δωμάτιο που είμαστε μαζί. Είδα και τρεις φοράδες να ανεβαίνουν το λόφο τρέχοντας χωρίς να ασθμαίνουν καθόλου. Ήταν τόσο ελεύθερες που τρύπαγαν τα κύματα του αέρα όπως του άξιζε γιατί τις εμπόδιζε να τρέξουν και να φθάσουν στην κορυφή να συναντήσουν τον Προμηθέα Δεσμώτη και ύστερα να ροβολήσουν στην πλαγιά επιστρέφοντας και να πέσουν πάνω στον Σίσυφο που έσπρωχνε την πέτρα του και την σκληρή του μοίρα. Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα, ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει και οι μαστρωποί ποιητές έφτυναν ποιήματα που ντρέπονταν που φανερώθηκαν και κρύφτηκαν στους θάμνους. Κάθε θάμνος είχε τουλάχιστον δέκα ποιήματα ανάμεσα στα τραχιά κλαδιά του.
Όποιος δεν μπορεί να πει τη γη, γη, τον αώνα αιώνα προαιώνιο, όποιος δεν μπορεί να δει το μετά, όποιος δεν βλέπει την έξοδο του απορροφητήρα, όποιος δεν ξέρει που μας οδηγεί ο ακαθοδήγητος καθοδηγητής, είναι καιρός να αλλάξει ρότα-αλλιώς χαμένος θα πάει-μόνο όποιος έχει λιώσει τα παπούτσια του στις στράτες, μόνο αυτός ξέρει πως είχε πάντα τη γη-που οι άλλοι δεν μπορούν να προφέρουν-στις σόλες των παπουτσιών του αποκάτω(…)
Των σολών μας το πάτι.
Μόνος μου μέσα στην κάμαρη, μονολογεί ο Πεντζίκης, ένα εβραϊκό σπίτι, όχι πολύ μακριά από τη θάλασσα το συναντώ ερευνώντας στην μνήμη μου, ίσως γιατί κάθε μέρα, πηγαίνοντας στη δουλειά, περνώ από μπροστά με το τραμ ή το λεωφορείο. Εκεί είναι η κάμαρη όπου πρωτόδα το φως. Το σκέφτομαι. Αλλά η μητέρα μου που ‘ναι σε θέση να ξέρει καλύτερα με διαψεύδει. Γεννήθηκα λέει ημέρα Παρασκευή, όπως ο Ιρλανδός εκείνος που γεννήθηκε Μεγάλη Παρασκευή και πέθανε Χριστούγεννα και δεν κατάφερε να το αλλάξει ούτε τον Γκοντό κατάφερε να δει, αφού δεν ήρθε ποτέ. Ένα κόκκινο σπίτι στην διασταύρωση είχε διασωθεί κατά την πυρκαγιά. Απ’ αυτήν όμως τίποτε δεν διασώζεται στην Αυστραλία που καίγεται μαζί με πάνω από 6.500.000 ζώα που ξεροψήνονται ζωντανά. Ένας φίλος με συμμετρικό όνομα είπε πως θα πεθάνουν κι άλλα.
Εκείνος είπε πως ήταν ερωτευμένος με τη φύση αλλά εκείνος πέθανε το 1911 και η φύση στο μεταξύ υποχώρησε, βυθίστηκε, κάηκε, σκεπάστηκε, τρόμαξε, αλλά ξαναγεννήθηκε. Πόσο προσωρινά άραγε;
Σ’ ένα βελούδινο ρούχο έχεις χωρέσει απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Μαύρο βελούδο. Μπλε βελούδο. Κι ο ουρανός σταχτής όπως τα σταχτιά μαλλιά της Σουλαμίτιδας. Δε θα χρειαστεί πια παπούτσια. Ένα απομεινάρι μέσα σ’ ένα τρένο κλειστό ολόγυρα, σφραγισμένο σαν αυτό που λέγανε πως θα φυγαδεύσει τον Στάλιν-αν η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Μόσχα. Αλλά η Βέρμαχτ ηττήθηκε στο Στάλινγκραντ κι ο Ελυάρ δεν έζησε όλη του τη ζωή με τη γυναίκα που αγαπούσε. Του την έκλεψε ο Νταλί. Ούτε ο Μπρετόν και ο Ελυάρ ξανάγραψαν κάτι παρόμοιο με την Άμωμη Σύλληψη. Αυτή γράφτηκε και απ’ τους δυο τους και θυμίζει δύο εκτελεστές σ’ ένα κονσέρτο που μοιράζονται ένα πιάνο-πιάνο για τέσσερα χέρια. Ο Ελυάρ ανέβηκε στο βουνό και συνάντησε τον Μάρκο Βαφειάδη. Είχε μείνει στο σταλινικό ΚΚΓ, και δεν άκουγε τις κραυγές των εκτελεσμένων, άκουγε μόνο τις απολογίες αθώων μπροστά στον εισαγγελέα Βισίνσκυ, ενώ ο Μαγιακόφσκι για να μην αναγκαστεί να νίψει τα χέρια του συντρίφτηκε στη βάρκα της αγάπης.
Τι κρίμα είπα, οι έρωτες να είναι παροδικοί, η ζωή βαρετή, οι πόρτες μισόκλειστες και το ποτήρι μισοάδειο, το φως λιγοστό, οι βόμβες φονικές.
Ο Τσέλαν πνιγμένος στο Σηκουάνα, ο Τίβερης δεν ποτίζει πια την Τιβεριάδα και κείνος ο πλάνος δεν έζησε πολύ για να μας ξαναπλανέψει.
Όποιος δε μπορεί το βάρος του να σηκώσει, τη ζωή του ν’ αντέξει, την τύχη του να τυφλώσει κι από τα’ άλλο μάτι, τη δικαιοσύνη να δικαιώσει (τη δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τον αιώνα), όποιος ανακατεύει την τράπουλα με τα χαρτιά ταρό, μπορεί και να συναντήσει τρεις θανάτους πάνω στις δύο φορβάδες, του Saint John–Perse που συνεχίζει, με διαλείμματα, με επαναλήψεις τον αγώνα του, επικό, λυρικό, πάντως αγώνα ανάμεσα στον Νου και το Συναίσθημα. Ο Λόγος έτσι και αλλιώς έχει ανυψωθεί σε νόμο, λέει ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ για την Ανάβαση του Saint John Perse.
Αλλά υπάρχει και άλλος αγώνας, ανάμεσα στην Ομορφιά και τη Δύναμη, χωρίς καμιά τους να μπορεί να υπερισχύσει. Ο λόγος του να συμβαδίζει με τη μανία του ήλιου, να υψώνεται με τους ανέμους που φυσούν σε διάφορα ύψη, με τα νερά, με την ξεραΐλα, με την δίψα των ονείρων και την απουσία των προσώπων, με τον πολιτισμό της φύσης, με την εκμηδένιση της σημασίας των προσώπων μπροστά στην μνήμη των τόπων, όπως ισχυρίζεται ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι.
Το ποιητικό εγώ κι ένας τόπος που βρίσκει να σταθεί, αλλά για την ώρα ακόμα είναι μέρα και τα κορίτσια κατουρούσαν παραμερίζοντας το χρωματιστό πανί του φουστανιού τους… Μια μεγάλη αρχή βιαιότητας που η βαρύτητα εμποδίζει να εξαπλωθεί. Ποιος μπορεί να εξυψωθεί εκεί που τ’ άστρα είναι πιο φωτεινά κι η φύση τους πιο αινιγματική…
Μοναξιά!.. Λόχοι άστρων περνάνε στην άκρη του κόσμου προσαρτώντας απ’ τα μαγεριά ένα κατοικίδιο άστρο.
Επάγγελμα πατρός: έμπορος αλαβάστρων κι έπειτα ανακωχή και ο θεός αναλλοίωτος και το δέντρο που αλλάζει και περπατάει προς το μέρος σου από μένανε σταλμένο, νεόπλαστη τηλεόραση, χωροφύλακες τρίζουν τα πόδια τους στην άσφαλτο, πατάνε το χορτάρι που από πράσινο γίνεται ζουμερό και ανακατεύεται με το χώμα και βγάζει ένα τσιριχτό θόρυβο που επιστρέφει στ’ αυτιά τους και τους εξαγριώνει. Εξαχρειωμένοι φαροφύλακες αφήνουν τα πλοία να βουλιάξουν. Οι εσβεσμένοι φάροι δεν αντικαταστάθηκαν, κανείς πια δε δείχνει το μέγεθος του τόπου, που ντρέπεται να κοιτάξει κατάματα τη θάλασσα. Κανείς πια δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του στην κίτρινη πόλη που χαύνα ξαπλώνει στην αριστερή όχθη της Αχερουσίας αντίκρυ στο φεγγάρι που κίτρινο βουλιάζει στα σκοτεινά νερά… Η πόλη κίτρινη, με κράνος σκιάς με τα σώβρακα κοριτσιών στα παράθυρα.
Στο μεγάλο δροσερό θόρυβο της άλλης όχθης, οι σιδεράδες είναι κύριοι της φωτιάς τους.
Στους πολυσύχναστους τόπους είναι οι πιο μεγάλες σιωπές στους βραχίονες σου που μ’ αγκαλιάζουν ο κόσμος βαραίνει ο κόσμος χάνεται στα υψίπεδα και τότε σε κλέβω πριν κλάψεις για την κατάντια των καμένων τόπων.
Όσοι ξαπλώθηκαν γυμνοί στον απέραντο αιώνα /- σηκώνουνται πλήθος πάνω στη γη – σηκώνουνται / πλήθος και κραυγάζουν /πως τούτος ο κόσμος δεν είναι στα συγκαλά του.
Κοιτάζω απ’ την ακρογιαλιά τα δάχτυλά σου να μου γνέφουν,
Νομίζω πως αρνείσαι να αποτραβηχθείς δίχως πρώτα να με νιώσεις,
Πρέπει να βρεθούμε για λίγο μαζί, γδύνομαι, κρύψε με γρήγορα από τα μάτια της στεριάς
Τύλιξέ με απαλά, λίκνισέ με στο κυματιστό σου νανούρισμα
Μούσκεψέ με στο ερωτικό σου ράντισμα, μπορώ να σ’ το ανταποδώσω.
Και ο Γουόλτ Γουίτμαν σ’ αφήνει άφωνο.
Κι ωστόσο
Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη, μια πίκρα μεγάλη,
πίκρα που είν’ άσβηστη και μες στον παράδεισο
των πρώτω μας χρόνω μας κοντά στ’ ακρογιάλι.
Και ο Παλαμάς εννοεί να μας πικράνει κοιτώντας τη λιμνοθάλασσα ρηχή, όχι πλατιά όπως η θάλασσα μέσα μου, όχι μεγάλη όπως ο ωκεανός μέσα σ’ εσένα. Μια θάλασσα μικρή κι η αγάπη σου φαντάζομαι λίγο μεγαλύτερη…
Κοιμήσου απόψε με την καρδιά πικρή (…) Αύριο θα ξεριζώσουμε τους σταυρούς / του θαλασσινού κοιμητηριού, / να σκαλίσουμε βάρκες παιδικές, / να σκαλίσουμε αγάλματα της θάλασσας, / για να γεμίσουμε το σπίτι που ερημώνεται. Άφησέ με νά ‘ρθω μαζί σου.
Η φωνή μου ναυάγησε.
Η κόμη μου μάδησε
τα τελευταία της άνθη.
Μονάχα με λυγμούς
αρθρώνω το άσμα σου.
Μιλάει στην αδερφή του ο Γιάννης Ρίτσος.
Άφησέ με νά ρθω μαζί σου
και η Σονάτα του παίζεται υπό το Σεληνόφως
καθώς ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι κι από πάνω μας από πάνω του το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα, (…)
ακούστε με που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις,-
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα
(…)
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, –
(…)
ο εξαίσιος ίλιγγος
(…)
Ψήνω ένα καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι και ετοιμάζω δυο –
ποιος να τον πιει τον άλλον; –
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο
τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντήλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;
Άφησέ με νά ‘ρθω μαζί σου.
Αλλά αυτός φεύγει και κείνη μένει όπως και το ερειπωμένο σπίτι, ή μήπως παίρνει τους δρόμους χωρίς παπούτσια, ξυπόλυτη με τα ποιήματα και τα μαντήλια διπλωμένα κάτω απ’ τη μασχάλη της…
Ώσπου εμείς όλοι θα πέσουμε να κοιμηθούμε νωρίς, όπως τότε όταν ήταν μαζί μας εκείνος. Το φρούριο αντέχει. Ποιος μπορεί να απειλήσει τα όνειρά μας; Ποιος τα δακτυλικά μας αποτυπώματα θα ταυτίσει με τα δικά μας πάνω στο πόμολο της πόρτας; Αυτό που εκείνη, ή εκείνος λύγισε μέσα στη χούφτα του και η πόρτα άνοιξε διάπλατα και κείνος χάθηκε στο άνοιγμά της σιωπηλά και δεν ξαναγύρισε…
Ούτε τώρα θυμάμαι, πιστέψτε με, αφού πρέπει να ξεχάσω τι πρέπει και δεν πρέπει, τι χθες, προχθές ατενίζοντας την απέναντι όχθη πισωγυρίζω πάνω από δυο βήματα πίσω, ένα χθες, προχθές και αντιπροχθές που με τραβάει στη δίνη του, το δέντρο που με περιμένει να κοιμηθώ στη σκιά του για να ξυπνήσω εκεί και να συνθέσω την ωδή μου σε σένα. Καταλαβαίνεις μικρή μου; Καταλαβαίνεις; Τώρα που όλα αρχίζουν, ή άρχισαν, τραγουδώ! Τραγούδα μαζί μου! Τραγούδα!
Σημείωση:
Οι μεταφράσεις των ποιημάτων που παρατίθενται είναι των:
Γιώργου Σεφέρη, Ιωάννας Αβραμίδου, Τ. Κ. Παπατζώνη, Ελένης και Κατερίνας Ηλιοπούλου