«Να σου πω ένα μυστικό;»
Έτσι συνήθως αρχίζει, εδώ και καμιά- δυο βδομάδες η μέρα μου. Με το που πλησιάζω την κουζίνα πρωί- πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι που λέει ο λόγος, μου κάνει νόημα συνθηματικό με το χέρι να πλησιάσω, πολλές φορές με τραβάει απ’ το μπατζάκι ή απ’ το μανίκι, απ’ όπου βρει, να με φέρει κοντά του. Με κατεβάζει στο ύψος του βιαστικά, αγχωμένα, μην του φύγω, κοιτάει γύρω- τριγύρω μήπως και κάποιος μας βλέπει, μήπως και κάποιος, αόρατος εχθρός ακούει, για να μου πει την ίδια πάντα ατάκα. Το μεσημέρι που γυρνάω το ίδιο σκηνικό. Αυτή τη φορά στο σαλόνι ή όπου αλλού είναι καθισμένος. «Να σου πω ένα μυστικό;» Στην αρχή μού φάνηκε αστείο, σχεδόν κωμικό και δεν του ‘δωσα σημασία. Ε, άμα είναι να ξεσυνερίζεσαι τέτοιες καταστάσεις, κλάφτα Χαράλαμπε! Όσο όμως περνούσαν οι μέρες και εντείνονταν οι… συνωμοτικές «επιθέσεις» τόσο έχανα την ψυχραιμία μου. Και να ‘ταν και τίποτα το σοβαρό! Μόλις έσκυβα ν’ ακούσω (τις πρώτες φορές δηλαδή, γιατί μετά άρχισα ν’ αποφεύγω τεχνηέντως τα τραβήγματα, τα σκουντήματα και τα επίμονα γατίσια «ψψψτ!») με κοίταζε έντονα στα μάτια, κόλλαγε σχεδόν τα χείλη στο αφτί μου και κάτι ψιθύριζε που, όσες φορές και να το επαναλάμβανε, παρέμενε ανήκουστο, ένας υπόκωφος θόρυβος πλεγμένων φωνηέντων και κυρίως συμφώνων που δεν χωρούσε επ’ ουδενί αποκρυπτογράφηση. Αυτό όμως που μ’ εκνεύριζε περισσότερο ήταν το σουφρωμένο, τσαντισμένο του στόμα που εγώ, ως μόνος φταίχτης, δεν καταλάβαινα το ξεκάθαρο, κατ’ αυτόν, νόημα των λεγομένων του. Μου γύριζε τότε το κεφάλι με πίκα, σταύρωνε τα χέρια σε ένδειξη περιφρόνησης και με τη στάση του μου έδειχνε ότι η «ακρόαση» με την Αυτού Εξοχότητά του είχε λάβει τέλος. Δεν επέμενα. Εννοείται! Τώρα τελευταία, μάλιστα, αντί για διακριτικός, έχω γίνει τελείως αδιάκριτος, του παίρνω το χέρι και ξεσφίγγω απ’ το μπράτσο ή το πόδι μου την αδύναμη, είναι αλήθεια, μέγγενή του. Δε χρειάζεται, βέβαια, συχνά καν να μπω στον κόπο. Συνήθως πια απλώς προσποιούμαι πως ούτε τον ακούω, ούτε τον βλέπω όταν προσπαθεί να με καλέσει κοντά του, να με γραπώσει, να με παρασύρει σ’ ένα παιχνίδι που δεν έχει τελειωμό…
«Να σου πω ένα μυστικό;». Να τα μας πάλι! Σήμερα όμως, θες επειδή είναι Κυριακή και έχω λίγο περισσότερο χρόνο, θες επειδή έλαβα καλά μαντάτα απ’ τη δουλειά και αισθανόμουν πιο αλέγρος, τον κοίταξα όταν με ρώτησε. Μάλλον ασυναίσθητα δηλαδή έγινε και κυρίως μετανιωμένα, όχι τόσο για τη μέχρι τότε συμπεριφορά μου, αλλά που μ’ έπιασε στο φιλότιμο και γύρισα έτσι, χωρίς καν να το θέλω ή να το καταλάβω. Και κάτι άλλο, όμως με μαγνήτισε ν’ ανταποκριθώ σ’ αυτήν την χιλιοειπωμένη ερώτηση. Kάτι σαν ένα μικρό θραύσμα απελπισίας στο βλέμμα του, σαν μια ανεπαίσθητη κραυγή πόνου στα χείλη του. Χίλιες μικρές περόνες εκείνη τη στιγμή διαπέρασαν το κορμί μου, απ’ άκρο σ’ άκρο και καρφώθηκαν όλες μαζί στο ίδιο σημείο ταυτόχρονα: στη μνήμη. Αστραπιαία πέρασε μπρος μου η εικόνα του παιδιού που κάποτε ήμουν. Όχι παραπάνω από 8 ή 9. Ζόρικο παιδί, ατίθασο «με μεγάλη φαντασία και ενεργητικότητα» όπως έλεγαν οι δάσκαλοι του δημοτικού για να χρυσώσουν το χάπι στους γονείς μου- γιατί χρυσά ήταν εξάλλου και τα δίδακτρα που πλήρωναν στο «πιο φημισμένο σχολείο της περιφέρειας» όπως συνήθιζε να λέει με στόμφο στις φίλες της η μάνα μου. Ο πατέρας μου, από την άλλη, που δε χάριζε κάστανα σε κανέναν, με κοίταζε με ύφος ημι- απαξιωτικό, ημι- περίλυπο και μου έλεγε, εν είδει συμβουλής «ο κόσμος προχωράει με τα άκρα, όχι με μετριότητες» αν και εγώ δεν καταλάβαινα Χριστό απ’ αυτά που υπονοούσε. Ίσως, μόνο, ότι δεν ήταν ευχαριστημένος (ποτέ) με τους μετριότατους βαθμούς μου. Εκείνος, πάλι, μεγαλοστέλεχος σε εταιρία με δεκαετή ανοδική πορεία δεν αντιπροσώπευε σίγουρα τον μέσο όρο. Ούτε τ’ αδέλφια μου, βέβαια, ήδη τότε φοιτητές στο Πολυτεχνείο, που μόνος τους ρόλος ήταν ν’ αντικατοπτρίζουν εκείνον σαν μια νοσταλγική, ειδυλλιακή εικόνα των νιάτων του. Τον έπαιζαν καλά, πάντως, τον ρόλο τους, αυτό μπορώ να τους το αναγνωρίσω. Τουλάχιστον μέχρι που απαγκιστρώθηκαν απ’ το χάλκινο χαλινάρι του. Ενώ εγώ…
Μια μέρα, από τις σπάνιες φορές που ήμασταν εγώ κι ο πατέρας μου μόνοι στο σπίτι, ίσως για να τον πλησιάσω, ίσως για να τον πειράξω, ίσως πάλι γιατί αισθανόμουν (πολύ) μόνος, πήγα κοντά του. Διάβαζε μια απ’ αυτές τις ακαταλαβίστικες οικονομικές του εφημερίδες με μεγάλη συγκέντρωση. Κρύφτηκα πίσω απ’ τον καναπέ, να τον αιφνιδιάσω. Εκείνος, βέβαια, με κατάλαβε αμέσως και μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο φουρκισμένη απορία. «Να σου πω ένα μυστικό;» πρόλαβα και ψέλλισα πριν το αναμενόμενο, κοφτό του «Όχι». Αυτό το «όχι» όμως, άγνωστο γιατί, δε με πτόησε. Ίσα- ίσα, με τόνωσε περισσότερο. Από τότε και κάθε μέρα, μόλις ερχόταν απ’ τη δουλειά, καιροφυλακτούσα την ώρα και τη στιγμή που θα τον έβρισκα μόνο του, καταδικό μου, για να του θέσω το ίδιο ερώτημα. Κι εκείνος απαντούσε με ολύμπια ψυχραιμία μία και μοναδική λέξη: «όχι». Αυτή όμως ήθελα να πετύχω. Το «όχι» του ήταν η συντροφιά μου όλη μέρα και η ελπίδα μου όλη νύχτα. Ώσπου κάποιο απόγευμα ήρθε και έπνεε μένεα. Κάτι είχε γίνει στη δουλειά, κάτι σημαντικό, που ούτε ήξερα ούτε μ’ ένοιαζε να μάθω. Εγώ έπαιζα ακόμα το παιχνίδι μας, το παιχνίδι μου. Κλείστηκε στο γραφείο του κι όλο τηλεφωνούσε, έγραφε, έσβηνε, έσχιζε χαρτιά. Άνοιξα με προφύλαξη την πόρτα και μπήκα κρυφά. Δε με πήρε χαμπάρι. Απίστευτο! Θα ‘βγαινα εγώ αυτή τη φορά νικητής! Πλησίασα και κούρνιασα κάτω απ’ το γραφείο. Πάλι μιλούσε με κάποιον στο τηλέφωνο. Άγνωστες λέξεις περνούσαν ανύποπτες απ’ τα παιδιάστικα αφτιά μου: κατάρρευση, χρεοκοπία, εισαγγελέας, προφυλάκιση. Κάποια στιγμή το ακουστικό έκλεισε. Η καρδιά μου ήταν να σπάσει. Όχι από φόβο. Από προσμονή. Σηκώθηκα όρθιος και με ενθουσιασμό μεγάλο τού βροντοφώναξα: «Να σου πω ένα μυστικό;». Ο πατέρας μου κέρωσε. Αρχικά δηλαδή. Γιατί μετά… ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Πάνω από μισάωρο θα κράτησε το μαρτύριό μου. Δε θυμάμαι να περιελάμβανε ξύλο, αν και δε θα με πείραζε να τις φάω, καλύτερα αυτό παρά ν’ ακούω τις κατσάδες του για το «στίγμα που αποτελώ στην οικογένεια» και την «ντροπή που νιώθει κάθε φορά που με αντικρίζει» για να καταλήξει στο γνωστό του ρητό «πότε θα μεγαλώσεις επιτέλους εσύ;». Εμένα με πήραν τα κλάματα. Ο πατέρας πάλι, ασυγκίνητος. Δε θυμάμαι εξάλλου να τον είχα δει να κλαίει ή να δείχνει αδυναμία. Ποτέ. Έστρεψε μόνο το βλέμμα και με κοίταξε λοξά, σαν ν’ αναρωτιόταν αν το είχε παρακάνει. Ξεφύσηξε βαρύθυμα και έσκυψε μπροστά μου. «Και ποιο είναι αυτό το μεγάλο μυστικό λοιπόν;» είπε μαλακά, σχεδόν εύθυμα. Άρχισα να κλαίω πιο γοερά. Όχι επειδή ήταν η πρώτη φορά που είχα καταφέρει να πάρω μιαν άλλη απάντηση, αλλά επειδή, μέσα στον παιδικό μου ενθουσιασμό, είχα λησμονήσει το μυστικό μου. Ίσως και να μην είχε υπάρξει ποτέ, εδώ που τα λέμε. Ο πατέρας ξανασηκώθηκε λίαν απογοητευμένος και κουνώντας περιφρονητικά το κεφάλι, επανέλαβε το ίδιο ρητό «Πότε θα μεγαλώσεις επιτέλους εσύ;»
«Να σου πω ένα μυστικό;» Μεγάλωσα πατέρα. Η ίδια όμως ερώτηση με κατατρέχει ακόμα. Έπαψα πια, βέβαια, να είμαι η ντροπή της οικογένειας. Αλλά γιατί αισθάνομαι το ίδιο ντροπιασμένος; Πέτυχα όπως το ήθελες. Έκανα ό,τι ήθελες. Έγινα όποιος με ήθελες. Και να ‘μαι τώρα εδώ, με τόσα φώτα…
«Να σου πω ένα μυστικό;» εξακολούθησε με σπασμένη φωνή. Κοίταξα προς το μέρος του. Τα μάτια του ήταν σχεδόν βουρκωμένα, τα χέρια του, μ’ ένα ελαφρύ τρέμουλο, έψαχναν να βρουν τα δικά μου. Τράβηξα πιο κει την καρέκλα και γονάτισα μπροστά του. Πήρα τις παλάμες του απαλά, σα νεογέννητα περιστέρια. «Να σου πω ένα μυστικό;» επανέλαβε ξεθαρρεμένη ξεθάρρεψε του. Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι και πλησίασα όσο μπορούσα περισσότερο. Ήμουν έτοιμος ν’ ακούσω το κάθε τι, ακόμα κι όσα δεν ακουγόντουσαν. Ακόμα κι όσα δεν μπόρεσα ή δεν ήθελα ν’ ακούσω μέχρι τώρα. Περίμενα υπομονετικά την ζεστή ανάσα του στο λαιμό μου, την ηχώ των υποψιθυριστών λαρυγγισμών του στ’ αφτί μου. Αλλά, τίποτα. Απομακρύνθηκα λίγο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα με το βλέμμα.
«Να σου πω ένα μυστικό…».
«Ακούω.».
Το στόμα άνοιγε χωρίς να βγαίνει μιλιά. Όλα τα λόγια θαρρείς και μαζεύτηκαν δάκρυα στα μάτια.
«Δε θυμάμαι πια» απολογήθηκε τελικά, σαν ύστατη κατάρρευση του παιχνιδιού του.
Πλησίασα κι άλλο. Ακούμπησα τα χείλη μου στα φαγωμένα του μάγουλα. Ύστερα, στ’ αφτί του.
«Να σου πω ένα μυστικό; Ούτε κι εγώ θυμάμαι πια πατέρα».