You are currently viewing Ελένη Κοφτερού: Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ, της Εύας Μαθιουδάκη και του Κωστή Σχιζάκη,  εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2019

Ελένη Κοφτερού: Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ, της Εύας Μαθιουδάκη και του Κωστή Σχιζάκη,  εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2019

Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ Versus ΓΥΝΑΙΚΕΣ, (μια προσέγγιση στο μυθιστόρημα)

Όπως όλοι γνωρίζουμε από την εποχή του Ομήρου, η γυναίκα (η φύση της, ο ρόλος της, η ψυχοσύνθεσή της, η στάση της στον έρωτα) κατέχει εξέχουσα  θέση στη λογοτεχνία. Οι ηρωίδες αυτού του μυθιστορήματος, η μάλλον οι  γυναικείες περσόνες που θα συναντήσει ο αναγνώστης στον Φταίχτη είναι προσωπικότητες που διαθέτουν κάτι από την τραγική ύλη της Μήδειας, την απρόσιτη θλίψη της Μαντάμ Μποβαρύ ή την αδιαπραγμάτευτη υπακοή στη μοίρα της Ιφιγένειας που συναινεί στην θυσία της. Με διάχυτα στοιχεία από την ψυχαναλυτική θεωρία (οιδιπόδειο σύμπλεγμα, απωθημένες επιθυμίες και συναισθηματική παλινδρόμηση, συμπλέγματα κατωτερότητας) η αφήγηση που καταθέτουν οι συγγραφείς αποκτά χαρακτηριστικά τραγικού μύθου.
Όλοι οι χαρακτήρες, οι κεντρικοί ήρωες μα και οι δευτερεύοντες, αυτοί που επηρεάζουν ή σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με τους κεντρικούς ήρωες, αποτυπώνονται με κινηματογραφική ενάργεια, έντονα και παραστατικά με ρεαλιστικό ύφος και αναλυτικές περιγραφές. Οι δημιουργοί σκιαγραφούν   τους χαρακτήρες με τον πιο πειστικό τρόπο. Ο αναγνώστης αφουγκράζεται τις εσωτερικές δονήσεις του ψυχισμού τους. Αγγίζει τα αιχμηρά περιγράμματα από τις εμμονές, τις ανεπάρκειες και τα πάθη τους, οικειώνεται τις ανείπωτες επιθυμίες και συν(αισθάνεται) τις ενοχές τους. Οι ήρωες οδηγούνται στην αστυφιλία, κουβαλώντας τα τραύματα που τους καταδιώκουν από την παιδική τους ηλικία διεκδικώντας μια θέση στην επίπλαστη ευημερία της πρωτεύουσας. Πλάνητες και μόνοι συναντιούνται στην πρωτεύουσα, καταφέρνουν να ανελιχθούν κοινωνικά με ύποπτα μέσα, αδράχνοντας κάθε ευκαιρία που προσέφερε η χούντα σε απολίτικους και αμοραλιστές την εποχή εκείνη.
H ανάγνωση του έργου υπό το πρίσμα του κοινωνικού φύλου επιφυλάσσει ένα διαρκές ξάφνιασμα για τον αναγνώστη, ιδιαίτερα επειδή έχει γραφτεί  από έναν άνδρα και μια γυναίκα, δύο συγγραφείς με αξιόλογο έργο και ποικίλες δημιουργικές δράσεις. Οι συγγραφείς καταφέρνουν με ύφος λιτό και στιβαρό, γραφή ρέουσα και ρεαλιστική (που δεν υπολείπεται όμως σε λυρισμό σε ορισμένα κεφάλαια) να αποδώσουν την εποχή και το αντίκτυπό της  στην κοινωνική θέση των ηρωίδων.
Οι συγγραφείς σκιαγραφούν τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του μέσω της εξωτερικής δράσης τους. Κέντρο είναι ο άνθρωπος, στον οποίο, το βιολογικό φύλο (sex) και το κοινωνικό φύλο (gender) βρίσκονται σε αέναη εσωτερική πάλη.
Το μυθιστόρημα κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη,  αποτυπώνει, με τρόπο δραστικό την οδύνη της ζωής των ηρώων και ηρωίδων σ’ όλο το εύρος της, με τη φθορά και το μεγαλείο της.  Γίνεται εμφανές πως οι γυναίκες ηρωίδες επιθυμούν να συγκρουστούν με την πατριαρχία, αποζητούν την χειραφέτηση αλλά δεν διαθέτουν ούτε το σθένος, ούτε την μόρφωση, ούτε γόνιμο έδαφος για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, οπότε γίνονται έρμαια των αντρών που τις περιβάλλουν, τις χειραγωγούν, τις καταπιέζουν, τις υποτιμούν, τις πληγώνουν. Είναι γυναίκες που διαθέτουν δυνάμεις κρυφές ή φανερές και ενώ περιχαρακώνονται στον δικό τους γυναικείο κόσμο, τον ερμηνεύουν και τον αποδέχονται μέσα από την ανδρική οπτική.

Στο μυθιστόρημα δεν έχουμε σαφείς αναφορές στη χούντα, ωστόσο οι συγγραφείς εισάγουν τον αναγνώστη στο ιστορικό αυτό πλαίσιο μέσω αναφοράς στην αστυφιλία, την αντιπαροχή, τον θεσμό των θυρωρών, τις εκθέσεις των αυτοκινήτων που άρχισαν τότε να αναπτύσσονται. Μα προπάντων το κλίμα αυτό γίνεται αντιληπτό από τις ύποπτες συναλλαγές και κινήσεις που νομιμοποιούνται κατά κάποιο τρόπο χάρη   στις  κατάλληλες γνωριμίες. Οι ενορχηστρωτές  αυτών των ενεργειών,  που πλαισιώνουν τους ήρωες του μυθιστορήματος,  είναι αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, σχεδόν ξεκάθαρα  υποστηρικτές του καθεστώτος. 

Η Ελένη, κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι μεγαλωμένη στην ελληνική ορεινή επαρχία όπου η πατριαρχία καλά κρατεί. Οι συγγραφείς με την τολμηρή εικονοποιία και την ρεαλιστική περιγραφή δίνουν στον αναγνώστη ένα καθαρό ψυχογράφημα της Ελένης έφηβης, της Ελένης κόρης που αναγκάζεται να παντρευτεί χωρίς την θέλησή της, της Ελένης θηλυκού που υπάκουσε στη σεξουαλικότητά της και υποθήκευσε τη ζωή της, της Ελένης μάνας ενός παιδιού που αδυνατεί να αγκαλιάσει, της Ελένης που «θυσιάζει» τα δυο πρώτα παιδιά της για να αφοσιωθεί στα άλλα δυο παιδιά,  τα αστέρια της. Της Ελένης που ωριμάζει και συνειδητοποιεί πως το βασικό ένστικτο είναι η επιβίωση. Η Ελένη είναι το αρχέτυπο της γυναίκας μιας πατριαρχικής κοινωνίας η οποία όμως με τη συγγραφική δεξιοτεχνία της Μαθιουδάκη και του Σχιζάκη έρχεται στις μέρες μας. Το πορτραίτο της ηρωίδας στηρίζεται στο τρίπτυχο κόρη-μάνα-ερωμένη. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται η σχέση (μη τρυφερότητας) με τα αγόρια: «Ηθελε να αγκαλιάσει και τα αγόρια της, μα ήταν σκληρά και άπιαστα για τέτοιου είδους περιπτύξεις, ακόμα και το πιο μικρό, ο Κώστας».

Η δυσλειτουργική μάνα Ελένη δημιουργεί ένα κενό, που δεν αναπληρώνεται με τίποτα. Κι όταν υπάρχει μια πληγή στη σχέση μάνας-γιου δεν επουλώνεται ποτέ.
Ένα απόσπασμα που φωτίζει την θέση της μάνας την αδυναμία της να αντιδράσει και το φοβερό αντίκτυπο που είχε αυτό στον Παναγιώτη τον κεντρικό ήρωα, αυτόν που εντέλει παίρνει επάνω του τον τίλο: Ο φταίχτης» υπάρχει κιόλας στο προοίμιο:

“Μικρός θυμόταν είχε ξυπνήσει ένα βράδυ από βογγητά και βαριές ανάσες. Ξυπόλητος και τρομαγμένος πήγε να δει τι συμβαίνει. Τον αντιλήφθηκε τότε ο πατέρας του και καθώς βρισκόταν πάνω στη μάνα του, καβάλα, πετάχτηκε και του κάθισε δυο σφαλιάρες για να μάθει ο κερατάς ούτε να βλέπει ούτε να ακούει. Κι η μάνα που δυο λέξεις δεν ψέλλισε να αφήσει το παιδί ήσυχο. Ούτε ένα χάδι δεν σηκώθηκε να του δώσει για την αδικία ούτε μια αγκαλιά, ένα φιλί, για την παρηγοριά. Κι ας γύρεψε ένα χέρι να τον σκεπάσει με την κουβέρτα να πάψει να κρυώνει πια στο σώμα και την καρδιά. Είχε παραιτηθεί από καιρό και δεν της ζητούσε τίποτα. Ακόμα και στο φαγητό που μοίραζε με τη βαθιά κουτάλα, το μεζέ της ποτέ της δεν τον χαλάλισε. Πάντα τη φτερούγα, την καμένη γωνιά της πίτας, το χθεσινό υπόλοιπο. Από καιρό είχε πάψει πια να την ακούει. Το ‘χε τότε βάλει σκοπό να την ξεκάνει. Μαύρο αυτή, άσπρο αυτός. Μέρα αυτή, νύχτα ο Παναγιώτης.”

Και σε πολλά άλλα σημεία του μυθιστορήματος γίνεται η αποδόμηση της Αγίας Οικογένειας και φωτίζεται η υποκριτική ηθική των κλειστών κοινωνιών όπου βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί κάθε παθογένεια και ψυχική διαταραχή. Η αφήγηση άλλοτε αναδρομική και άλλοτε πρωθύστερη, ξεδιπλώνει την τοπιογραφία του μυθιστορήματος και την  σκηνογραφία του δίνοντας έμφαση στα μικρά, άψυχα πράγματα, όπως είναι οι κουρτίνες, τα έπιπλα, οι βιτρίνες, οι ταπετσαρίες και άλλα που συνθέτουν την (κακόγουστη) αισθητική της εποχής.

Ο Παναγιώτης ο κεντρικός ήρωας, ο οποίος μισεί τη μάνα του, καταδιώκεται από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, χαρακτηρίζεται από τους συγγραφείς σαν ένα νυχτοπούλι. Ένα τραυματισμένο νυχτοπούλι να βρει το δρόμο και τον τρόπο να ηρεμήσει. Βιασμός στο αναμορφωτήριο που δεν ξεπεράστηκε ποτέ, δύσκολη θητεία στον στρατό τον καταντούν «ένα καλογυμνασμένο τομάρι το κορμί του, αποκαμωμένος κι αυτός, μετέωρος στο πουθενά»

Και πάμε στην Χριστίνα τη δεύτερη ηρωίδα –θύμα του Φταίχτη, μικρή σε ηλικία και μικροσκοπική στο δέμας, άβουλη, φοβισμένη και ανίδεη καθώς ζει αναπνέει και κινείται σε ένα περιβάλλον απόλυτης εξάρτησης από τα αφεντικά της:

«Είχε καθίσει στο ξύλινο παγκάκι να ξαποστάσει αφήνο­ντας στο πλάι τις βαριές σακούλες της μαναβικής. Ευτυ­χώς ο ευκάλυπτος έριχνε πάνω της μια κάποια σκιά και το αεράκι φυσούσε ανάλαφρο. Δεν έπρεπε να χαζολογάει. Πή­γαινε μεσημέρι και αυτή, μέχρι τις δύο ακριβώς, έπρεπε να δροσίσει το καρπούζι στο ψυγείο, να αυγοκόψει προσεχτικά τα κολοκυθάκια που είχε γεμίσει το πρωί με κιμά, να ετοι­μάσει σαλάτα, να ξαρμυρίσει τη φέτα, να στρώσει τραπέζι.  Το στήθος της φούσκωσε και ύστερα πάλι ξεφούσκωσε ξεφυσώντας και αυτή μαζί του. Σήκωσε λίγο την ποδιά μέ­χρι τα γόνατα, τα τέντωσε και ύστερα πάλι τ’ άφησε κάτω σκεπάζοντάς τα με τη φούστα σε σχήμα άλφα.
Παράπονο δεν είχε με τα αφεντικά της, κι ας μην την αφή­νανε να φοράει μίνι. Από μικρή στο σπίτι τους, είχε μάθει να υπακούει και να υπηρετεί. Να τους υπηρετεί. Δεν το έ­κανε όμως με το στανιό. Το χέρι της αγκάλιαζε όλα και ό­λους με μια τρυφεράδα και μια φυσικότητα, με έναν έμφυτο θαυμασμό γι’ αυτά τα τόσο δεδομένα: τα ψηλά ταβάνια, τα ξύλινα πατώματα, τα σκιερά παντζούρια, τη σερβάντα, τις ριγέ καρέκλες της τραπεζαρίας με τη γερή πλάτη και την ντελικάτη κοψιά. Αυτή τίποτα δεν θυμόταν πια από το κυ­κλαδοχώρι της. Μόνο πού και πού τη στάμνα που της έκο­βε τον ώμο, μόνο πού και πού το σωρό τα αμύγδαλα, που καθισμένοι στην αυλή καθαρίζανε τον Σεπτέμβρη.
Όλα με τον καιρό τα ’χε ξεχάσει. Μόνο ο κύριος Κώστας την καλούσε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο γραφείο του να της διαβάσει τις ευχές από την καρτ ποστάλ των γο­νιών και του αδερφού της, για καλή υγεία και υπακοή, δεί­χνοντάς της το βιβλιάριο καταθέσεων του Ταχυδρομικού Τα­μιευτηρίου προσαυξημένο κάθε χρόνο με τους πενιχρούς μι­σθούς της.
Οι μισθοί της και η κασέλα με τα προικιά, που συχνά πυ­κνά αγόραζε η κυρά της για να την καλοπιάνει, όταν της έ­πεφταν βαριές οι δουλειές: τα χαλιά, τα κουλούρια, το σίδε­ρο. Γιατί ήταν μικρή, πολύ μικρή ακόμα η Χριστίνα, ανήλι­κη, και όμως, σήκωνε μόνη της ένα νοικοκυριό, φορτίο βα­ρύ στις λεπτές πλάτες της.»

Χαμηλόφωνη και συγκαταβατική η Χριστίνα ζει σαν ένα λουλουδάκι που φυτρώνει κατά λάθος μέχρι να το ξεριζώσει ο Φταίχτης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αντιδιαμετρικά αντίθετος γυναικείος χαρακτήρας αυτός της χειραφετημένης, ανεξάρτητης, μορφωμένης και δυναμικής Έφης.
Ο χαρακτήρας της Έφης αντικαθρεφτίζεται σε ένα εξαιρετικό ποίημα που υπάρχει στο βιβλίο. Η Έφη αντιπροσωπεύει την μοντέρνα εκδοχή της σύγχρονης γυναίκας που είναι ανεξάρτητη αλλά βαθιά προβληματική. Αγαπά την εικόνα του εαυτού της αλλά όχι τον εαυτό της. Λατρεύει τον έρωτα αλλά δεν είναι σε θέση να αγαπήσει αληθινά δηλαδή να συγκρουστεί με το εγώ της. Όπως θα διαπιστώσετε κι εσείς διαβάζοντας το μυθιστόρημα ο χαρακτήρας της Έφης είναι καταλυτικός για την πλοκή. Η προσωπικότητά της σε συνδυασμό με τη δήθεν φιλελεύθερη νοοτροπία της, την οδηγούν να υποτιμήσει το πρόβλημα του Παναγιώτη.

Σε όλο το μυθιστόρημα κυριαρχεί η αύρα των γυναικών η οποία  διαποτίζεται από τη βαριά οσμή του αίματος, τη διάφανη υγρασία των δακρύων τους, την αδρεναλίνη του φόβου τους μα και τον μυρωμένο ιδρώτα από το τρέμουλο του έρωτα ενώ παράλληλα αντηχούν οι ευωδιές από τα βαριά αρώματά τους ή τα διαφόρων ειδών απορρυπαντικά που χρησιμοποιούν στην καθημερινότητα τους. Ο αναγνώστης σχεδόν οσμίζεται το λιγωτικό μίγμα αυτής της αντίφασης με αποτέλεσμα να διαισθάνεται καλύτερα το ανάγλυφο της ψυχή στους.  

Θα κλείσω την προσέγγισή μου με ένα απόσπασμα από ένα κείμενο της  Μελπομένης Μαραγκίδου που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Vice στις 30 Μαΐου του 2019, με τίτλο, Έμφυλη Βία, Σεξισμός, Πατριαρχία: Το Γλωσσάρι του Φεμινισμού, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ο όρος Γυναικοκτονία (femicide):
Πρόκειται για ανθρωποκτονία γυναικών, από πρόθεση, επειδή είναι γυναίκες. Συνιστά ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας. Διαπράττεται με κίνητρο την άσκηση κοινωνικού ελέγχου στα σώματα, αλλά και τις επιλογές των γυναικών.  Στην ουσία οι γυναικοκτονίες είναι εγκλήματα που στηρίζονται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες πρέπει να είναι υποτελείς στην ανδρική εξουσία, ενώ δυνητικά μπορούν να «τιμωρηθούν» και να «σωφρονιστούν» μέσω της βίας. Δράστης –στην πλειοψηφία των περιπτώσεων– είναι ο (πρώην ή νυν) σύζυγος ή σύντροφος. Συνήθως ο δράστης είχε μακροχρόνια κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στη σύζυγο, που είναι συχνά σε θέση οικονομικής αδυναμίας. Η γυναικοκτονία συνιστά διακριτό αδίκημα που παλιότερα συγκαλύπτονταν πίσω από τον όρο «εγκλήματα τιμής» και αργότερα από τον όρο «εγκλήματα πάθους».

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.