Κόκκινη κλωστή δεμένη/ και στη γάτα τυλιγμένη/ δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει/ το κονσέρτο να μμμιαουρίσει.
Κι έτσι η γατοπαρουσίασή μας αρχίζει, με το κουβάρι της Ντίνας, εκείνης της Αλίκης των θαυμάτων, να ξετυλίγεται ενώ το γατάκι τρέχει ξωπίσω του, το κουτουλάει και το σπρώχνει με τα πατουσάκια του και προσποιείται ότι του ξεφεύγει, παίζει με σκέρτσο και κομψή αγριάδα, μια υπενθύμιση της αθώας βαρβαρότητας της φύσης. Σαν σωστό γατί που είναι. Και το κουβάρι ρολάρει κι η άκρη του μας τραβάει κατακόκκινη στην κουνελότρυπα, μόνο που εμείς, αντί να πέφτουμε σαν την Αλίκη, σκαρφαλώνουμε άκοπα σε ένα γιγάντιο γατόδεντρο που απλώνεται και κεντάει τον ουρανό διάφανες φυλλωσιές. Και εκεί, ανάμεσα στις φρέσκιες πρασινάδες, πάνω από το γήπεδο του κροκέ, πανταχού παρών και κατά βούληση απών, όπως κάποιες δικές μας πλευρές που χάνουμε και ξαναβρίσκουμε αυθαιρέτως, το χαμόγελο της άφοβης γάτας του Τσέσαϊρ που διόλου δεν σκιάζεται μην αποκεφαλιστεί από την Κόκκινη Βασίλισσα, αφού «Δεν γίνεται να πάρεις το κεφάλι κάποιου που δεν έχει σώμα, ε;» Η γάτα αυτή η δασκάλα, όπως όλες οι σωστές οι γάτες, μας λέει, «Αφού δεν ξέρεις πού πηγαίνεις, όποιον δρόμο και να πάρεις εκεί θα βρεθείς. Κι άκου δω για να μαθαίνεις: δεν είναι όλοι οι περιπλανώμενοι χαμένοι. Ούτε βέβαια τρελοί˚ απλώς η πραγματικότητά τους είναι διαφορετική».
Και με τούτα τα λόγια δεν είναι περίεργο που βρισκόμαστε, αίφνης, ανάμεσα στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, όπου συναντάμε τον κόκκινο Γάτο της Χόλι Γκολάιτλι που βγαίνει καμαρωτός, με την ουρά κεραία, μαζί με την κυρά του για να πάρει το Πρόγευμά του στο Τίφανις. Το ανθρώπινο το μυαλό μας υποθέτει ότι ο Γάτος, αντί για τη διαμαντένια τιάρα, θα προτιμούσε η Ώντρεϋ Χέμπορν να είχε βάλει κάτω το πανέμορφο κεφάλι της για να σκεφτεί μια κάποια ονοματοθεσία. Γιατί ποιος θέλει να πορεύεται ανώνυμος πάνω σ’ αυτή τη γη; Νά όμως που ο Γάτος της Χόλι, σαν σωστός γάτος κι αυτός, διάρα δεν δίνει για τις δικές μας τυπικούρες, και παραμένει έξοχος και θαλερός κοκκινοτρίχης. Σαν τον άλλον τον βαρβάτο ομόχρωμό του, τον Γκάρφιλντ, που λιγουρεύεται πίτσα και λαζάνια ανάμεσα σε ατέλειωτα χουζούρια.
Κάπου εκεί κοντά, στο νοικοκυρεμένο σπίτι της γιαγιάς με την ξεκάθαρη εικονογραφία των καρτούνς, βρίσκουμε και τον Σιλβέστερ, σε χρώματα λούζερ ταξίντο, να κυνηγάει με αγριεμένη απελπισία τον διαρκώς διαφεύγοντα Τουίτι, που τιτιβίζει τσεβδά και αφ’ υψηλού, φυσικά, «I tink I taw a puttytat”. Και λίγο παραπέρα, ο Τομ αφρίζει απ’ το κακό του ακονίζοντας τα νύχια του ενώ κυνηγά τον πολυμήχανο Τζέρι με τσεκούρια και σφυριά, εκρηκτικά και ποντικοπαγίδες, υπό εξαίσιες μουσικές υποκρούσεις τζαζ, κλασικής, ποπ, καθώς και ειδικών ηχητικών εφέ που υπογραμμίζουν τους άρρηκτους δεσμούς εχθροφιλίας τους.
Ραγδαία αλλαγή σκηνικού, και κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο του Μεξικού μια μαύρη γάτα ξαπλώνει αισθησιακά πάνω στο πλούσιο λουστρινένιο φρύδι της Φρίντα και, σαν σωστή γάτα κι αυτή, κάνει όποτε της γουστάρει παρέα με το μαϊμουδάκι και το μικρό ελάφι της κυράς της. Σε γενικές γραμμές όμως, την αράζει στα τσάκρα του τρίτου ματιού και της κορυφής του κεφαλιού της Φρίντα, ενώ προσπαθεί, πάσει θυσία, να αποφύγει τον Ντιέγκο, γιατί, σαν σωστή γάτα, ασφαλώς, διακρίνεται για το λεπτό της γούστο και βαστιέται μακριά από ευτραφείς ερωτιδείς εικαστικούς.
Συνειρμικά και μάλλον αλλοπρόσαλλα βρισκόμαστε σε σπίτι σκοτεινό και άραχλο, όπου ο Πλούτωνας, Ο Μαύρος Γάτος του Έντγκαρ Άλαν Πόε, συγκεντρώνει πάνω του το ανθρώπινο ψυχικό έρεβος, το έγκλημα και την αυτοκαταστροφή, ενσαρκώνοντας τις τύψεις που αποτυπώνονται ανεξίτηλα πάνω στον τοίχο του καμένου σπιτιού. Ο Έντγκαρ μας αφηγείται τα ανεξήγητα, προετοιμαζόμενος άριστα για τον κάτω κόσμο, όπως υποδηλώνει άλλωστε με την ονομασία του γάτου του.
Κι έλα τώρα που στο σημείο αυτό εμείς επιλέγουμε να εκτοξευθούμε στην πυκνή ζούγκλα του Μόγλη για να αποθαυμάσουμε σαγηνεμένοι τον μαύρο πάνθηρα Μπαγκίρα, που αποκαλύπτει, στον Μόγλη μόνο και σε εμάς τους τυχερούς, ότι γεννήθηκε με αλυσίδα και περιλαίμιο, σκλάβος πίσω από τα κάγκελα της ανθρώπινης κυριαρχίας. Τώρα, ελεύθερος πλέον, δυνατός και περήφανος, η ενσάρκωση της επανεπινόνησης του εαυτού, ο Μπαγκίρα γίνεται μέντορας και ο καλύτερος φίλος του μικρού ορφανού του Κίπλινγκ, και του μαθαίνει τις ιερές λέξεις που θα πει όταν χρειαστεί τη βοήθειά του. Και κυρίως του μαθαίνει τη σημασία και την αξία της ελευθερίας. Και έτσι, όταν έρχεται η ώρα της ωριμότητας για τον Μόγλη, ο Μπαγκίρα τον ξεπροβοδίζει δίνοντάς του ακόμα ένα μάθημα – όπως άλλωστε όλες οι σωστές οι γάτες. Και, αποδεικνύοντας ότι μπορεί κανείς να αγαπά χωρίς να εξουσιάζει, τον αποχαιρετά συγκινημένος με τα λόγια, «Να θυμάσαι ότι ο Μπαγκίρα σ’ αγάπησε…»
Εμείς πάλι αγαπάμε και τις αλλαγές σκηνικού και, για το λόγο αυτό, ζητάμε τη βοήθεια του Μπεγκεμότ. Ο τεράστιος μαύρος γάτος του Διαβόλου του Μπουλγκάκοφ στον Μαιτρ και την Μαργαρίτα, πολλά μπορεί να κάνει, κι ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η χρονομεταφορά μας στη Μόσχα του 1930, όπου ο συγγραφέας τον τοποθετεί ανάμεσα στη μοσχοβίτικη υψηλή διανόηση της εποχής, για να αναπτύξει εμβριθείς συζητήσεις περί λογοτεχνίας, ιστορίας, πολιτικής και θρησκείας. Και βέβαια πώς θα μπορούσε ο Μπεγκεμότ να μην σχολιάζει με ανθρώπινη λαλιά, αποθεώνοντας με τραγικό χιούμορ την ανοησία, τη φιλαυτία, το ναρκισσισμό, τη ρηχότητα της ανθρώπινης φύσης.
Κάτι να μας αναπτερώσει επειγόντως και Οι Φτερόγατες της Ούρσουλα ΛεΓκεν που είναι βεβαίως άγγελοι, όπως όλες οι σωστές οι γάτες, μας παίρνουν και μας σηκώνουν απαλά με τα φτερά τους και με την υπέροχη, καθησυχαστική εικονογράφηση του D. Schindler, για να μας εναποθέσουν σε ένα άλλο σύμπαν, φωτεινό, τούτη τη φορά, και τρυφερά συμβιωτικό.
Εδώ που είμαστε και, σε πνεύμα ντιπ αγγλοσαξονικό, νά και οι γάτες του Τόμας Στερνς Έλιοτ, με το ανησυχαστικό χιούμορ της εικονογράφησης του Edward Gorey, κατά το Βάφτισμά τους στο Εγχειρίδιο Πρακτικής Γατικής, που με κεφάτη έμπνευση μας έχει μεταφέρει η Παυλίνα Παμπούδη.
«Το να βαφτίζεις τα γατιά έχει μια δυσκολία…./ Δεν είναι επιπόλαιη κι ανάλαφρη ασχολία/ Καθόλου δεν τρελάθηκα, και δεν το λέω αστεία:/ Κάθε μια Γάτα, ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ!/ Ένα, να τη φωνάζουμε στην οικογένειά της/ Ας πούμε Βίκτωρ, Αύγουστος, Τζωρτζίνα, Ιπποκράτης/ Ας πούμε Μέρλιν, Τζόναθαν, Αλόνζο, Μανταλένα/ Καθημερινά ονόματα, καλά συνηθισμένα./ Να βρείτε ωραιότερα υπάρχουν ευκαιρίες/ Ονόματα για τζέντλεμεν και άλλα για κυρίες/ Ας πούμε, Πλάτων, Άδμητος, Ηλέκτρα, Ευρυάλη/ Μα όλα αυτά είναι κοινά, και θα τα έχουν κι άλλοι./ Μια Γάτα όμως, να ξέρετε, θέλει και το δικό της/ Το δεύτερο το όνομα το αποκλειστικό της!/ Για να μπορεί αφ’ υψηλού τον κόσμο να κοιτάει/ Και την ουρά της πάντοτε ψηλά να την κρατάει./ Πρέπει να είναι όνομα μονάχα για μια Γάτα:/ Χουρχούρης, για παράδειγμα, Γλείψος, Χνουδοπατάτα/ Κι άλλα πολλά τέτοιας λογής μπορώ να αναφέρω:/ Μπομπαλουρίνα, Πιρπιρής, Φρουφρού, Τρελοκαμπέρω./ Πέρα όμως απ’ αυτά τα δυο, υπάρχει κι ένα άλλο/ Τ’ όνομα το μοναδικό, το τρίτο, το μεγάλο:/ Το όνομα το μυστικό, ΠΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ/ Και Γάτα σ’ άνθρωπο μπροστά ποτέ δεν αναφέρει./ Όταν σε διαλογισμό λοιπόν μια Γάτα δείτε/ Πάντα ο λόγος ειν’ αυτός, και να το θυμηθείτε:/ Σ’ απύθμενους συλλογισμούς βρίσκεται βυθισμένη/ Για τ’ όνομα το άρρητο/ Το αρρητορητονιάρρρητο/ Το όνομά της το κρυφό σκέπτεται μαγεμένη».
Και βέβαια, αφού μιλάμε για γάτες, πώς να παραλείψουμε τον κορυφαίο των γατόφιλων Μαρκ Τουαίην, ο οποίος ομολογεί ευθαρσώς την αμαρτία του, «Για όποιον αγαπάει τις γάτες είμαι φίλος κι αδερφός, χωρίς περαιτέρω συστάσεις». Πάνω από τριάντα ήταν οι γάτες της ζωής του Τουαίην και, ως ο ευφυέστερος των ατακαδόρων, ο συγγραφέας επινοούσε εύστοχα παρατσούκλια για τα τυχερά αιλουροειδή του, διατεινόμενος μάλιστα ότι πολλά από αυτά επιλέχθηκαν για να εξασκούνται τα παιδιά στη σωστή προφορά. Γλιστερός Σαλ, Μπάφαλο Μπιλ, Σατανάς (αυτόν ο συγγραφέας τον βρήκε στη διαδρομή του προς την εκκλησία) ωστόσο διαπιστώνοντας ότι αυτός ήταν αυτή, δηλαδή γάτα θηλυκή, μετονόμασε το ζωντανό σε Αμαρτία. Λιμός και Καταποντισμός – συνεχίζουμε – Φροϋλάιν, Τζερμάνια, Βαβυλωνία, Ξινισμένο Κουρκούτι, Απολινάρις, Ζωροάστρης, Βλακέντιος, Λινάτσα, Στάχτη και Μπούλμπερη, Μπιλιάρδος (αυτόν τον τελευταίο τον έχωνε σαν διπλωμένη κάλτσα στην τσέπη του παλτού του, για να τον αμολήσει αργότερα να παίξει με τις μπάλες του μπιλιάρδου).
Τελευταίο, αλλά προς Θεού, όχι έσχατο, αφήσαμε τον Μπουκόφσκι με την Ιστορία του σκληρού μπαγάσα του (βλ. στο περσινό γατο-αφιέρωμα του περιοδικού μας, Η ιστορία του σκληρού μπαγάσα, σε δική μου μτφρ). Στη χώρα τούτη των γατών, ο κατατσακισμένος και αλλήθωρος γάτος του Τσαρλς κυριαρχεί, αποτελεί σύμβολο στον γατόκοσμο, αλλά και στο σύμπαν των δόλιων των ανθρώπων – δεν θα το κρύψουμε βεβαίως – έμβλημα, λέμε, αντοχής κι επιμονής στην επιλογής της ζωής, και δη της ευζωίας. Ενσάρκωση της αλήτικης αριστοκρατίας. Όπως κάθε σωστή γάτα.