Στ. 275-2983
Στο μεταξύ ο ΄Ερωτας μέσ’ απ’ το φωτεινό αέρα κατέφθασε αόρατος
σκορπώντας γύρω ταραχή, όπως ο οίστρος
που ανάμεσα στις νεαρές τού κοπαδιού δαμάλες πέφτει,
αυτός που οι βοσκοί βοϊδόμυγα τον λένε.
Αμέσως στον προθάλαμο, ’κει κάτω από τ’ ανώφλι,
το τόξο του το τέντωσε
και ένα βέλος τράβηξε απ΄ τη φαρέτρα μέσα,
βέλος που προηγούμενα ποτέ δεν είχε ξαναρίξει
και που πολλούς έμελλε να γεννήσει στεναγμούς.
Τούτος, λοιπόν, περνώντας το κατώφλι,
προχώρησε με γρήγορους βηματισμούς
χωρίς κανείς να τον προσέξει,
διαπεραστικές ρίχνοντας γύρω του ματιές.
Στου γιου του Αίσονα4 τα πόδια κουλουριασμένος ζάρωσε,
την άκρη έβαλε του βέλους στη μέση της χορδής
και με τα δυο του χέρια ανοιχτά ολόισια πάνω στη Μήδεια έριξε.
Της κόπηκε εκείνης η λαλιά, της κόπηκε η ανάσα.
Κι αυτός, γελώντας δυνατά, από το ψηλοτάβανο παλάτι
γύρισε πίσω με ορμή, ενώ το βέλος μες στην κόρη,
βαθιά μες στην καρδούλα της καιγόταν όμοια φλόγα.
Αντικριστά στο γιο του Αίσονα
τ’ αστραφτερό της βλέμμα επάνω του το κάρφωνε συνέχεια,
και μες στα στήθη της απ’ τον καημό παράδερνε το λογικό της
κι ούτε και καμιά σκέψη άλλη έκανε,
μα μια γλυκιά μελαγχολία μες στην ψυχή της στάλαζε.
Όπως μία γυναίκα που απ’ τα δυο της χέρια ζει
βάνει κλαδάκια σωριαστά τριγύρω στο δαυλό
της άγριας της φωτιάς,
για να μπορεί να δώσει φως στο σπιτικό της μες στη νύχτα
σαν γρήγορα από τον ύπνο πεταχτεί
– βλέπεις, έχει φροντίδα να δουλεύει το μαλλί –
και τότε φλόγα δυνατή απ’ το μικρό δαυλό αναπηδάει
και στάχτη τα κλαδάκια τα κάνει όλα μαζί,
έτσι στα τρίσβαθα χωμένος της καρδιάς της
ο καταστροφικός ο έρωτας έκαιγε σαν φωτιά κρυφά,
και τ’ απαλά της μάγουλα τη μια στιγμή χλωμιάζανε,
την άλλη κοκκινίζαν, μέσα στη χαύνωση του νου.
Στ. 956-9725
Aλλά δεν πέρασε ώρα πολλή και μέσα στη λαχτάρα της
παρουσιάστηκε εκείνος.
΄Ηταν σαν πάνω απ’ τον Ωκεανό ψηλά ν’ ανέβαινε ο Σείριος,6
που ανατέλλει όμορφος κι ολόλαμπρος σαν τον κοιτάς,
μα ανεκλάλητο κακό φέρνει για τα κοπάδια.
Έτσι στην όψη όμορφος τη ζύγωσε του Αίσονα ο γιος,
όμως με το που φάνηκε, τα πάθη ξύπνησε τα μισητά.
Από τα στήθη της, της έφυγε η καρδιά, στα μάτια απλώθηκε αχλή
και κοκκινίλα σκέπασε τα μάγουλα θερμή· τα γόνατά της
μήτε για πίσω είχε δύναμη μήτε για μπρος να τα σηκώσει,
και καρφωμένα έμειναν τα πόδια της στη γη.
Στο μεταξύ οι θεραπαινίδες της, όλες τραβήχτηκαν μακριά τους.
Αμίλητοι λοιπόν σταθήκαν και βουβοί,
ο ένας αντικρύ στον άλλον, ίδιοι βαλανιδιές
ή έλατα ψηλά που ριζωμένα στα βουνά στέκουνε πλάι-πλάι
μέσα στη νηνεμία ήσυχα,
όμως σε λίγο η ριπή τ’ ανέμου τα κινεί
και τότε βουητό ατέλειωτο σηκώνουν.
΄Ετσι κι αυτοί πολλά να πούνε έμελλαν
από του ΄Ερωτα σπρωγμένοι την πνοή.
1) Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ήταν επικός ποιητής των ελληνιστικών χρόνων ( 295-215 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και έγινε Διευθυντής της Βιβλιοθήκης της. Το έργο που τον έκανε γνωστό και το οποίο σώζεται ακέραιο είναι το έπος Ἀργοναυτικά. Επειδή στην πρώτη ανάγνωσή του το επικό ποίημα έτυχε αρνητικής υποδοχής, ο Απολλώνιος έφυγε στη Ρόδο, όπου εγκαταστάθηκε για άγνωστο διάστημα, γι’ αυτό πήρε την επωνυμία Ρόδιος. Τα Αργοναυτικά, για τα οποία έχουμε μιλήσει και στο κείμενό μας της 21ης Ιουνίου 2018 με τον τίτλο « Οι γητειές της Μήδειας», αφηγούνται την αργοναυτική εκστρατεία με επίκεντρο τον σφοδρό έρωτα της κόρης του βασιλιά της Κολχίδας, της Μήδειας, για τον Ιάσονα.
Τα δύο αποσπάσματα που παραθέτουμε προέρχονται από το τρίτο βιβλίο του έπους, όπου απεικονίζεται το ερωτικό πάθος της Μήδειας με μοναδικής ομορφιάς περιγραφές της ανέλιξης αυτού του πάθους, περιγραφές που εξασφάλισαν στα Αργοναυτικά μιαν εξέχουσα θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία.
2) Από το βιβλίο της μεταφράστριας Μούσας ΄Αγγιγμα, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2013.
3)Στο απόσπασμα αυτό περιγράφεται το λάβωμα της Μήδειας από τον σκανταλιάρη θεό, τον μικρό ΄Ερωτα, στην πρώτη συνάντηση του Ιάσονα με τη βασιλική οικογένεια των Κόχλων στις πύλες των ανακτόρων.
4) Ο Ιάσων ήταν γιος τού Αίσονα.
5)Στο δεύτερο απόσπασμα ο Απολλώνιος εικονογραφεί τη συνάντηση, πρόσωπο με πρόσωπο, της ερωτευμένης Μήδειας με τον Ιάσονα με δική της πρωτοβουλία.
6) Ο Σείριος ή Κύων είναι ο μεγαλύτερος απλανής αστέρας, η επιτολή του οποίου συμπίπτει με την πιο ζεστή εποχή του χρόνου ( 20 Ιουλίου – 20 Αυγούστου), εξού τα κυνικά καύματα του θέρους.