Στο βλέμμα τους το έβλεπα. Το έβλεπα στο βλέμμα τους. Πως θεωρούσαν μάταιη την ηδονή, μάταιη την νίκη, μάταιη και την ήττα. Μάταιες και όλες οι ουλές στο κορμί τους και μόνο μια μικρή παραχώρηση τόσο επιπόλαιη, στην ματαιότητα της ύπαρξης τους, το χάδι στην ραχοκοκαλιά τους, με την συνοδεία μιας ηχητικής απόδειξης.
Το είδα, όταν για μέρες χωρίς τροφή, χωρίς νερό, με τα πλευρά να συρρικνώνονται στο κυνήγι μιας μάταιης ανακάλυψης, μια νίκης επί της ήττας. Σαν το σκόρο που τρυπάει το ύφασμα από το φόρεμα της γιαγιάς, που κάποτε το φορούσες και εσύ ακέραιο και τώρα το κρατάς μνημείο ενός τέλους, έτσι έμοιαζε το σώμα του.
Με κουνιστή νεανική, όλο νεύρο ουρά, έφευγε και ξαναγύριζε αποζητώντας την θαλπωρή, τόσο άγνωστη για ένα γάτο της φύσης, το χάδι και την αγκαλιά, το βούλιαγμα της μουσούδας του στο στέρνο. Εκεί στο σημείο της καρδιάς, ν’ ακούει τους χτύπους. Οι μυρωδιές του σπιτιού και των κορμιών, το απαλό των σεντονιών, ο ρυθμός των γευμάτων, όλα τον συγκινούν και δεν συγκρίνονται με την καθημερινή του ζωή, την ελεύθερη, την ζωώδη έξω στην φύση. Αποζητά την νύχτα, αλλά με συντροφιά το σώμα του ανθρώπου αυτής της παράξενης γάτας, που δεν γρατζουνά, δεν δαγκώνει, δεν του επιτίθεται. Φαντασιώνεται πως η γάτα αυτή, είναι γάτα σαν και αυτόν και την κοιτά με εκείνο το σκοτεινό χωρίς έκφραση βλέμμα του γάτου-μια παγερή αστραπή- μ’ ένα μόνιμο ερωτηματικό, μια πικρή αμφιβολία. Την θέλει, την παράξενη μεγαλόσωμη χωρίς τρίχες σαν τις δικές του, αυτήν την γάτα, την θέλει δική του, κατά δική του, να μοιράζεται τις δυο ζωές της, μαζί του, την ανθρώπινη και την γατίσια και να επαναλαμβάνεται εσαεί αυτή η αυταπάτη.