Ξαφνιάστηκα μόλις άνοιξα το παράθυρο, κι αμέσως ένιωσα ένα τσίμπημα στο στήθος, καθώς δεν τον είδα στη γνωστή θέση στο παγκάκι. Ήμουν έτοιμη να κατεβώ με το τσάι, αλλά είδα μόνο ένα μπόγο σκεπασμένο με το καφτάνι του. Έμεινα να παρακολουθώ λίγα λεπτά, όταν είδα το μπόγο να σαλεύει και να κινείται ρυθμικά πάνω-κάτω. Ήταν λοιπόν ο ίδιος ο Ιγκόρ, ένα κουβάρι με τα πόδια πάνω στο παγκάκι ανακούρκουδα, το κεφάλι στα γόνατα και τα χέρια δεμένα γύρω τους. Μα τι κάνει; Φαίνεται να κλαίει.
Τον βάφτισα Ιγκόρ απ’ την πρώτη στιγμή που τον εντόπισα εκεί, γιατί ήταν σαν αρχαίος ρώσος πρίγκιπας: ψηλός με πολύ ελαφρά κύφωση, καφτάνι, μπότες και μακρύ μαλλί που το υπέθετες ξανθό στη νιότη. Ήταν ήδη προχωρημένος Οκτώβρης, αλλά με ωραίο καιρό. Αργότερα, όταν πια είχαμε γνωριστεί κι από κοντά, επιβεβαιώθηκα, γιατί φόρεσε και την ουσάνκα του. Άλλο τώρα αν μου συστήθηκε ως Γιωργής («πρόσεξε, όχι Γεώργιος, ούτε Γιώργος, Γιωργής» μου τόνισε), εγώ όμως για δική μου χρήση κράτησα το αρχικό Ιγκόρ.
Το παγκάκι είναι ένα μέρος μόνο της συνολικής θέας που έχω από το παράθυρο της κουζίνας, αλλά συγκεντρώνει όλο μου το ενδιαφέρον. Η ευρύτερη εικόνα είναι το μικρό και δροσερό, αφού τις περισσότερες ώρες της μέρας είναι ανήλιο, λόγω των πολυκατοικιών που το περιβάλλουν, πάρκο της Εύας. Της Εύας, λόγω του μικρού κομψού αγάλματος που το βανδάλισαν πολλές φορές και στο τέλος το εγκατέστησαν στην πίσω μεριά του πάρκου.
Από τότε που εγκαταστάθηκα στο διαμέρισμα του τρίτου, η θέα που μου πρόσφερε το παράθυρο της κουζίνας ήταν ο κινηματογράφος μου με τις πολλές όψεις, τις εικόνες και τα χρώματα του πάρκου στη διάρκεια της μέρας και των εποχών. Οι πιο συναρπαστικές σκηνές όμως ήταν η κίνηση και οι δραστηριότητες των ανθρώπων στο παγκάκι. Στην αρχή, είκοσι πέντε χρόνια πριν, όταν το πάρκο ήταν ακόμα θαλερό και καθαρό, οι επισκέπτες ήταν κυρίως παιδιά που έπαιζαν για λίγο εκεί όταν σχολούσαν, μανάδες και κυρίως γιαγιάδες και παππούδες που τα συνόδευαν, προς το βραδάκι νεαροί που συνομιλούσαν κι αστειεύονταν δυνατά και αργότερα νεαρά ζευγάρια που ερωτοτροπούσαν με αγκαλιάσματα και φιλιά. Καθώς όμως την τελευταία δεκαετία οι συνθήκες της ζωής μας όλο και χειροτέρευαν, το πάρκο ήταν πια παραμελημένο και σκοτεινιασμένο με λίγο φωτισμό τα βράδια. Το ίδιο παραμελημένοι και κακοντυμένοι ήταν και οι επισκέπτες του. Περίεργοι και μοναχικοί άνθρωποι που μερικές φορές περνούσαν τη νύχτα τους εκεί, όπως μετά βίας διέκρινα τώρα με το λειψό φωτισμό. Και τα ευρήματα των γειτόνων το πρωί έδειχναν κι άλλες χρήσεις. Γι’ αυτό οι ηλικιωμένοι με τα εγγόνια τους το απέφευγαν.
Εντυπωσιάστηκα λοιπόν όταν αναπάντεχα ένα πρωί εμφανίστηκε ο «ρώσος πρίγκιπας». Η φιγούρα του και το παράστημά του ήταν διαφορετικά απ’ ό,τι έβλεπα μέχρι τώρα. Ακούμπησε ένα σακίδιο και μερικά βιβλία δίπλα του και κάθισε. Φαινόταν να καπνίζει και να πίνει κάτι εξερευνώντας το γύρω χώρο. Από τότε εγκαταστάθηκε για τα καλά εκεί. Διάβαζε, κάπνιζε, έτρωγε και ξάπλωνε σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Έφευγε για λίγο μόνο και ήταν φανερό πως πήγαινε κάπου κοντά, απ’ όπου έφερνε πράγματα και αποθήκευε άλλα. Γρήγορα φρόντισα να τον γνωρίσω από κοντά και έλυσα εν μέρει το μυστήριο.
Καλημέρα σας, του είπα μια μέρα. Καλημέρα κι αυτός. Και ξανά την άλλη: Καλημέρα ‒ Καλημέρα. Την τρίτη μέρα: Γεια σας, του λέω, μένω εκεί και του δείχνω ψηλά το παράθυρο. Από ’κει σας βλέπω. Χρειάζεστε κάτι; Όχι, μου απαντά και μετά: μήπως έχετε ένα τσιγάρο; Φωτιά έχω. Δεν καπνίζω πια, του απαντώ, αλλά πάντα κρατώ ένα πακέτο στην τσάντα μου για κάθε ενδεχόμενο. Του προσφέρω, ανάβω κι εγώ ένα και κάθομαι δίπλα του. Έτσι άρχισε η γνωριμία μας με επιφύλαξη απ’ τη μεριά του στην αρχή, αλλά σιγά-σιγά λύθηκε. Μου έδινε στοιχεία της ζωής του με το σταγονόμετρο κι εγώ συμπλήρωνα τα κενά του παζλ.
«Αυτό εκεί», και μου έδειξε στην άκρη του πάρκου ένα παλιό κλειστό βαν, ξεφλουδισμένο με ξεφούσκωτα λάστιχα, «είναι το σπίτι μου, αλλά έχω μαζέψει πολλά μέσα και μέχρι να τα ξεφορτωθώ, μένω για λίγο εδώ, γλυκό είναι ακόμα το φθινόπωρο». «Μα το βλέπω καιρό τώρα παρατημένο, αλλά εσάς δε σας έβλεπα», του απαντώ. Αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες μας και ήταν φανερό ότι ήθελε να μου δείξει ότι δεν ήταν ένας συνηθισμένος άστεγος. Με φειδωλό και συγκρατημένο λόγο μου παρουσίασε τη ζωή του κοιτάζοντας με περισυλλογή πέρα μακριά, σαν να έβλεπε κάτι στο βάθος. Το ένα του μάτι καφέ ζωηρό και το άλλο τσακίρικο και υγρό. «Συλλέκτης ήμουν πάντα από αγάπη για τα ωραία και σπάνια πράγματα, αντικείμενα και βιβλία» και μου έδειξε δυο-τρία δίπλα του. «Σοφοκλέους Οιδίπους Τύραννος» από την Παιδαγωγική Βιβλιοθήκη του 1918, «Γκαίτε, Φάουστ» από τον Ελευθερουδάκη του 1929 και μια Άννα Καρένινα του Τολστόι, αυτό δεν ήταν παλιά έκδοση, αφού ήταν μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, αλλά ήταν πολύ ταλαιπωρημένο.
Φράσεις μισές, ατέλειωτες για το παρελθόν του. Το ανακαλούσε για τον εαυτό του και μου πρόσφερε ανάμεσα μερικές λέξεις μόνο. Διακόσμηση εσωτερικών χώρων το πρώτο του επάγγελμα με σπουδές αρχιτεκτονικής και πολυκύμαντη ζωή. Αποσυνάγωγος ήταν πάντα, αλλά από τότε που τον πέταξε έξω η γυναίκα του έγινε και άστεγος. Περιπλανώμενος άστεγος. Κι αφού ήταν συλλέκτης σπάνιων αντικειμένων, ήταν πολύ εύκολη η μετακύλιση σε ρακοσυλλέκτη. Αυτά μου τα είπε ο ίδιος και τόνισε με έμφαση το «αποσυνάγωγος» και το «ιδιαίτερα ράκη». Στην αρχή έμενε κάμποσα χρόνια σε παλιά εγκαταλειμμένα σπίτια, μετά σε τροχόσπιτο, μετά στο βαν και τώρα εδώ. «Μερικές φορές οι επιλογές μας οδηγούν στα ακρότατα όρια, στο αδιέξοδο, αλλά δεν υπάρχει πια επιστροφή. Συνεχίζεις και ζεις εκεί, στα ακρότατα όρια.» Με συγκλόνισε η φράση του. Υπήρχε λοιπόν πίσω μια πλούσια κι ενδιαφέρουσα ζωή, αλλά δεν μου μίλησε ποτέ για την αρχική αιτία αυτής της πτώσης.
Τον συναντούσα τις επόμενες μέρες για λίγο στο παγκάκι. Πίναμε καφέ με συνοδευτικά που έφερνα απ’ το σπίτι. Μου δάνειζε βιβλία και μου χάρισε κι ένα-δυο. Μου έδειξε το εσωτερικό του «σπιτιού» του. Άνοιξε με προσοχή. Το αυτοκίνητο ξεχείλιζε από ποικίλα πράγματα. Τα βιβλία σε χαρτόκουτα ήταν τα πιο τακτοποιημένα στο πίσω μέρος κι από πάνω πίνακες, λαμπατέρ, πορσελάνες τυλιγμένες σε πανιά. «Προσωρινά. Σύντομα θα αλλάξει η κατάσταση.» Φαινόταν κάτι να περιμένει.
Και μια μέρα μου σύστησε την Άννα. «Η Άννα, παλιά καλή φίλη, θαρραλέα και σπουδαία γυναίκα», μου είπε και φαινόταν πολύ περήφανος. Καρένινα ή Αχμάτοβα άραγε, είπα μέσα μου, κάνοντας ένα αστείο, όπως συνηθίζω μερικές φορές με τον εαυτό μου. Η Άννα, αέρινη παρουσία διατηρούσε κάποια ίχνη μισοσβησμένα της αλλοτινής ομορφιάς της σαν τις παλιές πορσελάνες του. Γαλήνια, λιγόλογη, λυπημένη, σπίθα σβησμένη. «Ναι, θα έρχομαι τώρα να σε βλέπω, αλλά να έρχεσαι κι εσύ. Μη διστάζεις. Σε εκτιμούν και σ’ αγαπούν όλοι εκεί». Συνέχισε τη συζήτηση που διέκοψα με την παρουσία μου. Δεν κατάλαβα τότε, αλλά αποσύρθηκα και τους άφησα μόνους.
Την ιστορία της Άννας μου τη διηγήθηκε ο Ιγκόρ τις επόμενες μέρες, μια κι εκείνη δεν ερχόταν κάθε μέρα να τον επισκεφτεί. Η Άννα εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία, όταν ακόμα ήταν νέα και ακολούθησε το μεγάλο της έρωτα, ένα γόη, αλλά καλό ηθοποιό. Αποτέλεσαν ζευγάρι με ενδιαφέρουσα και κοσμοπολίτικη ζωή. Ο άντρας της στην αρχή έδειξε μεγαθυμία και είχε πάντα ανοιχτή την πόρτα στην επιστροφή της. Δε γύρισε πίσω. Κανονίστηκαν όλα δικαστικά. Και αφού είχε την επίγνωση της εγκατάλειψης της εστίας και κυρίως των παιδιών της, πολύ λίγα πράγματα διεκδίκησε. Η συνέχεια; Η κλασική. Ο ωραίος ηθοποιός την εγκατέλειψε μετά από πολλά χρόνια κοινής ζωής για μια πολύ νεότερη συνάδελφό του. Έτσι άρχισε η πτώση της Άννας. Κι αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε συνδράμει πολύ γενναιόδωρα για την αποπεράτωση της «Στέγης του Καλλιτέχνη», τη δέχτηκαν να μένει εκεί. Άλλωστε εργάστηκε κι αυτή περιστασιακά στο θέατρο και τον κινηματογράφο. « Και τώρα ακόμα, αν χρειάζονται ένα δεύτερο ρόλο ηλικιωμένης με τη στόφα της, την καλούν. Αρρώστησε όμως και ήταν στο νοσοκομείο τελευταία για ένα διάστημα. Τώρα μου φαίνεται καλά». Έτσι μου παρουσίασε τη ζωή της ο Ιγκόρ και με παρακάλεσε αν βλέπω από το παράθυρο πως ήρθε, να κατεβάζω τσάι και όχι καφέ, όπως πριν.
Με ευχαρίστηση έκανα παρέα για λίγο μαζί τους τις επόμενες μέρες. Η Άννα πάντα λιγόλογη με λυπημένο χαμόγελο, αλλά εντυπωσιακή, γιατί ακόμα και οι λίγες λέξεις της είχαν βάθος και μουσικότητα, χωρίς επιτήδευση όμως.
Τέλειωνε πια σχεδόν ο Γενάρης, οι μέρες μεγάλωναν κι ενώ προσδοκούσαμε κιόλας την Άνοιξη, ο παγωμένος βοριάς που φυσούσε τελευταία, τίναξε τα πρώτα άνθη απ’ τις αμυγδαλιές των γύρω δρόμων. Είχα κάποιες μέρες να δω την Άννα και ξαφνικά χτες το βράδυ είδα την πιο συναρπαστική σκηνή που είχα δει ή φανταστεί ποτέ μου στη ζωή, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική ή τη λογοτεχνία. Με ανησυχούσε η κατάσταση του Ιγκόρ στο ψοφόκρυο ‒ τον είχαμε ήδη καλέσει πολλές φορές να περάσει έστω κάποιες νύχτες στο σπίτι μας, αλλά αρνιόταν με επιμονή ‒ και προσπάθησα να δω απ’ το παράθυρο αν είναι στο παγκάκι. Η πάχνη στα τζάμια μ’ εμπόδιζε και άνοιξα το παραθυρόφυλλο διάπλατα να δω καλύτερα. Ψιλοχιόνιζε και οι πρώτες απαλές νιφάδες μου χάιδεψαν το πρόσωπο. Γλυκιά και μουσική ησυχία με τύλιξαν. Από κάπου μακριά ερχόταν μουσική. Οι νιφάδες μεγάλωναν και πύκνωναν. Στροβιλίζονταν χορευτικά σε πρώτο πλάνο μπροστά μου και στο βάθος πίσω απ’ την ημιδιάφανη κουρτίνα του χιονιού και στο λοξό φωτισμό που έριχνε στο πάρκο η κολόνα του δρόμου, τους είδα. Η Άννα κι ο Ιγκόρ στροβιλίζονταν κι αυτοί αγκαλιασμένοι μαζί με το χιόνι. Χόρευαν βαλς! Τι χόρευαν, πετούσαν. Τα πόδια τους δε φαίνονταν ν’ αγγίζουν τη γη. Στριφογύριζαν απαλά, στροβιλίζονταν συνεχώς, ένα θαρρείς με το χιόνι, χιονονιφάδες κι αυτοί. Έμεινα θαμπωμένη και άφωνη. Κρατούσα την αναπνοή μου και δεν κάλεσα κανέναν στο παράθυρο να δει το απίστευτο θέαμα, για να μην το χαλάσω. Χόρευαν και σε λίγο δεν τους έβλεπα πια, χάθηκαν σιγά-σιγά απ’ τα μάτια μου. Και δεν πίστευα αν το θέαμα που είδα ήταν αλήθεια ή μήπως το ονειρεύτηκα;
Και να τώρα που ξημέρωσε μια χιονισμένη μέρα και ο ουρανός καθαρός προμηνύει ακόμα και ήλιο που διαλύει πλάνες, όνειρα και φαντασίες, να μένω πάλι έκπληκτη και αμήχανη και να μην ξέρω τι είναι το καλύτερο, να τρέξω γρήγορα κάτω με το τσάι να ζεστάνω και να παρηγορήσω τον Ιγκόρ και να μου πει και για το χτεσινό χορό ή να τον αφήσω μόνο του να κλάψει και να παραμείνω μόνο θεατής για την ώρα.