Η κραταιά ειρήνη πλούτο γεννά, και άνθη τραγουδιών γλυκόλαλων
για τους θνητούς, κνίσα για τους θεούς
από μοσχάρια και πυκνόμαλλα αρνιά
που αχνίζουν στην χρυσή φωτιά των λαξευτών βωμών.
Οι νέοι καταπιάνονται με τους αυλούς, τα γλέντια, τα γυμνάσια
Και αραχνιάζουνε οι σιδερόδετες ασπίδες,
σκουριάζουνε τα λογχωτά τα δόρατα, τα δίκοπα τα ξίφη
Σιωπούν οι χάλκινες οι σάλπιγγες
Δεν κλέβουν απ’ τα βλέφαρα τον ύπνο τον γλυκό που την καρδιά θερμαίνει.
Βρίθουν οι δρόμοι από φαγοπότια εύθυμα
Και ύμνοι παιδικοί παντού σπιθίζουν.
Βακχυλίδης: Παιάν Ειρήνης
Τίκτει δε θνατοίσιν ειρήνα μεγάλα
Πλούτον και μελιγλώσσων αοιδάν άνθεα
Δαιδαλέων τ’ επί βωμών θεοίσιν αίθεσθαι βοών
Ξανθά φλογί μήρα τανυτρίχων τε μήλων
Γυμνασίων τε νέοις αυλών τε και κώμων μέλειν
Εν δε σιδεροδέτοις πόρπαξιν αιθάν, αραχνάν ιστοί πέλονται
Έγχεά τε λογχωτά ξίφεά τα’ αμφάκεα δάμναται ευρώς
Χαλκεάν δ’ ουκ έστι σαλπίγγων κτύπος
Ουδέ συλάται μελίφρων ύπνος από βλεφάρων
Αμόν ος θάλπει κέαρ
Συμποσίων δ’ ερατών
Βρίθοντ’ αγυιαί, παιδικοί θ’ ύμνοι φλέγονται.
Ο λυρικός ποιητής Βακχυλίδης γεννήθηκε περί το 520 π. Χ. και ήταν ανιψιός του Σιμωνίδη του Κείου. Έγραψε Παιάνες, Διθύραμβους, Ύμνους, Επίνικους, Υπορχήματα, Ερωτικά, Παρθένεια, Εγκώμια, Προσόδια. Έζησε στις αυλές τυράννων στη Σικελία και μάλλον δεν ήταν δημοφιλής στην πατρίδα του Κέα, όπου οι συμπατριώτες του ανέθεσαν στον Πίνδαρο κι όχι σ’ αυτόν να τους συνθέσει Παιάνα. Πέθανε στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η δυναμική των εικόνων και των λεκτικών ήχων που τις χρωματίζουν – εισάγοντάς μας στο απολαυστικό της ειρήνης κλίμα – , ακόμη και δίχως ρίμα, επιβάλλει τον ρυθμό των ευφρόσυνων παλμών της ειρήνης.