Ο Δήμος Αβδελιώδης μας έχει πια διδάξει με τις δραματουργικές και σκηνοθετικές του προτάσεις ότι οι ρίζες του βρίσκονται βαθιά στο χώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, ήτοι βαθιά στην ουσία της ανθρώπινης ψυχής, της οποίας τα κρυμμένα απωθημένα προσπαθεί να φωτίσει.
Είναι γνωστός για τις εξαιρετικές δουλειές του στο αρχαίο δράμα, στο σύγχρονο, στους θεατρικούς μονολόγους των έργων της Τέταρτης Διάστασης του Γιάννη Ρίτσου, στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, στις διασκευές των μνημειωδών διηγημάτων του Γεωργίου Βιζυηνού, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στις κινηματογραφικές του ταινίες και άλλα ακόμα. Όλα αυτά τον καθιστούν θησαυροφύλακα ήθους.
Και για να φτάσουμε στο οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή, ο Αβδελιώδης είναι ο άνθρωπος ο ταγμένος στο χρέος, ο ασκητής. Σκήτη του είναι το θέατρο που διακονεί. Στόχος του λοιπόν να λατρέψει, να υπηρετήσει και να υμνολογήσει τον θεό του, μέσα στην ορχήστρα, τον Λόγο τον Ελληνικό, να καταστήσει φανερά τα αφανή, να δώσει στον θεατή των δραμαρουργικών του αποπειρών την ευκαιρία να στοχαστεί.
Στην παρούσα περίσταση, με τα δύο διηγήματα του Παπαδιαμάντη «Το μυρολόγι της φώκιας» και το «Καμίνι» επιχείρησε βουτιά θανάτου την πρώτη φορά και βουτιά έρωτα τη δεύτερη, δίνοντας με την ίδια ένταση τον βόρειο και νότιο πόλο της ανθρώπινης ύπαρξης, τον έρωτα και τον θάνατο.
Στο πρώτο διήγημα, «Το μυρολογι της φώκιας», γνωστό άλλωστε από τα σχολικά μας βιβλία, η χαροκαμένη γριά Λούκαινα πηγαίνει στον γιαλό να πλύνει τα χράμια της. Εν αγνοία της την ακολουθεί η μικρή εγγονή της, η οποία όμως παγιδεύεται στο επικίνδυνο κατηφορικό μονοπάτι, παρασυρμένη από τη φλογέρα ενός αθέατου βοσκού. Και επειδή είναι η ώρα που σκοτεινιάζει, δεν βλέπει καλά, γλιστράει, πέφτει και πνίγεται.
Ο Παπαδιαμάντης δίνει μεγάλη έμφαση στον χώρο, επιμένει σκοπίμως στην περιγραφή του κρημνώδους τοπίου και τη γειτνίασή του με τα Μνημούρια, για να καταλήξει φυσιολογικά στο καθόλα από τη μοίρα (;) σκηνοθετημένο δυστύχημα. Η Ακριβούλα, λόγω ηλικίας, δεν είναι σε θέση αντιληφθεί και η γριά Λούκαινα που είναι σε θέση, δεν έχει αντιληφθεί. Ήταν του Θεού το θέλημα. Σ’ αυτό συνέβαλε και ο τόπος με την ιδιομορφία του και έτσι η μικρή Ακριβούλα έγινε βορά της φώκιας.
Δύο είναι πρόσωπα επί σκηνής. Η γριά Λούκαινα και η Ακριβούλα, η μία δεν αντιλαμβάνεται την άλλη. Ένας αφανής βοσκός, είναι επίσης εκεί, αγνοώντας και την γριά και την κόρη, και μια φώκια. Έξω από το σκηνικό ο «γέρων ψαράς» ο «εντριβής εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών» έδωσε φωνή στο μοιρολόγι της φώκιας.
Επίλογος: Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου
*
Στο δεύτερο διήγημα «Το Καμίνι», προξενεύουν μία βοσκοπούλα 18 ετών με έναν βοσκό, χήρο με δυο παιδιά. Εκείνη ακούει τον πατέρα της να της εκθέτει τα επιχειρήματα της πρότασης, τα οποία επικεντρώνονται στο ότι δεν ζητάει προίκα και της κάνει δώρο και τρία κατσίκια. Όσο για τα παιδιά: «Όπως θεν’ έης τα γίδια, θεν’ έης κι τα πιδιά. Θροφή θελ’ν τα γίδια, θροφή κι τα πιδιάˑ φύλαμα τα γίδια, φύλαμα κι τα πιδιά.. ένα πράμα είναι …». Ακολουθεί η συμβουλή της θείας, γιατί η κόρη ήταν ορφανή: «Όμορφα, όμορφα… καλορίζικα, πλιο, παιδάκι μ’… οι παντρειές είν’ από Θεού. .. Θ’ αναθρέψης πλιο κι τα ορφανά, είναι ψυχικό… Όμορφα, όμορφα, πλιο».
Και η κόρη «ήκουσε τας νουθεσίας … Της εφάνη ως βόβμος από σφηκοφωλεάν να εμβήκεν από το εν αυτίον της και ότι ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν του σπηλαίου, όπου είχε καταυλίσει μίαν χειμερινήν νύκτα τα προβατά της». Έτσι, με αυτά στο κεφάλι της, φεύγει και ξαναπάει στο σπήλαιον, στο «Καμίνι» όπου κάποτε είχε συναντήσει ένα νεαρό ναύτη και του έδωσε γάλα κι εκείνος της έδωσε «κοχύλαν χρυσίζουσαν». Σαν να έχει επισφραγιστεί ένας άτυπος αραβώνας. Κι εκεί που στεκόταν στην άκρη του γκρεμού, έτοιμη να πέσει, σαν από μηχανής θεός, εμφανίζεται και πάλι ο ναύτης, της πετάει σκάλα μεταξένια και εκείνη κατεβαίνει και πέφτει στο καμίνι της αγκαλιάς του.
Η παράσταση:
Στο πρώτο διήγημα, η Αλεξία Φωτιάδου ανέλαβε τον ρόλο του αφητηγή με εξακτινωμένη τη ματιά σε όλα τα πρόσωπα, στο εξωτερικό τοπίο με την ιδιομορφία του και στο εσωτερικό τοπίο, στα ενδότερα της ψυχής. Ακούμε το «μυρολόγι» της γριάς, τη φωνή της φύσης, της φώκιας, του ψαρά, του συγγραφέα, της ηθοποιού.
Και στο δεύτερο διήγημα η περιγραφή του τοπίου είναι εξαντλητική, εδώ όμως ο λόγος είναι εμπλουτισμένος με τα κωμικά στοιχεία του πατρικού λόγου, για τα οποία οι εκδότες παραθέτουν γλωσσάρι. Η ηθοποιός απέδειξε το ταλέντο της, αποδίδοντας με το απαιτούμενο ήθος το τραχύ και χονδροειδές του αγράμματου πατέρα, που εξισώνει τα παιδιά με τα γίδια, καθώς και το μελιστάλλαχτο της αγγράμματης θείας, που βλέπει το γάμο της ανιψιάς σαν βόλεμα και ψυχικό. Και οι δύο δεν υπολογίζουν καθόλου το καμίνι που καίει στην καρδιά της δεκαοχτάχρονης.
Κι ενώ για τη σωτηρία της Ακριβούλας τίποτε δεν βρέθηκε, για την σωτηρία της βοσκοπούλας βρέθηκε. Η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις.
Το σκηνικό είναι λιτό, ουδέτερο. Την ουδετερότητά του διακόπτει ένας τετραγωνισμένος κώνος, εν είδει θυμέλης, στο κέντρο της ορχήστρας που σε κάθε πλευρά φέρει εγχάρακτη εικόνα ανάλογη με το τοπίο που περιγράφεται στο κείμενο. Ο θεατής όμως βλέπει το σκηνικό που ακούει από την ηθοποιό.
Όσον αφορά τη διαχείριση της εκφοράς του λόγου, είναι γνωστό ότι ο Αβδελιώδης προτείνει τον δικό του μοντέρνο τρόπο θεατρικής έκφρασης, ο οποίος αναδεικνύει τη λεκτική μονάδα. Η Αλεξία Φωτιάδου, σωστά καθοδηγημένη, ανέδειξε της κάθε λέξης την αυτοδυναμία, αλλά και τη λειτουργία της ανάμεσα στις άλλες, αποδίδοντας με υποβλητικό τρόπο τη σκέψη του συγγραφέα.
Ως προς την σκευή, ντυμένη παραδοσιακά, ιερατικά, κατά κάποιον τρόπο, στάθηκε πλάι στη θυμέλη, δίνοντας στο σώμα της την κίνηση και στο πρόσωπο την έφραση εκείνη που εναρμονιζόταν με το είδος και το ύφος του κειμένου.
Η παράσταση ήταν μια στιγμή μυσταγωγίας.