You are currently viewing   Φάνης Κωστόπουλος: Τα δέντρα της Πεύκης   

  Φάνης Κωστόπουλος: Τα δέντρα της Πεύκης  

              

    Η Πεύκη, πέρα από τα δέντρα της, άλλο στολίδι δεν έχει.
Κάνοντας έναν περίπατο στους δρόμους της, δεν θα δείτε ούτε αγάλματα, ούτε κρήνες, ούτε αναβρυτήρια να στολίζουν και να δροσίζουν τις μέρες του καλοκαιριού τις πλατείες της. Όπου να στρέψετε το βλέμμα σας δεν θα δείτε τίποτε άλλο από δέντρα. Δέντρα στους δρόμους, δέντρα και στις πλατείες. Θα έλεγα ακόμη ότι οι δενδροστοιχίες της  Πεύκης είναι διαφορετικές  από εκείνες των   πόλεων. Ναι, στην Πεύκη τα δέντρα είναι διαφόρων ειδών: συκιές, ελιές, νεραντζιές, μουριές, πασχαλιές, ευκάλυπτοι, ακόμη και πεύκα ή  λεύκες. Ένας περίπατος στους δρόμους της είναι σωστό μάθημα φυτολογίας. Είχα να  δοκιμάσω άσπρο και κόκκινο   μούρο από παιδί, από τότε που σκαρφάλωνα στις μουριές της Παιωνίου, ενός αθηναϊκού δρόμου που είναι προέκταση της οδού Χέυδεν και φτάνει ως τον Σταθμό Λαρίσης. Τα δέντρα, λέει ο ποιητής Δροσίνης, είναι

                                Του βουνού καμάρι, της κορφής στεφάνωμα,

αλλά και στολίδι και πνεύμονας των πόλεων, θα πρόσθετα.

                                                                *

   Είναι αλήθεια ότι  δεν θα έμπαινα στον κόπο να γράψω αυτό το κείμενο, αν εκείνο το πρωινό που βγήκα ν’ αγοράσω εφημερίδα δεν έβλεπα ένα θέαμα τόσο φριχτό, που με συντάραξε και με έκανε να νιώσω οργή και αποστροφή για το ανθρώπινο γένος. Έξι νεραντζιές στη σειρά, όμορφες σαν κορίτσια, ήταν ‘’αποκεφαλισμένες’’ και με τους κορμούς τους να στέκονται όρθιοι σαν πάσσαλοι και μάρτυρες αδιάψευστοι αυτού του εγκλήματος. Τότε μου ήρθε στη μνήμη το θεατρικό έργο του Κασόνα: Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια, ακριβώς όπως αυτές οι νεραντζιές.   Ήξερα, βέβαια, ότι υπάρχουν άνθρωποι που μισούν τα ζώα: σκύλους, γάτες, καναρίνια και δεν ξέρω τι άλλο. Τώρα βλέπω ότι υπάρχουν και άνθρωποι που μισούν τα δέντρα , για να μην πω τη φύση. Δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς ότι αυτοί που διέπραξαν αυτό το έγκλημα είναι οι ένοικοι της πολυκατοικίας, στης οποίας το πεζοδρόμιο ήταν σε τιμητική παράταξη οι όμορφες αυτές νεραντζιές. Είχαν δικό τους άνθρωπο στον δήμο και η δουλειά τους έγινε χωρίς κανένα μπόδιο. Τους έκρυβαν αυτά τα δέντρα, φαίνεται,  τη θέα, αν είναι δυνατό, προς το δρόμο, δέντρα δηλαδή που το ύψος τους δεν υπερέβαινε τα τρία μέτρα. Καμία φωνή διαμαρτυρίας δεν ακούστηκε και όπου μίλησα γι’αυτό το θέμα, η αντίδραση ήταν πολύ χαλαρή. Πάντως, και ο FouquierTinville να ήταν διαχειριστής σε αυτή την πολυκατοικία δεν θα τολμούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση… Ωστόσο, προσπάθησα να δω και διαφορετικά το θέμα και έφτασα ακόμη και στο σημείο ν’ αναρωτιέμαι αν εγώ ήμουν υπερβολικός, αφού όλοι οι άλλοι στη γειτονιά έδειχναν τελείως αδιάφοροι. Τότε θυμήθηκα τον Δροσίνη. Αυτός μάλιστα! Αν ζούσε σήμερα  θα είχε αγανακτήσει περισσότερο κι από  μένα. Είναι ένας ποιητής που όχι μόνο γνώριζε καλά τον φυτικό κόσμο, αλλά και καταλάβαινε – ναι, μη σας φαίνεται παράξενο – καταλάβαινε  τη γλώσσα του. Δεν πρέπει  λοιπόν να μας φανεί περίεργο ότι ανάμεσα στα τόσα ποιήματα που έγραψε για τα δέντρα και τον υπόλοιπο φυτικό κόσμο υπάρχει και ένα που επιγράφεται Ο θάνατος του δέντρου. Δεν το θυμάμαι όλο. Μόνο τις δυο πρώτες στροφές συγκράτησε η μνήμη μου. Είναι όμως αρκετές για να καταλάβει κανείς τη βαθιά συγκίνηση που νιώθει  αυτός ο ποιητής για τον θάνατο ενός δέντρου. Τις παραθέτω γιατί μέσα σε αυτές τις στροφές δεν φαίνεται μόνο η λύπη του ποιητή, αλλά και ο θυμός του:

                               Τι κακό που θα μας κάνει, όταν θ’ ακούσουμε

                           – Της ζωής φονιά, της ομορφάδας κλέφτη –

                             Τον καταραμένο του λοτόμου πέλεκα

                            Στο κορμί του δέντρου αλύπητα να πέφτει.

 

                               Κάθε χτύπημα ένας πόνος, ένα βόγκημα,

                            Μια βαθιά πληγή, βαθύτερα ανοιγμένη

                           Κι ύστερα – ύστερα ένα τρίξιμο, ένα σπάσιμο

                           Κι ένα σώριασμα του δέντρου, που πεθαίνει.  

Νομίζεις πως βλέπει  το δέντρο σαν άνθρωπο και όχι σαν κούτσουρο, όπως εμείς οι περισσότεροι. Το νιώθει να πονάει και το ποιητικό του αφτί  το ακούει, πραγματικά  το ακούει,  να βογκάει, όπως θα πόναγε και θα βογκούσε κάθε άνθρωπος σε τέτοιο μαρτυρικό θάνατο. Το νιώθει, θα ‘λεγα ακόμα, να δέχεται τις τσεκουριές, όπως ο Ναζωραίος τα καρφιά πάνω στον σταυρό, και τη σιωπή του  ίδια με τη φωνή Του:   «Άφες αυτοίς∙ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Τις ξαναφέρνω στη μνήμη μου, όπως τις έβλεπα κάθε πρωί που περνούσα από το δρόμο τους, και νόμιζα, σαν τον Ελύτη, πως είχαν βγει στο πεζοδρόμιο 

                                             … να περπατήσουν

                                       σαν κορίτσια  οι νεραντζιές.

Κι όμως, οι άνθρωποι της πολυκατοικίας δεν μπορούσαν να τις βλέπουν σαν τον Ελύτη. Ήθελαν κάθε πρωί που βγαίνουν από την πόρτα τους να καλημερίζουν τα κουφάρια τους και να θυμούνται τη ‘’ γενναία’’ απόφαση που πήρανε για να τις ξεκάνουν.  

                                                                  *

     Μια τέτοια βαρβαρότητα θα μπορούσε ίσως να τη δικαιολογήσει κανείς στον λαό μας τον 19ο αιώνα, τότε που τα δύο τρίτα των Ελλήνων ήταν αγράμματοι και αρκετοί απ΄αυτούς τελείως άξεστοι από τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς που είχαν πίσω τους. Σε τι χαμηλό επίπεδο ήταν τότε  ο ελληνικός λαός φαίνεται από ένα περιστατικό της ζωής του Βασιλέα Γεωργίου Α΄, το οποίο αναφέρει ο Αλέξανδρος Πάλλης στο βιβλίο του Μπρουσός. Το θυμάμαι αρκετά καλά για να το αφηγηθώ σχεδόν με όλες τις λεπτομέρειές του.  Το 1862 ο νεαρός τότε βασιλιάς Γεώργιος έκανε συχνά έφιππος με την ακολουθία του περιπάτους έξω από την πόλη της Αθήνας, για να πάρει μια εικόνα της νέας του πατρίδας. Εκείνο το πρωινό που συνέβη αυτό το περιστατικό τράβηξε με το άλογό του αρκετά μακριά και έφτασε στα Λιόσα. Καθώς προχωρούσε, έβλεπε δεξιά κι αριστερά κομμένα δέντρα από μουριές. Μόλις τον είδαν οι χωρικοί έσπευσαν προς  υπάντησή του. Το πρώτο που ρώτησε, με διερμηνέα κάποιον από την ακολουθία του, ήταν γιατί αυτά τα ωραία δέντρα είχαν κοπεί. Και οι χωρικοί, που πίστευαν ότι με την πράξη τους αυτή θα τον ευχαριστούσαν, του είπαν: « Τα κόψαμε, Μεγαλειότατε, γιατί τα είχε φυτέψει η Αμαλία για να κάνουμε το μετάξι μας, καθώς και εκείνη την εκκλησία που βλέπετε απέναντι και το σχολείο πιο πέρα αυτή τα έχτισε τα δέντρα τα κόψαμε και τα ξεριζώσαμε, δεν ξέρουμε όμως τι να κάνουμε με την εκκλησία και το σχολείο».  Δεν θα κάνω κανένα σχόλιο.  Ή πιο σωστά δεν επιτρέπεται κανένα σχόλιο για λόγους εθνικούς, μιας και συνέπεσε να  είμαστε έτοιμοι να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια κρατικής και εθνικής παρουσίας στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Οι νεραντζιές όμως της Πεύκης, θέλουμε δε θέλουμε, δείχνουν ότι γυρίσαμε πάλι στην τουρκοκρατία.

                                                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.