Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε
Με το παραπάνω μότο, σαν ορμητήριο απόσπασμα, από άλλο έργο και για άλλη περίσταση, θα μπορούσε κανείς να περιδιαβάσει τις Μογγόλες του ταξιδιώτη, ποιητή και συγγραφέα, Γιώργου Βέη, του οποίου πλέον το ταξίδι είναι δεύτερη φύση αναπόσπαστη από την πρώτη. Θα τολμούσα να πω πως ο αναγνώστης του θα δυσκολευτεί να ξεχωρίσει τον συγγραφέα περιηγητή και παρατηρητή από τη χώρα και τους ανθρώπους που ζει και αναπνέει. Γιατί ο Βέης δεν έχει απέναντί του το αντικείμενο της έρευνάς του, αλλά είναι ο ίδιος υποκείμενος σ’ αυτήν, είναι μέσα του και, όντας ο ίδιος, εκ προοιμίου γοητευμένος, ευνοϊκά διακείμενος, έτοιμος να αποδεχτεί κάθε πρόκληση και κάθε κέντρισμα, θα βρει τα σημεία σύγκλισης κόσμων τελείως μακρινών και ξένων και απρόσιτων. Άλλωστε για τον Βέη τίποτα πια δεν είναι απρόσιτο. Κι αφού οι χιλιομετρικές αποστάσεις είναι εύκολα προσπελάσιμες και πολύ περισσότερο τα διανοητικά άλματα, εύκολες, κατανοητές και αποδεκτές είναι και οι συνδέσεις, συγκρίσεις, αξιολογήσεις, πέραν πάσης φαντασίας και έξω από τη σφαίρα του δυτικού μυαλού, τεκμηριώσεις και αποδείξεις, εντυπώσεις και αισθήσεις.
Εν πρώτοις, η υλική υπόσταση του χώρου, η οποία δεν αποτελεί το άγνωστο και το άλλο αλλά το αυτό, το έτερο, δικό του πάντα, προαιώνια κληρονομιά του που εδέησε η ζωή να του επιτρέψει να την χαρεί σε κάθε μήκος και πλάτος της. Και η έμψυχη εκδοχή της ύλης, οι άνθρωποι που δεν αποτελούν παρά την παραλλαγή και εικόνα ενός και μόνου, κόσμου ή ανθρώπου, ποτέ αλλότριου και πάντα προέκταση φυσιολογική, ψυχοσωματική, προέκταση γοητευτική για το συγγραφικό και διανοητικό είναι. Κι όσο πιο βαθιά ο επισκέπτης, ερευνητής, μελετητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς εισβάλλει στην αλλότρια γη, τόσο πιο πολύ αφήνεται στην αποψίλωσή του από κάθε κατάλοιπο αμυντικού οπλισμού (πρώτος και καλύτερος η προκατάληψη), για να εμβαθύνει στο χώρο, να υπερβεί το χρόνο, να γεφυρώσει τα κατά τους άλλους άγνωστα και διαφορετικά, ελέγχοντας τη απορροφητική, αφομοιωτική δύναμή τους.
Η θέα της ερήμου Γκόμπι για παράδειγμα, μπορεί να είναι η θέα μιας ψυχικής έκτασης, που του υποβάλλει την αίσθηση μιας κληρονομιάς δοσμένης πολύ πριν οι άνθρωποι οροθετήσουν τα πλαίσια του χώρου τους. Με άλλα λόγια ο αφηγητής, που δεν χρειάζεται το μίτο της Αριάδνης, μήπως χάσει το δρόμο προς τα ίδια και γνωστά, ορμά στο άγνωστο, ψάχνει αχόρταγα, αναζητεί την ανθρώπινη ρίζα του μέσα από τον καθρέφτη του άλλου. Όπως έλεγε και ο Σαρτρ, για να γνωρίσω τον εαυτό μου χρειάζομαι τους άλλους. Και όσο πιο «άλλοι» είναι οι άλλοι, τόσο πιο βαθιά είναι η εξερεύνηση του άγνωστου εγώ, ή με άλλα λόγια, γνωρίζω τον εαυτό μου, όσο πιο καλά αποδέχομαι τους άλλους.
Το τοπίο -σώμα και οι Μογγόλες- ψυχή αυτού του άγνωστου κόσμου θα γίνουν οι ξεναγοί στην εξερεύνηση. Για τον ταξιδιώτη που έφτασε σε μέρη μακρινά και κατάφερε να απαγκιστρωθεί από την τουριστικά επιδείξιμη ξένη χώρα, οι Μογγόλες θα γίνουν τα σήματα ενός κόσμου γοητευτικού, απροσποίητου, ειλικρινούς και ανιδιοτελούς. Ο συγγραφέας παραδέχεται πως «ερωτευόμαστε τόσο εύκολα γυναίκες που δεν ανήκουν στον κόσμο μας, που δεν είναι καν του τύπου μας». Αν θα θέλαμε να επικαλεστούμε τον Πλάτωνα, θα λέγαμε ότι ερωτευόμαστε ή αναζητούμε το έτερον, αλλά άγνωστο (ή μήπως γνωστό), ήμισύ μας. Κι επειδή «η γυναίκα κουβαλάει στους ώμους της το μισό του ουρανού», το εναπομείναν άλλο μισό και ήμισυ, το βρίσκει, ίσως, νομίζω, υποθέτω, στη μορφή της άγνωστης Μογγόλας με το νοήμον μειδίαμα, το νεύμα της φιλότητας, τη στοχαστική ματιά, την άγνωστη λαλιά, τη γλύκα των υπαινιγμών, τον άδολο ερωτισμό, την ανιδιοτελή δοτικότητα, τη διακριτική προσφορά, την απάρνηση οποιουδήποτε δικαιώματος, μακριά πολύ από το δυτικό φεμινιστικό, διεκδικητικό, απαιτητικό πρότυπο. Η Μογγόλα εμφαίνει τον κόσμο ενιαίο, πριν από τη συντριβή του και, προσφέροντας το μισό ουρανό, ενστικτωδώς και εν αγνοία της, ολοκληρώνει τον συνδαιτυμόνα της.
Οι Μογγόλες είναι η άρση κάθε αντινομίας, η ρήξη κάθε προκατάληψης, είναι η «εξημερωμένη θύελλα των συνειρμών». Κι ακόμα, εύθραυστες, απρόοπτες, ευάλωτες, αρχιτεκτόνισσες, ποιήτριες της καθημερινότητας. Ο ταξιδιώτης, Γιώργος Βέης, ανακαλύπτει πως τα σκιρτήματα στο χαρτί τον διδάσκουν τις μεταμορφώσεις, πως «η γεωγραφία» είναι «ένα δόγμα ηδονών» και η χώρα που τον φιλοξένησε «πήρε το όνομα του πάθους». Θα τελειώσω με ένα απόφθεγμα της τρέχουσας στιγμής που θυμίζει το σπαρτιατικό «λακωνίζειν», «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι της επικοινωνίας ότι τότε και μόνο τότε αυτή επί της ουσίας επιτυγχάνεται».