ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Φέτος κλείνουν 120 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη και φαντάζομαι ότι μ’ αυτή την αφορμή θα γίνουν πολλές εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, και όχι μόνο, για να τιμήσουμε τον ποιητή που, αν και πέρασαν 49 χρόνια από τον θάνατό του, εξακολουθεί να μας διδάσκει τον Ελληνισμό, να μας αποκαλύπτει τις ρίζες του (Όμηρο, Αισχύλο…) έχοντας πλέον κι ο ίδιος γίνει με το έργο του μια πολύ γερή ρίζα του. Του οφείλουμε πολλά για τέσσερις κυρίως λόγους:
α. Μέσα στο έργο του κατόρθωσε να συναιρέσει τη μακραίωνη ελληνική παράδοση από τον Όμηρο μέχρι σήμερα. Έτσι βοήθησε στην εθνική μας αυτογνωσία.
β. Ύστερα γνώριζε πολύ καλά τη Δυτική Λογοτεχνία κι έτσι έδεσε τα ελληνικά γράμματα στον κορμό της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, χαρίζοντάς μας αυτοπεποίθηση.
γ. Έχοντας χαρακτήρα ενός μεταρρυθμιστή άλλαξε, όπως γίνεται παραδεκτό, την πορεία της ελληνικής ποίησης με την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή («Στροφή») στα 1931. Εισήγαγε τον μοντερνισμό και υιοθέτησε μια γλώσσα λιτή και καθημερινή. Είναι αλήθεια ότι μετά τον Σεφέρη κανείς δεν έγραψε όπως πρίν από τον Σεφέρη.
δ. Το έργο του άλλωστε το χαρακτηρίζει μια βαθιά ελληνικότητα και μια ατόφια ανθρωπιά. Ο ίδιος γράφει: «Ο ελληνισμός είναι η άλλη όψη του ανθρωπισμού μου».
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στα 1900 και είναι παγκόσμια γνωστός, βραβευμένος μάλιστα με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Γονείς του ήταν ο Στέλιος Σεφεριάδης, καθηγητής στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ποιητής και μητέρα του η Δέσπω Τενεκίδου. Είχε δύο αδέλφια: Την Ιωάννα, η οποία αργότερα έγινε γυναίκα του Κωνσταντίνου Τσάτσου, Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, και τον Άγγελο. Στα 1914, όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Ύστερα από νομικές σπουδές στο Παρίσι, μπήκε στο διπλωματικό σώμα και υπηρέτησε ως διπλωμάτης (Πρόξενος, Πρέσβης) σε πολλές χώρες του Εξωτερικού.
Επί του θέματος τώρα: Ο Σεφέρης και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Το θέμα είναι πολύ μεγάλο και αυτό μας αναγκάζει να σταθούμε μόνο σε ορισμένα σημεία, που θα μας δώσουν όμως τις βασικές του σκέψεις–συναισθήματα και τη στάση του στα χρόνια αυτού του πολέμου.
ΠΡΟΒΛΕΨΗ
Ήδη από νωρίς ο διπλωμάτης ποιητής είχε προβλέψει αυτό τον πόλεμο. Τα ποιήματα που γράφει τα τρία τελευταία χρόνια πριν από το πόλεμο και τα δημοσιεύει στα 1940, με τίτλο «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α’», μας αποκαλύπτουν την αμφιθυμία του, τις ανησυχίες του, το ψυχικό άλγος εξ αιτίας της πρόβλεψής του για τον επερχόμενο πόλεμο.
ΜΕΤΑΞΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Θλίψη άλλωστε του προκαλούν στα χρόνια της Δικτατορίας του Μεταξά οι άσχημες πολιτικές συνθήκες και το γενικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα. Όταν την άνοιξη του 1938 επιστρέφει από την Κορυτσά, όπου υπηρετούσε ως Πρόξενος, απογοητεύεται από την πνευματική υποβάθμιση του τόπου. Είναι η στιγμή που ο Μεταξάς και οι συνεργάτες του (Θ. Νικολούδης, Β. Παπαδάκης, Λ. Μελάς, Αλ. Κύρου κ.ά) έχουν κηρύξει τη δημιουργία «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», ενός δηλαδή πολιτισμού που είχε μια κατεύθυνση φασίζοντος Εθνοκεντρισμού. Λίγες μάλιστα μέρες μετά την κήρυξη της Δικτατορίας ακροδεξιοί κύκλοι καλούσαν σε κάψιμο κομμουνιστικών και αντεθνικών βιβλίων και εντύπων. Και πράγματι άναψαν φωτιές και κάηκαν βιβλία στα Προπύλαια του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, στους στύλους του Ολυμπίου Διός και στον Πειραιά. Όλα αυτά καθώς και το περίπλοκο δίκτυο οργάνωσης και εδραίωσης του δικτατορικού καθεστώτος μέσα από τον στενό αστυνομικό έλεγχο, τους αναγκαστικούς νόμους, την Επιτροπή Λογοκρισίας, τις εξορίες των πολιτικών αντιπάλων καταδείκνυαν εμπράκτως το νέο κράτος επιβολής και καταναγκασμού.
Σ’ ένα ποίημά του ο Σεφέρης: «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», που γράφει μόλις επιστρέφει, εκθέτει αυτή την υποβάθμιση και αλλοτρίωση του τόπου. Πρόκειται για ένα διάλογο που γίνεται μέσα στο ποίημα ανάμεσα σ’ ένα άνθρωπο ιδιοτελή και γεμάτο αυταπάτες από τη μία—που ακολουθεί πιστά όσες διαταγές του δίνονται (είναι ο υπάκουος πολίτης, δούλος της «Νέας Τάξεως»)—και, από την άλλη, με τον ίδιο τον ποιητή, την ηθική και πολιτική συνείδηση του ποιητή. Η φωνή που υποδέχεται τον ξενιτεμένο στην επιστροφή του στάζει κυριολεκτικά λέξεις καθησυχαστικές. Σύντομα όμως αυτές οι μελιστάλακτες διαβεβαιώσεις και ο μέχρι κορεσμού συναισθηματισμός γίνονται σχεδόν λόγοι ζοφεροί: «Σιγά σιγά θα συνηθίσεις» επαναλαμβάνει επίμονα η φωνή. Ο κίνδυνος της αλλοτρίωσης επαπειλείται. Το ποίημα τελειώνει αποκαλύπτοντας τη σκληρή μεταξική πραγματικότητα:
–Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο.
Εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Μέσα λοιπόν σ’ ένα τέτοιο κλίμα ο Σεφέρης μετατίθεται από την Κορυτσά στην Αθήνα στο Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού ως υπεύθυνος για την ενημέρωση του ξένου Τύπου και έπρεπε να συνεργαστεί με υπουργούς και άλλους πολιτικούς του Μεταξά και να γίνει χρήσιμος στην πατρίδα του σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές, που το φυτίλι του πολέμου ήταν έτοιμο να ανάψει.
Αν και η πολιτική με τη στενή έννοια, όπως ο ίδιος ομολογεί, δεν τον ενδιέφερε ποτέ, όμως η δραστηριότητά του στις παραμονές της φασιστικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδος έγινε αντικείμενο πράξεων της μεγάλης πολιτικής. Γι’ αυτό και η σωστή πατριωτική στάση του απασχόλησε την ανώτατη ιεραρχία του Ναζισμού στο Βερολίνο. Υπάρχει κείμενο, γραμμένο στις 10 Σεπτεμβρίου του ‘40, προερχόμενο από τον αρχηγό της Υπηρεσίας Ασφαλείας και της πολιτικής αστυνομίας του Γ’ Ράιχ, (της χιτλερικής Ζίχερχάιτς-ντίιστ, η οποία στη δίκη της Νυρεμβέργης καταδικάστηκε σαν ναζιστική- εγκληματική Υπηρεσία), που αφορά την αντιγερμανική δραστηριότητα του Έλληνα διευθυντή του Εξωτερικού Τύπου Γ. Σεφεριάδη. Παραθέτω απόσπασμα σε μετάφραση:
Ο Σεφεριάδης μπορεί να θεωρείται σαν ο κύριος υπεύθυνος μιας εχθρικής προς τη Γερμανία κι επομένως φιλοαγγλικής στάσης του ελληνικού Τύπου. Είναι αυτός που υποκινεί (και υποδαυλίζει) όλες τις απαγορεύσεις και κατασχέσεις γερμανικών εφημερίδων, άρθρων, ανακοινώσεων και βιβλίων από την πλευρά του Υπουργείου Τύπου. Προς αυτή την κατεύθυνση επηρεάζει και τον υπουργό Τύπου κ. Νικολούδη.(…) Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως εξουδετέρωση του Σεφεριάδη θα εξασφάλιζε μια ουσιαστικά φιλικότερη στάση του ελληνικού Τύπου απέναντι στις γερμανικές επιδιώξεις (ΝΕΑ, 28 Φεβρουαρίου, 1988).
Και παρά το γεγονός ότι είναι ανώτερος υπάλληλος στο Υπουργείο Εξωτερικών η στάση του απέναντι στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου εμφανίζεται μέσα στο προσωπικό του Ημερολόγιο τελείως αρνητική, ιδίως αναφορικά με τους στυλοβάτες του καθεστώτος γερμανόφιλους διπλωμάτες της εποχής: Αλέξη Κύρου, Λέοντα Μελά και Βασίλη Παπαδάκη. Για τον ίδιο τον Μεταξά δεν υπάρχουν πληροφορίες μέσα στο Ημερολόγιό του παρά μόνο, όταν πέθανε, ένα σχόλιο: «Πέθανε ο Μεταξάς και μας άφησε την κοπριά του».
ΕΥΡΩΠΗ
Το θέμα βέβαια για τον διπλωμάτη ποιητή είναι ευρύτερο. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα σε πολιτική και πνευματική δυσλειτουργία αλλά ολόκληρη η Ευρώπη, η Ευρώπη των δημοκρατικών χωρών: Αγγλίας, Γαλλίας. Πρόκειται για μια κρίσιμη περίοδο που βρέθηκαν αντιμέτωπα δυο στρατόπεδα: από τη μια τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας που επαγγέλλονταν μιαν απάνθρωπη «Νέα Τάξη» και φιλοδοξούσαν να εξουσιάσουν ολόκληρη την Ευρώπη και ένα μεγάλο μέρος του κόσμου κι από την άλλη οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης Αγγλία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Κι ενώ οι φασιστικές δυνάμεις ετοιμάζονταν πυρετωδώς για την υλοποίηση των στόχων τους, οι φιλελεύθερες δυνάμεις δεν φαίνεται να διακρίνουν καθαρά τον κίνδυνο από τον πόλεμο που ερχόταν και παρακολουθούσαν παθητικά τα καλπάζοντα γεγονότα. Για τον Σεφέρη δείγμα αυτής της αδιαφορίας, της «στραβωμάρας», όπως την αποκαλεί ο ίδιος[i], αποτελεί η άρνηση των αγγλογάλλων το ’36 να συνδράμουν τη δημοκρατικά εκλεγμένη ισπανική κυβέρνηση εναντίον της συνωμοσίας του Φράνκο. Κι ακόμη περισσότερο η έλλειψη πολιτικής διορατικότητάς τους αποκαλύπτεται το ’38 με τις συμφωνίες του Μονάχου, όταν «παραδίνουν» την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ, με την ελπίδα ότι έτσι θα αποφύγουν τον πόλεμο (πρβλ το ποίημα της ίδιας συλλογής: «Άνοιξη μ.Χ»). Στο ημερολόγιό του ο Σεφέρης σημειώνει:
Παρασκευή, 30 Σεπτέμβρη (1938), Αθήνα, 11 βράδυ:
Χτες τη νύχτα «ανακοινωθέν των Τεσσάρων», στο Μόναχο. (Αρθουρ Ταάμπερλεν, Εντουάρντ Νταλαντιέ, Μουσολίνι και Χίτλερ). Σήμερα αγγλογερμανικό ανακοινωθέν μη προσφυγής σε πόλεμο. Η Ευρώπη, αυτό που εμείς, έτσι που ανατραφήκαμε, λέγαμε Ευρώπη, αν δεν ξεψύχησε, είναι έτοιμη να ξεψυχήσει.
Και πράγματι οι παραπάνω πολιτικοί προκειμένου να εξευμενίσουν τον Χίτλερ υποχωρούσαν διαρκώς, πράγμα βέβαια που αποδείχτηκε μεγάλο λάθος. (Και σήμερα δυστυχώς, αν και δεν έχουμε ακριβώς τις ίδιες καταστάσεις, το ίδιο όμως λάθος κάνουν, κατά τη γνώμη μου, στην Ευρώπη, καθώς αφήνουν την Ερντογάν να δρα ανενόχλητα). Έπρεπε ν’ αρχίσει ο γερμανοπολωνικός πόλεμος (1η Σεπτ. ’39), ένα ολόκληρο δηλαδή χρόνο μετά, για να συνειδητοποιήσουν καθαρά πλέον τον φασιστικό κίνδυνο η Γαλλία και η Αγγλία και να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία.
Δυο μέρες αργότερα ο Σεφέρης γνωρίζεται με τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Μίλλερ, ο οποίος από το 1934 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1939 ζει στο Παρίσι. Είναι γνωστός κυρίως από τα δύο εμβληματικά μυθιστορήματά του, που είχε γράψει τότε πρόσφατα: Τον Τροπικό του Καρκίνου και τον Τροπικό του Αιγόκερω. Ο Σεφέρης τον εμπιστεύεται κι αρχίζει μια φιλία μεταξύ τους με κοινές εξόδους, εκδρομές και συζητήσεις. Κάποια μέρα στο δρόμο, γράφει ο Σεφέρης,
«ήρθε η κουβέντα για τον πόλεμο. Έλεγα γι’ αυτό το αίσθημα που έχει κανείς κάποτε ότι όλα τούτα γίνουνται όπως μέσα σε κάποιον ύπνο, σαν υπνοβάτες. «Ναι, περίεργο» μ’ αποκρίθηκε «στο Παρίσι, πριν από χρόνια, παρατηρώντας πόσο η ζωή γίνεται όλο και πιο αφηρημένη, λέγαμε μ’ ένα φίλο: θα καταλήξουν να σκοτώνονται χωρίς να το καταλαβαίνουν. Αυτό γίνεται τώρα». Θέλησα κάτι να ρωτήσω, με σταμάτησε: «Θα προτιμούσα να μη μιλήσουμε τόσο σύντομα γι’ αυτό το θέμα». Είπε, κι άλλαξε κουβέντα. Μου έκανε εντύπωση. Έμοιαζε σαν να τον είχε αγγίξει κανείς σ’ ένα σημείο πολύ επίπονο»[ii].
Αυτή η ιδέα της υπνοβασίας που ζει η Ευρώπη στα χρόνια εκείνα έρχεται και επανέρχεται στα ημερολόγιά του. Και θεωρεί υπεύθυνους για τα κακά που θα επιφέρει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όλους εκείνους που ενώ ο φασισμός αποκάλυπτε ολοένα πιο πολύ το απάνθρωπο πρόσωπό του, εκείνοι κοιμόντουσαν: Και σημειώνει στο ημερολόγιό του ένα λόγο του φιλοσόφου Ηράκλειτου, (όπως τον μνημονεύει ο Μάρκος Αυρήλιος): «Τους καθεύδοντας, (οίμαι,) ο Ηράκλειτος εργάτας είναι λέγει και συνεργούς των εν τω κόσμω γινομένων». (Νομίζω ότι) ο Ηράκλειτος θεωρεί συνεργούς για τα κακά που γίνονται στον κόσμο τους καθεύδοντες, αυτούς δηλαδή που κοιμούνται, που αδιαφορούν). Και εννοεί βέβαια τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Αγγλίας, αλλά βεβαίως και τους πολίτες αυτών των χωρών. Στις αρχές μάλιστα του Νοεμβρίου του 1939 ο Σεφέρης γράφει κι ένα ποίημα: Les anges sont blans, που το αφιερώνει στον Αμερικανό φίλο του, μέσα στο οποίο εκθέτει όλα αυτά τα θέματα της αδιαφορίας της εποχής εκείνης και τις συνέπειές της σε μια πολύ κρίσιμη καμπή της ιστορίας της Ευρώπης. Ο Μίλλερ έλεγε τότε πως μόνο ένα θαύμα μπορεί να σώσει την Ευρώπη εκείνης της εποχής.
Είναι το ποίημα από το οποίο ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν απόσπασε τους δυο τελευταίους και πολύ ουσιαστικούς στίχους και τους απάγγειλε στις 7 Σεπτεμβρίου 2017 στην ομιλία του στην Πνύκα: Η σεφερική απάντηση όμως μέσα στο ποίημα είναι η παρακάτω:
«…κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων
Γιατί το θαύμα δεν βρίσκεται πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες των ανθρώπων».
ΚΡΗΤΗ
Η επίθεση των Ιταλών εναντίον της Ελλάδος άρχισε, όπως όλοι ξέρουμε, στις 28 Οκτωβρίου ’40 και των Γερμανών στις 6 Απριλίου ’41. Το μέτωπο στην Αλβανία διαλύεται σιγά σιγά. Κι ενώ οι στρατιώτες δείχνουν στα πεδία των μαχών αξιοθαύμαστο ηρωϊσμό, στην Κυβέρνηση επικρατεί πανικός, απώλεια ψυχραιμίας. Ο Κορυζής, που ήταν πρωθυπουργός της χώρας μετά τον θάνατο του Μεταξά, αυτοκτονεί. Απειθαρχία στο ναυτικό, στάση στον «Αβέρωφ», στα υποβρύχια. Ορκίζεται πρωθυπουργός ο Τσουδερός. Ο Τσολάκογλου συνθηκολογεί με τους Γερμανούς. Η Κυβέρνηση με όλο το επιτελείο της, μέσα στο οποίο υπάρχουν πολλά στελέχη της δικτατορίας του Μεταξά (Μανιαδάκης, Νικολούδης, Μελάς, Μαυρουδής, Παπαδάκης…), ετοιμάζει την αναχώρησή της για την Κρήτη. Ο Σεφέρης δεν τρέφει για όλους αυτούς καμιά εκτίμηση. Στο ημερολόγιό του σημειώνει:
«Συλλογίστηκα πολύ αν θα έφευγα μαζί τους. Ο συγχρωτισμός μ’ αυτούς τους ανθρώπους μου φέρνει σηψαιμία. Έπειτα παραδέχτηκα πως αν μείνω οι Γερμανοί θα με αχρηστέψουν από την πρώτη μέρα· ο πόλεμος δεν πρόκειται να τελειώσει με τη μάχη στα ελληνικά χώματα. Αναρωτήθηκα πού θα ήμουν πιο χρήσιμος και πιο συνεπής και τ’ αποφάσισα».
Στις 23 Απριλίου η Κυβέρνηση και τα στελέχη της φτάνουν στην Κρήτη. Ο Σεφέρης ενώ από τη μια χαίρεται τη φύση και τους ανθρώπους του νησιού, από την άλλη τον στενοχωρεί ο αναγκαστικός συγχρωτισμός του με τους πολιτικούς που δεν ενδιαφέρονται τόσο για την τύχη του νησιού όσο για το προσωπικό τους κέρδος. Τον στενοχωρεί επίσης η αναποφασιστικότητά τους, η από τα χρόνια του Μεταξά ηττοπάθειά τους, οι άστοχες ενέργειές τους και η έλλειψη κάθε πολεμικής προετοιμασίας, ούτε από την Κυβέρνηση ούτε από τους Άγγλους. Υπάρχει μια τεράστια αβεβαιότητα για τις επόμενες μέρες και κινήσεις. Βλέποντας μάλιστα μια τάση γενικευμένης φυγής αναρωτιέται γιατί ήρθε η Κυβέρνηση στην Κρήτη, αφού δεν είχε σκοπό να μείνει και να οργανώσει την άμυνα του νησιού.
Στις 14 Μαΐου, λίγες δηλαδή μέρες πριν από τη Μάχη της Κρήτης, η λεγόμενη «εξόριστη Κυβέρνηση» αναχωρεί για την Αίγυπτο και στην ουσία εγκαταλείπει το νησί στους Γερμανούς. Η Κρήτη σε λίγες μέρες μετά θα έχει χαθεί!
Τον πόνο του Σεφέρη για την τύχη της Κρήτης περιγράφει το πρώτο ποίημα: «Μέρες Ιουνίου ‘41» της συλλογής: «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’», που γράφει στα χρόνια του πολέμου.
Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο
με το παλιό· με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας
λαβωμένο· το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.