– Mιa χώρα χωρίς τίποτα είσαι, μικρό Τυρόλο.
Μήτε ναούς, μήτε θεούς, μήτε και βάρδους έχεις.
– Όλα από σένα λείπουνε, δέσποινα των θηρών!
Μα της καρδιάς σου ο έρωτας όνομα ωραίο έχει:
– Λευτεριά! Γιατί να νοιάζει τα τέκνα των βουνών μας
Για ποιο δεσπότη άγνωστο που ‘ρθε απ’ τη Γερμανία
Οι άνθρωποι των λιβαδιών θ’ αρχίσουν να οργώνουν;
Δεν είν’ δουλειά τους τ’ άροτρο, καθώς είναι βουνήσιοι:
Στο χιόνι απά πλαγιάζουνε και τρώνε όταν σκοτώνουν.
Ζουν τον αγέρα τ’ ουρανού που ο Θεός ορίζει.
– Εσύ αγέρα τ’ ουρανού! Αγέρα εσύ των πάντων!
Είσαι για πάντα εκεί ψηλά αγνός σαν μία φλόγα!
Ναι, η λευτεριά πεθαίνει στην κοπριά της πόλης.
Ναι, σεις που τη φυτεύετε σ’ εμφύλιους πολέμους,
Εσείς που τηνε σπέρνετε ακόμα και στους τάφους,
Δε ρίχνει μπόι στα πεδινά τ’ ωριόφυλλο αυτό δέντρο:
Πεθαίνει μες στον βρόμικο αγέρα των ανθρώπων.
Αυτό ανασαίνει ό,τι ακριβώς κι οι κόσμοι ανασαίνουν.
Το χέρι απλώνει ο Θεός. Ανέβετε τη σκάλα !
Ονειροπόλοι, ανέβετε! Αυτός δε θα κατέβει.
Πάρτε και τα σανδάλια σας και το γερό κοντάρι:
Εκεί επάνω στα βουνά η Λευτεριά έχει θρόνο.
Εκεί σε κάθε βήμα του ο άνθρωπος τη βλέπει∙
Και αν την έχει στην καρδιά, τη νιώθει να σκιρτάει.
—————-
Ο Alfred de Misset ( 1810 – 1857 ) ήταν στα είκοσι δύο του χρόνια όταν έγραψε το πολύστιχο ποίημα Το Τυρόλο ( Le Tyrol ). Aυτή την ορμή, τον ενθουσιασμό και τη δροσιά της νιότης του αποπνέουν οι στίχοι του σ’ αυτό το ποίημα. Το θέμα του εδώ είναι η ελευθερία. Δεν πρόκειται όμως για την ελευθερία που προκύπτει ύστερα από πολιτικούς ή κοινωνικούς, αιματηρούς αγώνες (σε κάποιο σημείο μάλιστα του ποιήματος έχουμε υπαινιγμό στην Επανάσταση του 1830, καθώς και σ’ εκείνη του 1832, η οποία μας είναι γνωστή από τις σελίδες των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκώ). Η ελευθερία για την οποία κάνει λόγο εδώ ο ποιητής είναι αυτή που απολαμβάνει ο άνθρωπος που ζει κοντά στη φύση και που αντλεί την επιβίωσή του μόνο απ’ αυτή. Και τέτοια ελευθερία απολαμβάνουν οι άνθρωποι που ζουν επάνω στα βουνά, ανασαίνοντας τον καθαρό αέρα της ελευθερίας και τρεφόμενοι απ’ το κυνήγι. Αυτή την ελευθερία, που εδώ συμβολίζεται με το Τυρόλο, τη γνωστή αλπική περιοχή, υμνεί ο ποιητής και την αντιπαραβάλλει με εκείνη των πόλεων , για την οποία αμέτρητοι άνθρωποι σκοτώνονται.
Από όσο τουλάχιστον γνωρίζω, η έμμετρη αυτή μετάφραση πρέπει να είναι η πρώτη στη γλώσσα μας. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν ο Misset ήταν ακόμη επίκαιρος, ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που τον είχε διαβάσει και τον έκανε γνωστό στο ελληνικό, αναγνωστικό κοινό είναι ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Θα κλείσω αυτό το σχόλιο με λίγους στίχους με τους οποίους ο ποιητής των Νυχτών δίνει μιαν απάντηση στον σκεπτικισμό της εποχής του.
Ο κόσμος γυρνάει.
Μια απέραντη ελπίδα διαπερνά τον κόσμο:
Παρά τη θέλησή μας, πρέπει να σηκώνουμε τα μάτια
Προς τον ουρανό.