You are currently viewing Βασιλική Νικοπούλου: Tο διαιτολόγιο του συγγραφέα   

Βασιλική Νικοπούλου: Tο διαιτολόγιο του συγγραφέα  

ΠΡΟΓΕΥΜΑ

Ξυπνά γύρω στις 7.00 – αν βέβαια έχει κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα και προσπαθεί να θυμηθεί μισοζαλισμένος μία λέξη ή μία εικόνα του ονείρου του. Σίγουρα θα του χρειαστεί! Ύστερα την κρατά σφικτά στα δόντια μην δραπετεύσει, καθώς νίβεται κρύο νερό ξεπλένοντας την τελευταία του θύμηση.

Αδειάζει το κρεβάτι του από τον σωρό των βιβλίων και σημειώσεων και διαπιστώνει για άλλη μια φορά πως αυτό που τον τσιμπούσε όλη νύχτα, δεν ήταν  ο οίστρος, αλλά το καλά ξυσμένο μολύβι του που το κρατούσε μέχρι που αποκοιμήθηκε. 

Ντύνεται βιαστικά χωρίς να πολυσκεφτεί συνδυασμούς χρωμάτων και υφασμάτων, ξεροκαταπίνοντας το ψέμα της χθεσινής μέρας φορώντας όμως πάντα το αγαπημένο του φουλάρι. Δίνει μια γρήγορη ματιά στον καθρέπτη. Πω πω… οι μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια του έχουν επενδύσει σε ανάπτυξη γης. Αυθαίρετα και με πονηριά επεκτάθηκαν στο χαμόγελο, στα ρούχα, στα παπούτσια και στο δωμάτιο.

Γρήγορα… άνοιξε τα παράθυρα να μπει ο ήλιος! 

Η κουζίνα γέμισε ήλιο… Μα ποιος του ετοίμασε καφέ αφού ζει μόνος; Α θυμήθηκε είναι ο καφές που περίσσεψε από τα δυο φλιτζάνια που έφτιαξε χθες. Μα τι συνήθεια κι αυτή… πάντα ψήνει δυο. 

Σερβίρεται λίγο πρωινό φως στο ψωμί του χωρίς πολλές λιπαρές υποσχέσεις,  λίγες ελιές για αιωνιότητα, τυρί αλμυρό για ν’ αντέξει τη θλίψη της μέρας και ένα αυγό για να προβάρει και σήμερα το σπάσιμο του τσοφλιού του… 

Φεύγει, δεν κλειδώνει… είναι μάταιο, αφού οι ψυχές μπαίνουν πάντα ακόμη κι όταν διπλοκλειδώνει…

 

ΔΕΚΑΤΙΑΝΟ

Γύρω στις 11.30 έχει διάλειμμα μισής ώρας  για φαγητό και ξεκούραση από τη ροή της δουλειάς. Μα δεν πήρε τίποτα για κολατσιό από το σπίτι φεύγοντας! Το μόνο που πήρε μαζί του είναι κάτι σημειώσεις μιας ιδέας που  στριφογυρίζει στον μυαλό του εδώ και μέρες. Ευκαιρία να τις κοιτάξει τώρα στο μισάωρο χαλάρωσης. Μήπως όμως κουραστεί περισσότερο;

Παίρνει τον καφέ του από την καντίνα. Διπλός και μέτριος για να κρατήσει ισορροπίες με τη ζάχαρη… εξάλλου η πίκρα είναι πιο δυνατή πάντα. Κι ένα μικρό κουλούρι με σουσάμι για να του θυμίζει την πολυτέλεια που χάνει. Αρκούν… 

Πίνει την πρώτη γουλιά μελάνης τάζοντας στον εαυτό του μία αιωνιότητα και δαγκώνει την πρώτη μπουκιά σκορπίζοντας το σουσάμι του ψωμιού πάνω στα χαρτιά του.

Πετεινά του ουρανού είναι και οι λέξεις, συλλογάται. Ας τσιμπολογήσουν…

Αρχίζει να γράφει… Ο κόσμος γύρω του χάνεται. Η ιδέα που τον στριφογύριζε πριν στρογγυλοκάθεται τώρα πάνω και μέσα στο κεφάλι του, όπως ο βασιλιάς στον θρόνο του. Γράφει ασταμάτητα για να προλάβει… Μετά από αρκετή ώρα πίνει τη δεύτερη γουλιά του παγωμένου πλέον καφέ ξεχνώντας παντελώς το κουλούρι του, που κατατρώγεται από περιστέρια και σπουργίτια δίπλα… Το φτεροκόπημά τους συνοδεύει τις τελευταίες του σκέψεις… “Μακάρι σαν τα πουλιά να προσγειώνομαι χωρίς να τραυματίζομαι” γράφει καθώς δύο συνάδελφοι τον τραβούν από το μπράτσο. Διάλειμμα ζωής τέλος. Επιστροφή   στην δουλεία… 

 

ΚΥΡΙΟ ΠΙΑΤΟ 

Τελειώνοντας το 8ωρο του, τακτοποιεί τους φακέλους της μέρας στη θέση τους. Πρέπει το γραφείο του να μείνει στο τέλος της μέρας καθαρό -για κάθε τυχόν μελλοντική αναγνώριση. Εξάλλου πάντα ένα σύνθετο -ποιεί τον κυνηγά ανελλιπώς στα χείριστα. 

Η σκέψη του ακόμα θολή, καθώς επιστρέφει σπίτι. Πεινά είναι σίγουρο, αλλά τούτη η πείνα δεν χορταίνεται με ψωμί, δεν χορταίνεται με ύλη. Είναι πείνα και δίψα για διάβασμα και γράψιμο. Είναι πείνα για έμπνευση… Είναι πείνα δρόμος με τους πεινασμένους! Είναι πείνα βωμός στους αδικημένους!

Βράζει νερό για μια γρήγορη κι εύκολη μακαρονάδα με μπόλικο κεφαλοτύρι κι σάλτσα με βασιλικό -βασιλικό γεύμα- και καθώς ψάχνει στα ερμάρια τα υλικά παρασκευής του μεσημεριανού του, συλλογάται πως όλοι βράζουν στο ζουμί της ύπαρξής τους…

Τα όνειρα, οι ελπίδες οι φόβοι, οι θρίαμβοι και οι αποτυχίες… οι γλυκόπικρες αναμνήσεις και συγκινήσεις, όλα δικά μας, αυθεντικά και κίβδηλα. Όλα τα κουβαλάμε…Άλλοι με άνεση και περηφάνια, άλλοι με κόπο και οδύνες κι άλλοι τα σέρνουν ξωπίσω τους και πότε – πότε τα ξεχνούν ή τα αφήνουν δω και κει, σκουπίδια στο χρόνο τους.

Το νερό κοχλάζει σαν την ανήμερη ψυχή του. Ρίχνει το ζυμαρικό μασουλώντας ένα μολύβι που βρήκε πρόχειρο στον πάγκο της μικρής κουζίνας του. Δέκα με δώδεκα λεπτά κι είναι όλα έτοιμα… Μα τόσος λίγος χρόνος από την απεραντοσύνη για να χορτάσει; Και τότε, πως φεύγει η ζωή μας σε πλούσια και μακρόσυρτα γεύματα εργασίας για την επίλυση εκατοντάδων, δύσκολων προβλημάτων προσωπικών, επαγγελματικών, κοινωνικών και διακρατικών κι ακόμα άλυτα μένουν και στοιβάζονται για τις επόμενες γενιές καταναλωτών;

Στρώνει τραπέζι, καθαρή πετσέτα και πιάτο. Μια μικρή τρίαινα  και ο ποσειδώνας του στομάχου του σύντομα θα ημερέψει. Δίπλα στο σερβίτσιο ανοίγει τα χαρτιά του… Μα πού είναι η πρωινή ιδέα του δεκατιανού του; Χαμογελά πονηρά και αρχίζει να γράφει σουρώνοντας τις σκόρπιες λέξεις και φράσεις στα περιθώρια του τετραδίου του. Γράφει …γράφει ασταμάτητα καταρρίπτοντας ταυτόχρονα τις παροιμίες “ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται” και “νηστικό αρκούδι δεν χορεύει” με γράμματα που θυμίζουν ιατρική συνταγή. 

Μα ποιον θα γιατρέψει μ’ αυτά που γράφει; Ποιός θα καταλάβει τα καρδιογραφήματά του και θα τον πιστέψει πως μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο; 

Ο βασιλικός μοσχομύρισε το σπίτι με φρέσκιες μνήμες των παιδικών του χρόνων. Ο ορισμένος χρόνος έφυγε τρεχάτος σαν πεινασμένος. Το μακαρόνι λάσπωσε, αλλά δεν έχει καμία απολύτως σημασία, γιατί η καρδιά του και η ματιά του παραμένουν καθαρές να υποδεχτούν και να απολαύσουν το επιδόρπιο της ζωής, που δεν είναι άλλο από την γλυκιά ευχαρίστηση της ολοκλήρωσης. 

 

ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ

Το μεσημεριανό του τελείωσε, γράφοντας ταυτόχρονα δίπλα από το πιάτο σε διάφορα χαρτιά και γεμίζοντας μέχρι και στις χαρτοπετσέτες που ήταν πάνω στο τραπέζι. Σηκώθηκε, άνοιξε μεμιάς το παράθυρο της κουζίνας για φρέσκο αέρα, σαν ν’ απελευθέρωνε επιτέλους τις υπόλοιπες λέξεις που πετούσαν στην ατμόσφαιρα και πήρε μια βαθιά ανάσα ικανοποίησης. Ένιωσε μια απερίγραπτη πληρότητα, λες και είχε γευματίσει στον παράδεισο. Κατευθύνθηκε στον μικρό μπουφέ. Άνοιξε ένα μπουκάλι ξεχασμένο κονιάκ , που του είχαν φέρει δώρο στη γιορτή του και μπρος στον καθρέπτη ήπιε μια δυνατή γουλιά μεταλαβιάς στην υγειά της ιδέας του. Χαμογέλασε… Γέμισε λίγο ακόμα το ποτήρι του και σφάλισε πάλι το άνοιγμά του… κλείνοντας ελαφρά τα μάτια μην τάχα και πονέσει το γυάλινο μπουκάλι.  Ύστερα κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα του δίπλα στο γραφείο της βιβλιοθήκης και άνοιξε το ασημόχαρτο της μισής υπόλοιπης σοκολάτας γάλακτος που είχε αφήσει από προχθές το βράδυ, για να απολαύσει το επιδόρπιό του! “Τί υπέροχη στιγμή ηρεμίας” ψιθύρισε… καθώς ο κεραμιδόγατος Ορέστης πήδηξε απ’ έξω στην αγκαλιά του γουργουρίζοντας και συμφωνώντας απόλυτα. 

 

ΔΕΙΠΝΟ

Το απόγευμα κύλησε όμορφα αγναντεύοντας τα μακρινά, πασπαλισμένα με άχνη βουνά και τη θάλασσα που γινόταν άβυσσος, ακούγοντας αγαπημένες μουσικές. Το δωμάτιο του γραφείου φωτισμένο από την επιτραπέζια, κίτρινη λάμπα του και τις μανιασμένες μέδουσες του τζακιού ήταν σκεπασμένο από τα ανοιγμένα φύλλα των βιβλίων, των τετραδίων και της καρδιάς του. Είχαν ξυπνήσει πάλι οι μνήμες, οι μυρωδιές και οι εικόνες… «Αόρατα χέρια τραβούσαν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια…» Όχι, δεν θα σας τα πω τώρα. Θα τα διαβάσετε σίγουρα κάποτε σε κάποιο ξεχασμένο βιβλίο σας στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης. Εκεί που η σκόνη στοιβάζει με ευγένεια τα άτομά της, και τρυπώνει ανάμεσα στα μεσοδιαστήματα του χρόνου καθαριότητας και αληθινής βρωμιάς. 

 

Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Έπρεπε να ετοιμάσει το δείπνο του, λιτό και θρεπτικό σαν το ποίημα της νύχτας που τον περίμενε υπομονετικά για να τον αιφνιδιάσει. Πήρε τη μεγάλη σαλατιέρα από την πιατοθήκη και άρχισε να καθαρίζει προσεκτικά λογής φρούτα εποχής. Θυμήθηκε τη μεγάλη μηλιά του πατρικού σπιτιού που ανέβαινε ως την κορφή, -μα τι θέα από ψηλά- τα αγκάθια της νεραντζιάς που τον τρυπούσαν κάθε τόσο – δεκάδες τρύπες σ’ όλα τα μέρη του σώματος, μα κυρίως στο μυαλό του -, και τη χαριτωμένη μικρή αχλαδιά που είχε φυτέψει με τους γονείς του δηλώνοντας ότι θα γίνει γεωργός όταν μεγαλώσει,να παλεύει με τη φύση και τα θεριά της. Ύστερα σκόρπισε πάνω τους σαν χαλάζι καρπούς, ξηρούς υποθέτω, άνευ υγρασίας και μελάνης. Τρώγοντας, μασουλώντας και μηρυκάζοντας μπουκιές και ιδέες, γυρνώντας στη μελέτη του, σκέφτηκε πως τελικά τήρησε την υπόσχεσή του στο σύμπαν. Έγινε γεωργός, συναισθημάτων και σκέψεων, σκαλίζοντας δυνάμεις ένδον και εκατέρωθεν, έχοντας για υνί στο άροτρό του, μόνο ένα μολύβι, πάντα τόσο καλά ξυσμένο και μυτερό, για να ανοίγει και πάλι τρύπες στο λευκό του χώμα και να σπέρνει μία-μία τις λέξεις που θα ταΐσουν τις επόμενες γενιές εραστών της γραφίδας.

Ώρα για τσάι καυτό σαν το τελικό επόμενο ανάγνωσμα. 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.