Συχνά αναρωτιόταν εάν επρόκειτο για μια εμμονή ή για μια πρόκληση. Και κάθε φορά η απάντηση ήταν διαφορετική. Ανάλογα με τη διάθεση. Ή την οπτική γωνία.
Εκείνο το απόγευμα που διέσχισε για πρώτη φορά την πόρτα του αγωνιστικού ομίλου ήταν σχεδόν φοβισμένη. Στη ζωή της όλη μόνο μουντζούρη και κοντσίνα είχε παίξει με τη γιαγιά της. Δεν θα ήταν υπερβολικό εάν παραδεχόταν πως μπέρδευε την πίκα με το σπαθί. Έδωσε τα στοιχεία της, πλήρωσε το αντίτιμο των είκοσι πρώτων μαθημάτων, της δώρισαν το πρώτο της τεράστιο βιβλίο με τεχνικές και συμβάσεις που θα έπρεπε να μελετήσει επιμελώς, διάλεξε ένα τραπέζι και κάθισε. Δεν γνώριζε ότι συγχρόνως είχε διαλέξει και συμπαίκτη, τον κύριο απέναντί της. Γιατί το μπριτζ είναι σαν το τανγκό. Παίζεται με δύο.
Έκτοτε, είχε αλλάξει πολλούς κυρίους, συμπαίκτες δηλαδή, αφού το παιχνίδι δεν εξελισσόταν μόνο με βάση τις γνώσεις και την ικανότητα του συμπαίκτη που λειτουργούσε προσθετικά ή αφαιρετικά στη δική της αμφισβητήσιμη ακόμα ικανότητα, αλλά και με βάση τον χαρακτήρα. Γιατί το παιχνίδι είναι ανταγωνιστικό. Και όπως κάθε ανταγωνισμός, αποκαλύπτει τον χαρακτήρα.
Της άρεσε να παρατηρεί τους συμπαίκτες της και τους αντιπάλους. Οι περισσότεροι εμφανώς προέρχονταν από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Καλοντυμένοι, ευγενείς. Το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Μα όταν ερχόταν η ώρα να αποδεχθούν ότι έχασαν, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να μετατρέπονται σε ύαινες. Πετούσαν επιδεικτικά τα χαρτιά στο τραπέζι και ποτέ δεν παραδέχονταν το δικό τους λάθος. Το λάθος ήταν πάντα του συμπαίκτη.
Είπαμε, το παιχνίδι είναι ανταγωνιστικό. Ήξεραν να δείχνουν τα νύχια τους. Κι αναρωτιόταν κατά πόσο στη ζωή, το να δείχνεις τα νύχια σου σε βοηθάει να ανέρχεσαι στην κοινωνική διαστρωμάτωση.
Παρατηρούσε, λοιπόν, τους παίκτες να δείχνουν τα νύχια τους. Μεταφορικά. Μα της άρεσε να παρατηρεί τα νύχια και κυριολεκτικά. Οι γυναίκες παίκτριες πάντα περιποιημένες. Κομμωτήριο, επώνυμα ρούχα, βαμμένα νύχια. Κάθε που υποδέχονταν στο τραπέζι τους καινούριους αντιπάλους, το μάτι της έπεφτε στα νύχια των γυναικών έτσι όπως κρατούσαν τα χαρτιά. Στα χρώματα. Κι άρχισε να τα βάφει και η ίδια.
Δεν ήθελε να τους μοιάσει. Δεν προφασιζόταν ότι ανήκε κι εκείνη στην ίδια κοινωνική τάξη. Κι αν ανήκε, ήταν πάντα το πνεύμα της αντιλογίας. Η σύγκρουση μέσα στο σπίτι. Κι έτσι, παρά το γεγονός ότι άρχισε κι αυτή να τα βάφει, πάντα έβαζε ένα διαφορετικό χρώμα στο προτελευταίο δάχτυλο. Η συμβολική της επανάσταση. Η γλώσσα που έβγαζε στο κατεστημένο. Υποτίθεται.
Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στη Λέσχη. Κι όλο και πιο συχνά σε τριήμερα ατελείωτα τουρνουά σε μεγάλα πολυτελή ξενοδοχεία. Κι όταν δεν έπαιζε μπριτζ, πάλι στο παιχνίδι τριγύριζε το μυαλό της. Έπρεπε να γίνει καλύτερη. Ήταν θέμα αξιοπρέπειας, τιμής, να βρίσκεσαι στις ανώτερες θέσεις της αγωνιστικής κατάταξης. Στο τέλος της βραδιάς να φεύγεις από το παιχνίδι με το κεφάλι ψηλά. Και με μια ανεπαίσθητη ειρωνεία στα χείλη, θα έλεγε, γι’ αυτούς που έφαγαν τη σκόνη της. Γιατί είπαμε. Το παιχνίδι είναι ανταγωνιστικό.
Έτσι, το μπριτζ άρχισε να απορροφά την καθημερινότητά της. Καθόταν μπροστά στον υπολογιστή κι αντί να προχωράει την ερευνητική της εργασία, κάθε τόσο έπαιζε διαδικτυακά μια παρτίδα μπριτζ. Για διάλειμμα, βρε αδελφέ. Για να ξεθολώνει το μυαλό της από τα επιστημονικά….
Όμως, το υποτιθέμενο διάλειμμα μετατράπηκε σε εθισμό. Ο κέρσορας, όλο και πιο νευρικός, άνοιγε παράθυρα με παρτίδες μπριτζ, με επεξηγήσεις για την στρατηγική που έπρεπε να ακολουθήσει, με στατιστικά στοιχεία για τις πιθανότητες που ο ρήγας θα μπορούσε να βρίσκεται δεξιά της ή αριστερά της, και πόσα άλλα. Ατελείωτα. Κι όταν έκλεινε τις σχετικές ιστοσελίδες, ο κέρσορας, πάντα νευρικός, δεν επέστρεφε στο επιστημονικό της κείμενο, αλλά αναζητούσε κι άλλο διάλειμμα, από το μπριτζ αυτή τη φορά. Κι έτσι, για το διάλειμμα, βρε αδελφέ, ξεγλιστρούσε στο youtube. Δεν γλίτωνε από τον πειρασμό να δει κα ’να δύο βίντεο με παρατημένα ζώα που κάποιος καλός σαμαρίτης βρέθηκε να περιμαζέψει. Για να τονώσει την πίστη της στην ανθρωπιά… Και για να δικαιολογήσει την απόδρασή της από την εργασία της, αναζητούσε και κάποια με ιστορικές φωτογραφίες. Καθότι ιστορικός, υπενθύμιζε στον εαυτό της. Η πρώτη πτήση των αδελφών Ράιτ, η φόρτωση της ατομικής βόμβας, το γυμνό κορίτσι που τρέχει χτυπημένο από τις βόμβες ναπάλμ, ο βουδιστής που αυτοπυρπολείται…..Τα γνωστά. Τα χιλιοϊδωμένα.
Και όπως εναλλάσσονταν οι φωτογραφίες, η μια μετά την άλλη μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αντίκρυσε κάποια που δεν πρόλαβε να κατανοήσει τι απεικόνιζε. Μαύρη με κάποιες κάθετες γραμμές. Γύρισε το βίντεο προς τα πίσω να την ξαναδεί. Δεν μπόρεσε και πάλι να την ερμηνεύσει. Το ξαναγύρισε. Και πάλι. Τότε πάγωσε τη στιγμή για να προλάβει να διαβάσει την επεξήγηση: Άουσβιτς. Οι γρατζουνιές που άφησαν οι κρατούμενοι στους θαλάμους αερίων.
Οι νυχιές.
Τα νύχια.
Ανδρών και γυναικών.
Η φωτογραφία δεν μπορούσε παρά να είναι μαυρόασπρη.
Δεν άντεχε άλλο χρώμα η εποχή.