ΠΟΛΙΟΡΚΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΛΛΟΤΡΙΟ ή: ΤΟ «ΕΚΕΙ» ΩΣ «ΕΔΩ»
Ο τίτλος Εκεί του πρόσφατου βιβλίου του Γιώργου Βέη είναι καταρχήν το δεικτικό «εκεί»: ο συγγραφέας-ταξιδευτής δείχνει στον αναγνώστη με το δάχτυλο της γραφής, της περιγραφής, του στοχασμού, της φωτογραφίας, τόπους που επισκέφτηκε (και στους οποίους ενίοτε έζησε και εργάστηκε ως διπλωμάτης): το Βιετνάμ,την Ινδονησία, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Καμερούν, τη Γερμανία. Όταν όμως τελειώνει κανείς το απολαυστικό αυτό ανάγνωσμα, συνειδητοποιεί ότι η δεικτική αντωνυμία του τίτλου δείχνει, εκτός από το «εκεί» των τόπων, το «εκεί» των τρόπων με τους οποίους ο συγγραφέας μετέτρεψε τις ξένες χώρες –εξωτικές, οι περισσότερες, στα μάτια του Έλληνα αναγνώστη- σε χώρο οικείο· σε «εδώ». Τη διαδικασία, δηλαδή, με την οποία ο Βέης μεταστοιχείωσε το έξω σε μέσα, το εξωτικό σε γνώριμο, τον άλλο σε εαυτό, την ύλη σε πνεύμα, το βίωμα και την ανάμνησή του σε γραφή. Το Εκεί είναι λιγότερο ένα χρονικό συναρπαστικών ταξιδιών και ανακαλύψεων και περισσότερο ένα κείμενο που κινείται μεταξύ ενδοσκοπικού ημερολογίου και αυτοβιογραφίας. Τίποτα δεν είναι ευθύγραμμο, συμβατικό, αναμενόμενο. Καταρχάς ο χρόνος που περνά ο συγγραφέας στις διάφορες χώρες είναι ολότελα αναντίστοιχος με τον αριθμό σελίδων που τους αφιερώνει. Έτσι, η ενότητα που επιγράφεται «Πέντε χρόνια στην Ινδονησία» εκτείνεται σε σαράντα σελίδες, η ενότητα «Επτά χρόνια στην Κίνα» σε μόλις είκοσι, ενώ η ενότητα «Βιετνάμ», καρπός μιας δεκαπενθήμερης μόλις επίσκεψης στον τόπο, καταλαμβάνει περισσότερες από ογδόντα σελίδες. Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με εσωτερικές διεργασίες, με τον τρόπο που οι τόποι χαράσσονται στα ενδότερα του συγγραφέα.
Αντισυμβατική είναι και η στάση που επιδεικνύει στα επισκεπτόμενα μέρη. Δεν ακολουθεί ταξιδιωτικούς οδηγούς, δεν αρκείται σε απορρόφηση και παράθεση πληροφοριών, δεν φωτογραφίζει για να ακυρώσει τη λειτουργία της μνήμης αλλά για να συλλάβει βαθύτερες ουσίες, δεν κρατά τις άμυνες του συνήθους επισκέπτη εξωτικών χωρών, δεν περιχαρακώνεται στο εγώ του – είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου της ενότητας για την Ιαπωνία: «Τόκιο: αφήνομαι». Η γραφή του Βέη μας αποκαλύπτει πολλά για τον χαρακτήρα του, για τις συνήθειές του, για τους τρόπους πρόσβασής του στο ξένο. Περιδιαβάζει στον άγνωστο τόπο με την ίδια, κάθε φορά, αδηφάγα περιέργεια, που κάποτε, όπως θα δούμε, παίρνει ένα άρωμα σχεδόν σεξουαλικής επιθυμίας. Ο συγγραφέας κοιτάει, μυρίζει, ακούει, αγγίζει, γεύεται, διαβάζει, περπατά, συνομιλεί, φωτογραφίζει, πάντα με χαρά, συχνά με ενθουσιασμό· με αυθορμητισμό· με εμπιστοσύνη στο ξένο και στον ξένο· με τρυφερότητα, ενσυναίσθηση του ξένου· ταπεινότητα· διάθεση «συνταύτισης», όπως ο ίδιος κάπου γράφει (σ. 127)· με την καθοδήγηση, συνήθως, ντόπιων φίλων, καθώς η κοινωνικότητά του είναι έντονη και προτιμά να μυείται στα μυστικά των χωρών από όσους τις ξέρουν καλύτερα από τον ίδιο (καμία τάση απόμονωσης ή κατά μόνας περισυλλογής τις στιγμές της εξερεύνησης – μόνο, αναπόφευκτα, τις ώρες της συγγραφής)· με στοχαστικότητα, διάθεση συνεχούς εμβάθυνσης τόσο στο καινούργιο που συναντά όσο και στις σκέψεις και τα συναισθήματα που αυτό του γεννάει· με αισιοδοξία, με ευγνωμοσύνη για ό,τι του προσφέρεται, με τάση συχνά δοξολογική – δεν είναι διόλου τυχαίο ότι αναλύει το Άξιον Εστί του Ελύτη στο Χονγκ Κονγκ – «Άξιον Εστί» και το δικό του Βιετνάμ, η Ινδονησία, η Ιαπωνία, η Κίνα, το Καμερούν (όχι όμως και η Γερμανία, όπως θα δούμε). Εν ολίγοις, ο Βέης έχει παρθενικότητα τόσο στο βλέμμα όσο και στον ψυχισμό. Διατηρεί την τόσο απαραίτητη στους ταξιδευτές παιδικότητα, συνδυασμένη με τη διάθεση εμβάθυνσης του διανοούμενου ενήλικα. Παιδικότητα και ωριμότητα είναι μία από τις πολλές οσμώσεις που συντελούνται στο βιβλίο αυτό – βιβλίο οσμώσεων των αισθήσεων, των τεχνών, των πολιτισμών και των ανθρώπων τους.
Θα ξεκινήσω από την όσμωση του συγγραφέα με τους κατοίκους των χωρών που επισκέπτεται. Υπάρχουν συγκινητικές στιγμές στο βιβλίο, όπως όταν ο Βέης δέχεται τη σφυρίχτρα που του προσφέρει διερχόμενο βιετναμεζάκι, σφυρίζει, τη σκουπίζει προσεκτικά και του την επιστρέφει. Παραθέτω ένα απόσπασμα που φανερώνει την παιδικότητα του αφηγητή, τη στοργή του για το ξένο αγόρι, τη μετάπλαση του τυχαίου περιστατικού σε βίωμα που ξεπερνά τον συγκεκριμένο τόπο, γίνεται συμπαντικό:
Ένας πιτσιρικάς μού προτείνει τη σφυρίχτρα του. Μάλλον δεν έχει κλείσει τα πέντε. […] Τυχαία συνάντηση σ’ ένα φανάρι, περιμένοντας το πράσινο, ο ένας δίπλα στον άλλο. Προφανώς θέλει να μου τη δανείσει. […] Την παίρνω και, διασχίζοντας τον δρόμο με την άνεσή μου, σφυρίζω. Μόλις φτάνουμε στο απέναντι πεζοδρόμιο, την επιστρέφω στον περιχαρή κάτοχό της, αφού πρώτα τη σκουπίσω, όσο καλύτερα γίνεται, μ’ ένα χαρτομάντιλο. Χωρίζουν οι δρόμοι μας. Τώρα παρατηρώ τη λιλιπούτεια πλάτη του, τα ποδαράκια που προσπαθούν να συντονιστούν με τον γρήγορο βηματισμό της γυναίκας. Είναι η σειρά του να σφυρίξει το δικό του τραγούδι. […] Είναι μια ωδή αυτοπεποίθησης. Η δίνη της κυκλοφορίας φαίνεται να υποχωρεί. Η σφυρίχτρα, εξ ορισμού εχθρός του χάους, ελέγχει την τάξη. Το αίτημα της αρμονίας στα χείλη ενός παιδιού. (σ. 45)
Εξίσου αλλά αλλιώς συγκινητική είναι η επαφή του συγγραφέα με τις πωλήτριες του καταστήματος «Man My» στην Παλαιά Συνοικία της πρωτεύουσας του Βιετνάμ. Με βαθιά παρατηρητικότητα και ποιητική διάθεση, περιγράφει τις κινήσεις και τη συμπεριφορά μίας από αυτές:
Η αέρινη συμπεριφορά. […] Το εμπόρευμα στα χέρια της μεταφέρεται με τη στοργή μητέρας. Από ράφι σε ράφι, από πάγκο σε πάγκο, η διακίνηση αποτελεί διακίνηση τιμαλφών. Οι τιμές των ειδών σε τοπικό νόμισμα ή σε αμερικανικά δολάρια γλιστρούν από τα χείλη της την κατάλληλη στιγμή: περισσότερο σαν ευχή, παρά σαν εμπορικό σινιάλο – και στη συνέχεια πάει ακόμη βαθύτερα: φαντάζεται τις ψυχολογικά σκληρές διαδικασίες επιλογής των υπαλλήλων και συμπάσχει μαζί τους με ενσυναίσθηση που εκπλήσσει: Φαντάζομαι τη δοκιμασία των εξετάσεων. Το ζύγισμα: τα μέτρα και τα σταθμά της προϊσταμένης ανελαστικά, αυστηρά. Εξόντωση και θρίαμβος. Συνεντεύξεις που ματώνουν το μέσα. Μαντεύω κάποιες ικεσίες που έπρεπε να μείνουν στο πίσω μέρος του Εγώ. […] Τα μάτια τους, χωρίς να είναι καρφωμένα στα δικά μου, τα νιώθω παντού πάνω μου. Ένα απλωμένο δίχτυ βλεμμάτων. (σ. 127)
Ο συγγραφέας συνδέεται σε βάθος με κάθε είδους υπαλλήλους, ακόμη και με τους πλανόδιους πωλητές στα πεζοδρόμια του Βιετνάμ, τη συμπεριφορά των οποίων ανατέμνει εμβαθύνοντας στο πανάρχαιο τυπικό της εμπορικής συναλλαγής («Το εγχειρίδιο-οφθαλμός. Σε διαβάζει, σε κατατάσσει, σε ξέρει ήδη μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. […] Οι επικλήσεις της εγγύησης λες και βγαίνουν από ένα ξύλινο πνευστό. Είναι το λαρύγγι του. […] Φαίνεται ότι αυτοσχεδιάζει, ενώ κατά βάθος τηρεί απαρέγκλητα μια στρατηγική δελεασμών»), διασκεδάζοντας με ψυχική φρεσκάδα για τη συμμετοχή του σε αυτό («Το παιχνίδι για μεγάλους προσφέρεται δωρεάν μέσα ακριβώς στην καρδιά των υπαναχωρήσεων του παζαρέματος») αλλά και ανακαλύπτοντας, ακόμη και εδώ, ίχνη της αξίας της φιλίας: «Επανέρχεται το κύμα των δελαστικών, όπως νομίζει, προσφορών, σαν να ήταν ένα φλιτζάνι τσάι για την επανένωση των φίλων». (σ. 58). Η φιλία πρέπει να εκληφθεί εδώ με την έννοια της «φιλότητας», όπως την αναπτύσσει ο Βέης περιγράφοντας τον οδηγό του αυτοκινήτου που τους πηγαίνει, βράδυ, στις βόρειες ακτές του Βιετνάμ: Δεν είναι δουλικός, αλλά δηλωμένος επαγγελματίας της παμπάλαιης ασιατικής εξυπηρέτησης. Η συμπεριφορά του διακρίνεται από μια πηγαία ευγένεια. Το γελάκι του έχει την αύρα μιας ανόθευτης φιλότητας. Την ψάχνω πάντα στους αναμενόμενους ή μη Άλλους. Όποτε, μάλιστα, τη βρίσκω, όπως στην προκειμένη περίπτωση, νιώθω να δικαιώνεται κατά πολύ η ίδια η ουσία της περιπλάνησης. (σ. 96)
Η όσμωση του Βέη με τα πρόσωπα είναι μέρος της ευρύτερης όσμωσής του με τους τόπους. Θα σταθώ για λίγο στο παραδειγματικό, από την άποψη αυτή, ξεκίνημα του βιβλίου: στο κεφάλαιο «Οι πρώτες λέξεις», που ανοίγει την ενότητα «Βιετνάμ». Στις μόλις οκτώ σελίδες του, ο συγγραφέας επιχειρεί την είσοδό του στο αλλότριο με μια εντυπωσιακή ποικιλία τρόπων. Παραθέτω τις πρώτες σειρές: Πρώτη φορά στα βιετναμέζικα ηχοχρώματα. Μαθαίνω να προφέρω σωστά το όνομα της πρωτεύουσας. Οφείλω καταρχάς να συλλαβίζω κι εδώ με τον δέοντα σεβασμό […] Ο μικρός στοματικός άθλος εξασφαλίζει, άλλωστε, σ’ έναν βαθμό μια ουσιαστικότερη προσέγγιση προσώπων και καταστάσεων. Κι αυτό τιμούν [οι ντόπιοι φίλοι] με την ολόπλευρη συμπαράστασή τους. Φωνοκεντρικό πρωινό: για να μην ξεχάσω, μάλιστα, αυτές ακριβώς τις στιγμές των ασκήσεων του ξαφνιασμένου μου ουρανίσκου, φωτογραφίζω το όνομα δυο τρεις φορές. Το βρίσκω εύκολα σε διαφημίσεις προϊόντων, σε σήματα της τροχαίας, σε ανακοινώσεις πολιτιστικών και άλλων εκδηλώσεων. (σ. 15)
Ο Βέης συνοδεύεται, όπως σε όλες σχεδόν τις διαδρομές του στο βιβλίο, από ντόπιους φίλους, οι οποίοι τον καθοδηγούν και του συμπαραστέκονται σε μια προσπάθεια που φαίνεται ότι τον ενδιαφέρει πολύ: να προφέρει σωστά το όνομα της πρωτεύουσας. Το βιβλίο δεν ξεκινά, λοιπόν, με μια οπτική εμπειρία, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά με μια ακουστική και φωνητική περιπέτεια· με τη μύηση στον αυθεντικό ήχο της βιετναμέζικης γλώσσας, που, όπως γράφει σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου, πίστευε ότι θα τον δυσκόλευε λιγότερο από την ιαπωνική («με ξεγέλασαν τα μονοσύλλαβα. […] Μου διέφυγε, επίσης, από την αρχή τόσο η εμφανής εμβέλεια των συριστικών συμφώνων όσο και η ταχύτητα με την οποία το φωνήεν χανόταν και επανεμφανιζόταν στον ορίζοντα του επικοινωνιακού δούναι και λαβείν», σ. 59). Γιατί τόση έμφαση, στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου, στην επίτευξη του «στοματικού άθλου»; Τόσες ακούραστες ασκήσεις του «ξαφνιασμένου ουρανίσκου»; Γιατί το πρώτο πρωινό στο Βιετνάμ, και σε ολόκληρη τη διαδρομή τού Εκεί, αποκαλείται «φωνοκεντρικό»; Επειδή, για τον συγγραφέα, η πραγματικότητα είναι «ένα καλά τονισμένο φωνήεν, ένα πρόσφορο σύμφωνο» (σ. 66). Ως ποιητής, ο Βέης δίνει πρώτιστη σημασία στη γλώσσα και στους ήχους της. Όμως δεν του αρκούν οι προσπάθειες να ακούσει προσεκτικά και να αρθρώσει σωστά: στη συνέχεια φωτογραφίζει το όνομα –Ανόι, Ha Noi- όπως το βλέπει να αναγράφεται σε διάφορα σημεία της πόλης, για να το κατανοήσει και μέσω της όρασης. Περιγράφει με ενθουσιασμό τις λεπτομέρειες του τρόπου γραφής του και τις ερμηνεύει με κρατυλικό πνεύμα: η τόσο έκδηλη φροντίδα για τους τόνους, η παρουσία της υπογεγραμμένης, τα στολίδια μιας ασκημένης καλλιγραφίας, η πανηγυρικά λυγισμένη περισπωμένη, η προστατευτική αυτή αψίδα-σκέπη, η οποία προφανώς θέλει να προφυλάξει εγκαίρως την πόλη από ό,τι ενδεχομένως την εποφθαλμιά. (σ. 16)
Το επόμενο βήμα μύησης στη βιετναμέζικη πρωτεύουσα είναι ο στοχασμός πάνω στην ετυμολογία της: το πρώτο συστατικό της, μας εξηγεί ο Βέης, σημαίνει «ποτάμι» και το δεύτερο «εντός». Σχολιάζει: «Η περίφραση αποδίδει άμεσα την υλικότητα μιας ευτυχούς συγκατοίκησης ανθρώπων και νερού». Σε συνδυασμό με την προφορά της λέξης, εξάλλου, όπου η έμφαση πέφτει στην πρώτη συλλαβή, ο Βέης συμπεραίνει ότι το Ha Noi, αυτό το «φώνημα-ιαχή», συνιστά «την επικύρωση ενός πεισματικού φρονήματος, την ακλόνητη προσήλωση στο πολύτιμο στοιχείο του νερού και, βεβαίως, κατ’ επέκταση, στην αέναη ροή των διαφόρων οργανωμένων νοημάτων» (σ. 17). Και μολονότι, μιλώντας για τις βάρκες που διασταυρώνονται κατά μήκος του ποταμού της πρωτεύουσας, παρατηρεί πως «ό,τι κι αν συλλάβουν οι φωτογραφίες, είναι μάλλον πολύ λίγο. Η κίνηση, αυτός ο ανεξάντλητος βίος. Πώς να ταριχευθεί στην οθόνη της φορητής μου μνημοσύνης;» (σ. 18), η ασπρόμαυρη φωτογραφία που κοσμεί, μεταξύ άλλων, το κεφάλαιο δυο σελίδες μετά (τραβηγμένη, όπως και οι υπόλοιπες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του βιβλίου, από την Ελένη Παπανδρέου, αλλά επιλεγμένη και ίσως σκηνοθετημένη από τον Βέη), εικονοποιεί δραστικά το παραπάνω απόσπασμα: τρεις ντόπιοι άντρες, με την πλάτη γυρισμένη προς τον θεατή, κάθονται ανακούρκουδα στην όχθη του ποταμού, ο οποίος καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της φωτογραφίας, και κοιτούν το νερό με τρόπο εταστικό αλλά και με την αίσθηση μιας βαθιάς οικειότητας, όπως μπορεί να αισθανθεί κανείς από τη στάση τους. Κείμενο και ασπρόμαυρη φωτογραφία αλληλοσυμπληρώνονται συχνά στο Εκεί, αλλά το ζήτημα δεν θα με απασχολήσει, καθώς θα μπορούσε να είναι το θέμα ξεχωριστής μελέτης.
Οι τρόποι που μηχανεύεται ο Βέης για να εισδύσει στο ξένο και να το κατανοήσει δεν εξαντλούνται στην ακοή/άρθρωση, τη φωτογραφία, την ερμηνεία της ετυμολογίας και της καλλιγραφικής αποτύπωσης του ονόματος του Ανόι. Ας προστεθούν και οι εξής: α) το περπάτημα στους δρόμους της πόλης – όχι με την έννοια της ατέρμονης περιπλάνησης του μπωντλαιρικού φλανέρ, αλλά, όπως ο συγγραφέας το αντιλαμβάνεται, ως μια πράξη που «ενδόμυχα θέλει να με οδηγήσει στην ουσία του χώρου, στην ειλικρίνεια, στην ευγένεια των ποικίλων φωτοσκιάσεων» (σ. 19). β) Η προσοχή στις ώρες της ημέρας, στο πώς το φως και το σκοτάδι, η ανατολή και η δύση κάθε τόπου μυούν, με τον τρόπο τους, στην ιδιοσυστασία του: «Η ζωτικότητας του πλήθους. Η εναλλακτική, η συμπληρωματική παλίρροια των σωμάτων. […] Και, βεβαίως, η άμπωτις. Έρχεται πάντα τη νύχτα. Μια κομψή μαθηματική εξίσωση σπάνιας συνέπειας» (σ. 18). Σε άλλο σημείο του βιβλίου, εξάλλου, όταν ο συγγραφέας βλέπει το Ανόι όχι πια από τον δρόμο αλλά από ψηλά, από τον δωδέκατο διαμερίσματος που του παραχώρησαν φίλοι, εμβαθύνει στη διδακτική δύναμη του πρώιμου σούρουπου, το οποίο, όπως γράφει, «με υιοθετεί, με εισάγει σε κάτι τελείως διαφορετικό. Μύηση χαλαρή, αλλά βεβαία» (σ. 116). γ) Η συμμαχία με τις καιρικές συνθήκες, που στέκονται αρωγοί στις περιηγήσεις του συγγραφέα όχι μόνο όταν είναι καλές, όπως σε μια βόλτα του λίγες σελίδες μετά («ευνοϊκές συγκυρίες. Το φως του Γενάρη πρωτίστως, ο καλός οδηγός όλων, κήρυκας στιλπνότητας και ακριβολογίας», σ. 50), αλλά και όταν, όπως στην περίπτωση του πρώτου κεφαλαίου, είναι δυσμενείς. Το σχετικό απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της προσαρμοστικότητάς του στις εκάστοτε συνθήκες του ταξιδιού του, της αισιόδοξης, πάντα καλοπροαίρετης διάθεσής του και του τρόπου με τον οποίο με φυσικότητα κεντάει στον λόγο του απόψεις αγαπημένων του στοχαστών: Προοπτική βροχής. […] Ας συμβιβαστώ άλλη μια φορά και ας αποδεχτώ τα σημεία του καιρού, όχι σαν να είναι οι φορείς μιας αναπόφευκτης καταστροφής της περιηγητικής μου εξωστρέφειας, αλλά σαν να πρόκειται για τα απαραίτητα συστατικά μιας περιφοράς μου στην πόλη. Είδωλα του παρόντος καιρού, ευκαιριακοί διάκοσμοι, τα σύννεφα δεν διαφθείρουν, εντέλει, τα πράγματα που στοχάζομαι, δεν τα εξουσιάζουν, απλώς τα προεκτείνουν. […] Άλλωστε, «φως υπάρχει αρκετό για όσους δεν θέλουν παρά να βλέπουν, και σκοτάδι αρκετό για όσους έχουν αντίθετη προδιάθεση», με ενισχύει ο Πασκάλ. Σήμερα τουλάχιστον θέλω να συγκαταλέγομαι στην πρώτη κατηγορία. (σ. 19) δ) Τέλος, ας προστεθεί ένας βασικός σε όλο το βιβλίο τρόπος προσοικείωσης τού Εκεί και μετατροπής του σε Εδώ, τρόπος που στο εισαγωγικό κεφάλαιο εμφανίζεται σε δυο διαφορετικές εκδοχές: αναφέρομαι στην «ανάγνωση» ασιατικών τόπων και προσώπων μέσα από τα δυτικά διαβάσματα του συγγραφέα. Κείμενα ευρωπαίων ή και αμερικανών ομοτέχνων του είτε ξεπηδούν από τη μνήμη του την κατάλληλη στιγμή, είτε ανιχνεύονται στις σελίδες βιβλίων που τον συντροφεύουν στο ταξίδι του, δημιουργώντας παραλληλισμούς που τακτοποιούν, θα λέγαμε, τις εντυπώσεις του – όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει σε συνέντευξή του, «κάθε ταξίδι είναι ένα απέραντο διακείμενο».[1] Έτσι, αφού μελετά με προσοχή -σαν να είναι βιβλίο- το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου βιετναμέζου («ξεχώρισα τις γραμμές του χρόνου, τις φλύαρες ρυτίδες στο μέτωπο-σελίδα. […] Άρχισε ν’ απλώνεται πάνω στις ζάρες των παρειών μια αύρα. Σαν να ήθελε να τις εξομαλύνει, να τις σβήσει μάλλον. Μια αύρα καθησυχασμού. Ή μήπως άφατης γαλήνης;», σ. 23-24), γυρίζει στο ξενοδοχείο του και ανακαλύπτει στον Τζέιμς Τζόυς ένα πρόσωπο-καθρέφτη της ιρλανδικής πρωτεύουσας, ομόλογο του δικού του βιετναμέζου («ξεχώρισα στο βάθος μιας περιγραφής από τους Δουβλινέζους […]: “Το πρόσωπό του, που πανω του διάβαζε κανείς ιστορίες απ’ ό,τι είχε ζήσει, είχε τη σκούρα καφετιά απόχρωση των δρόμων του Δουβλίνου“» (σ. 24).
Ό,τι συμβαίνει με τις ανθρώπινες μορφές συμβαίνει και με τους τόπους: στο ξεκίνημα του βιβλίου η παρατήρηση της αστικής αρχιτεκτονικής του Ανόι ανακαλεί εντυπώσεις του Νίτσε από τα σπίτια των νέων γερμανικών πόλεων (σ. 22)· μερικές σελίδες αργότερα, τριγυρίζοντας στη βιετναμέζικη πρωτεύουσα ο συγγραφέας θυμάται την εμπειρία του Ε.Μ. Φόστερ από το ταξίδι του στην Ιταλία («Αυτός ο οδηγός αγγίζει μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων. […] Η αληθινή Ιταλία βρίσκεται μόνο στην υπομονετική παρατήρηση», παραθέτει από το μυθιστόρημα Ένα δωμάτιο με θέα, σ. 41)· και όταν, λίγα κεφάλαια μετά, οδηγείται νύχτα προς τις βόρειες ακτές του Βιετνάμ, ανακαλεί τον τρόπο που βιώνει τα νυχτερινά ταξίδια «ο συστηματικός της Ανατολής, ο Θεόφιλος Γκωτιέ, στο έργο του Κωνσταντινούπολη» (σ. 95). Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν, αλλά θα αρκεστώ σε ένα ακόμη, γιατί βάζει στην περιπέτεια της περιήγησης και της πολιορκίας του ξένου τρεις ακόμη παράγοντες: τη φύση, την ποίηση και τον αναγνώστη.
Σε μια επίσκεψή του στον Κόλπο του Δράκου, μια περιοχή χιλίων οκτακοσίων και πλέον νησιών ανατολικά από το Ανόι, ο Βέης βιώνει μια από τις πάμπολλες λυρικές στιγμές που συνωστίζονται στο βιβλίο, με αποτέλεσμα να αναδύονται από την αναγνωστική μνήμη του στίχοι ενός από τους αγαπημένους του ποιητές, του αμερικανού Γουάλας Στίβενς: Τα απρόβλεπτα εξογκώματα, οι προβολές των πανύψηλων βράχων, οι εξοχές. […] Αυτές οι εμμμονές της γης, κατακόρυφοι όγκοι να ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί, να μας θυμίζουν ότι δεν τα έχει σκεπάσει ακόμη όλα το πέλαγος. Επίμονη στίξη ενός απέραντου, ανοιχτού μηνύματος ναυτίλων και ψαράδων. Οι πέτρες, σύντροφοι της έμπνευσης μιας Φύσης γλυπτικής. Η επίκληση του Γουάλας Στίβενς στις «Δοξασίες του καλοκαιριού» ακούγεται τόσο καθαρά ξαφνικά. Ας τη μοιραστούμε, αναγνώστες: «Ο βράχος δεν γίνεται θρύψαλα. Είναι η αλήθεια. / Ορθώνεται απ’ τη γη και τη θάλασσα και τις σκεπάζει…» (σ. 69-70)
Αυτή είναι η μοναδική φορά στο Εκεί που ο συγγραφέας απευθύνεται ρητά στους αναγνώστες (οι οποίοι, στις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου, είναι νοερά παρόντες χάρη στην επικοινωνιακή θέρμη του λόγου), καλώντας τους να μοιραστούν το αναγνωστικό του βίωμα και, μέσω αυτού, το φυσικό τοπίο του Κόλπου του Δράκου – τοπίο εξωτικό για έναν Έλληνα, αλλά εντέλει παναθρώπινο καθώς οι αρχετυπικές αξίες της θάλασσας, του βράχου, της γης, παραμένουν κοινό κτήμα όλων μας. Βαθύς φυσιογνώστης στην ποίησή του, ο Βέης στέκεται συχνά με ποιητική διάθεση μπροστά στις φυσικές ομορφιές των ασιατικών χωρών του Εκεί. Εισδύει, ενίοτε, σε αυτές με διάθεση ερωτική και λυρική. Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει περιδιαβάζοντας στον κήπο που περιβάλλει το μνημείο Μέιτζι στην καρδιά του Τόκιο: Παρασύρομαι από τα νεύματα των κλαδιών, από τις φράσεις των βράχων, από την απαγγελία του ρυακιού. […] Επιτυχείς οσμώσεις νόησης και Φύσης. Ένας ξένος, εγώ, δύναμαι. […] Η πιθανή ενσωμάτωσή μου στις προτάσεις του κήπου, ένα βήμα μπροστά χωρίς ενδοιασμούς: ναι, ανήκουμε πλέον, όσοι θέλουμε, στο συνεχές είναι του. (σ. 197, 203)
Ο ταξιδευτής, λοιπόν, είναι ένας ξένος που ‘δύναται’, που ‘ενσωματώνεται’, που ανήκει στο ‘είναι’ του ανατολίτικου κήπου.
«Για να γίνει κτήμα σου μια πόλη η οποία δεν είναι η γενέτειρά σου, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να ερωτευτείς εκεί», γράφει ο Τζον Μπάνβιλ, όπως ο ίδιος ο Βέης μας θυμίζει σε ένα περί ταξιδιών κείμενό του.[2] Ο ίδιος όχι μόνο παντρεύτηκε Ινδονήσια –την Κλάρα Πεκ, εικαστικό, έργο της οποίας είναι η προσωπογραφία που κοσμεί το καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου- αλλά και προσεγγίζει το Εκεί της Ανατολής με ερωτική διάθεση διείσδυσης στα μυστικά του. Το είδαμε ήδη σε όσα γράφει για τον ιαπωνικό κήπο. Το ίδιο παρατηρείται, ενίοτε, και στην επαφή του με έργα τέχνης: «Διαπιστώνω ότι το βλέμμα των παρθένων-αγγέλων με προθυμία μεταφέρει και μια αβρή έκκληση συνύπαρξης. Η ακριβολογία του μηνύματος επιδιώκει τη συνταύτισή μου με το είναι τους», διαβάζουμε όταν παρατηρεί τις ξυλόγλυπτες παρθένες του Σεντάι στην Ιαπωνία (σ. 215). Περιφερόμενος, εξάλλου, στη βιετναμέζικη πρωτεύουσα, ομολογεί: «Η γνωστή παρόρμηση, να ενσωματωθώ ανενδοίαστα στο αλλόκοτο. […] Η καταβύθιση σε νέες σημάνσεις» (σ. 29).
Βασικό εργαλείο του Βέη σε αυτή την παθιασμένη προσπάθεια διείσδυσης στο Εκεί αποτελούν οι αισθήσεις. Η διπλή όραση (του ματιού και του φωτογραφικού φακού), η ακοή, η αφή, αλλά κυρίως η γεύση και η όσφρηση – δάσκαλος και οδηγός του ο Προυστ στο Αναζητώντας το χαμένο χρόνο. Έτσι, βασικοί αρωγοί του στην εξοικείωση με το Βιετνάμ αποτελούν το τσάι από αγκινάρα και το τσάι με τζίντζερ και κανέλα. Γράφει παραστατικά, σχολιάζοντας την ανοίκεια γευστική και οσφρητική αίσθηση που προξενεί σε έναν δυτικό το πρώτο: Αφήνομαι στη δέσμη των εκπλήξεων. […] διαπιστώνω με ανακούφιση ν’ απλώνεται στη γλώσσα μου κάτι σαν χνούδι. Αναφέρομαι εντέλει σ’ εναν χλοοτάπητα. Τον περπατώ. Πόες καθησυχαστικές. Η αποσταθεροποίηση των δεδομένων μου ολοκληρώνεται με το γάντι. Το συναίσθημα δεν αιωρείται πλέον μέσα στους ατμούς από το φλιτζάνι. Κατακάθεται απλώς στις οσφραντικές κυψελίδες αυτού του ταξιδιού στην ενδοχώρα του Βιετνάμ. Μια νέα θετικότητα θαρρώ ότι υποβάλλει την ανανέωση των εκτιμήσεων στα μύχια της συνείδησης (σ. 35). Ενώ στην περίπτωση του Προυστ η γεύση μιας μαντλέν βουτηγμένης στο τσάι επαναφέρει τον αφηγητή στο όμοιο γευστικό βίωμα των παιδικών χρόνων του ανακαλώντας όλη την ατμόσφαιρά τους, στην περίπτωση του Βέη συμβαίνει, θα λέγαμε, το αντίστροφο: μέσα από ένα ανοίκειο γευστικό και οσφρητικό βίωμα κερδίζει το αλλότριο παρόν του εξωτισμού· η συνείδησή του διευρύνεται, κατά κάποιο τρόπο, από το παρόν προς το μέλλον, ενώ του ήρωα του Προυστ από το παρόν προς το παρελθόν. Με παρόμοιο πνεύμα, η προσπάθειά του, σε άλλο κεφάλαιο, να αντιληφθεί τον συγκερασμό, στο τσάι του, της γνωστής κανέλας με το ασυνήθιστο για έναν ευρωπαίο τζίντζερ («το τζίντζερ, εντέχνως πτυχωμένο μέσα στην κανέλα, αντιστρατεύεται εξ ορισμού τη λεγόμενη ιδανική κανονικότητα […] απαιτείται κάποιος χρόνος ούτως ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι εναντιωματικές συνισταμένες και να διευκολυνθεί η πρόσληψη των δύο καταστατικών ουσιών») τον επιβραβεύει καθώς νιώθει, εντέλει, κάτοχος μιας νέας γνώσης: «Πίνω το τσάι μου, δηλαδή τη γραμματική του πρωινού» (σ. 80-81). Η όσφρηση έχει και αυτή, στο Εκεί, ισχυρή εξοικειωτική δύναμη, εφόσον βέβαια καταβληθεί από τον ταξιδιώτη η κατάλληλη προσπάθεια. Διαλέγω ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την εξής παρατήρηση από την εμπειρία του συγγραφέα στο Βιετνάμ: Οι οσμές του Ανόι και των περιχώρων του, με την πρόδηλη διαφορετικότητα, δίνουν στην ανυποψίαστη όσφρηση των περιηγητών το έναυσμα ενός πρόσκαιρου, αλλά αναγκαίου προσεταιρισμού μορφών. Αν η εξοικείωση, ύστερα από σύντονες προσπάθειες, αποβεί φυσιολογική […] τότε οι χώροι, τα μέτρα και τα σταθμά, τα είδη της θέας, οι αλληλουχίες του ονειρικού στοιχείου και της ενσυνείδητης ζωής, η συναρπαστική ποικιλία των δομών μιας παρ’ ολίγον terra incognita εξασφαλίζουν, τη μια μετά την άλλη, προεκτάσεις κυττάρων και λέξεων. Πολύτιμους δεσμούς συνοχής. Υλικά για καλά χτισμένες μνήμες. (σ. 46) «Πολύτιμους δεσμούς συνοχής», «καλά χτισμένες μνήμες»: ο Βέης επιχειρεί, είναι φανερό, να βάλει τάξη στο χάος της καταιγιστικής εμπειρίας του εξωτικού. Τον είδαμε ως τώρα να το επιχειρεί με ποικίλους τρόπους: με την ακινητοποίηση της φωτογραφικής στιγμής, με τη δύναμη των αισθήσεων, με την αρωγή της ταξιδιωτικής εμπειρίας δυτικών ομοτέχνων του κλπ. Στη συνέχεια θα εξετάσω έναν από τους βασικότερους τρόπους με τους οποίους τακτοποιεί τα πολλαπλά ταξιδιωτικά βιώματά του: αναφέρομαι στην ποιητική της δομής. Μολονότι σε πρώτη ματιά εμφανίζονται θραυσματικά, αποτελούμενα από μια σειρά αποσπασμάτων-αναπτυγμάτων εντυπώσεων, τα είκοσι οκτώ κεφάλαια του βιβλίου έχουν το καθένα τη δική του εσωτερική λογική, οι παράγραφοί τους συνέχονται με υπόγεια νήματα που ενίοτε είναι εντυπωσιακής λεπτότητας και ακρίβειας και παράγουν, με την αλληλουχία τους, επιπλέον σημασίες· η δομή, μ’ άλλα λόγια, σημαίνει. Θα σταθώ σε δύο περιπτώσεις: στα κεφάλαια «Από την Ινδία στο Βιετνάμ: τελετές επαναφοράς» και «Τα πέλματα των αγγέλων».
Διαβάζουμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας βρίσκεται στο ξεκίνημα των εξορμήσεών του στο Ανόι:
Έτοιμος για εναν ακόμη ραγδαίο αποσυντονισμό λόγω συμφόρησης λεπτομερειών. Αντιμέτωπος με τον καταιγισμό θρύλων και αληθειών. Πόσο εύκολη θα είναι, άραγε, η επανασυγκόλληση των προγενέστερων ειρμών που με καθόριζαν, μεταξύ άλλων, ως άποψη; (σ. 29-30). Παραδειγματική περίπτωση «επανασυγκόλλησης των προγενέστερων ειρμών» που καθόριζαν τον συγγραφέα αποτελεί το κεφάλαιο «Από την Ινδία στο Βιετνάμ», στο οποίο παρατηρεί τις τελετουργίες που, φερμένες από την Ινδία, πραγματοποιούνται στο Βιετνάμ για την Άφεση των Αμαρτιών των Νεκρών, και με αυτή την αφορμή στοχάζεται πάνω στο ζήτημα της θρησκευτικότητας των ασιατικών λαών. Ο στοχασμός του διανύει πολλαπλά την απόσταση από το Εκεί στο Εδώ προκειμένου εντέλει να οικειοποιηθεί – και να καταστήσει οικείο στον αναγνώστη- το Εκεί. Έτσι, σχολιάζοντας τις προσαρμογές που υφίστανται οι ασιατικές θρησκευτικές τελετές από γενιά σε γενιά για να επιβιώσουν, ανακαλεί ένα χωρίο από την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, που μιλά για τον τρόπο με τον οποίο η λατρεία της Δυτικής Εκκλησίας έπρεπε να προσαρμόζεται στην εξέλιξη του πολιτισμού των πιστών (σ. 105). Στη συνέχεια η σκέψη του Βέη μεταφέρεται πιο πίσω στον χρόνο, στον Επίκουρο (προσφιλή συμπατριώτη του από τη Σάμο), και υπογραμμίζει τη διαμετρικά διαφορετική αντιμετώπιση του θανάτου στον Βουδισμό και στην Επικούρεια φιλοσοφία (σ. 106-107). Όμως η διαπίστωση της αντίστιξης μοιάζει να ενοχλεί αυτόν τον ακούραστο ανιχνευτή των συγκερασμών. Δεν παραιτείται, και οδηγείται συνειρμικά στον Ταοϊσμό μέσα από σχετικό βιβλίο του δυτικού ταοϊστή Τζον Μπλόφελντ· το απόσπασμα που παραθέτει αποτελεί αντίλογο ενός ταοϊστή σε ένα βουδιστή, και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Βέης είναι ότι ταοϊσμός και επικούρεια σκέψη συγκλίνουν αρκετά (107-108). Ωστόσο, ως γεφυροποιός πολιτισμών, ο συγγραφέας δεν μένει πλήρως ικανοποιημένος. Πρέπει και ο Βουδισμός να βρει ένα πάτημα, έναν τρόπο εισχώρησης στη Δύση· τον βρίσκει στο τέλος του κεφαλαίου, όπου παραθέτει το ποίημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες «Τα βιβλία μου». Η άποψη που διατυπώνει στους στίχους αυτούς ο αργεντινός λογοτέχνης, δηλαδή ότι τα βιβλία του, αν και αγνοούν την ύπαρξή του, τον εκφράζουν περισσότερο από τα ποιήματα που έχει ο ίδιος γράψει («Καλλίτερα έτσι. Οι φωνές των νεκρών / θα μου μιλούν για πάντα», καταλήγει, σ. 109), οδηγούν τον Βέη στο συμπέρασμα ότι το δεύτερο μέρος του ποιήματος «θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά στην όχι και τόσο παράδοξη εξομολόγηση ενός βουδιστή μοναχού» (σ. 110). Οι συγκερασμοί ολοκληρώθηκαν.
Αν το κεφάλαιο «Από την Ινδία στο Βιετνάμ: τελετές επαναφοράς» είναι επίτευγμα διανοητικής δομής, βασισμένης σε μια σειρά οσμωτικών συνειρμών, το κεφάλαιο «Οι πατούσες των αγγέλων» είναι ένα ξεχωριστό δείγμα ποιητικής, θα λέγαμε, δομής, ένας σπονδυλωτός ύμνος στη θηλύτητα. Το μεγαλύτερο μέρος του αφιερώνεται στη θαυμαστική περιγραφή της πρόσοψης του ιαπωνικού Μαυσωλείου του Ζουϊχόντεν. Στις δώδεκα επιχρωματισμένες ξυλόγλυπτες «παρθένες του Σεντάι» ο συγγραφέας διακρίνει, με λυρική διάθεση, «το φιλοπαίγμον, αλλά σαφώς ισορροπημένο ύφος αφοσιωμένων στον ουρανό υπάρξεων, αλλά και την έμμεση, πλην όμως συνειδητά συγκερασμένη, προβολή μιας σαφώς κοριτσίστικης σεξουαλικότητας» (σ. 213). Τον απασχολεί ιδιαίτερα η εικονοκλαστική απόφαση του δημιουργού τους να στρέψει τα πέλματά τους προς το μέρος του θεατή, κάτι που εκτιμάται ότι δίνει μια αύρα ερωτικής χειραφέτησης στις παρθένες, οι οποίες εμφανίζονται να εκπέμπουν «μια αβρή έκκληση συνύπαρξης […] έναν χαιρετισμό πόθου». Οι καλεστικές αυτές παρθένες ενσαρκώνουν κάτι ευρύτερο: τον αέναο πόθο του Βέη ως ταξιδιώτη, την επιθυμία του να επικοινωνήσει βαθιά με όσα βλέπει και να τα κατακτήσει.
Στη συνέχεια του κεφαλαίου, με αφορμή την είδηση του θανάτου της Κιμ Μποκ Ντονγκ, υπέρμαχου της ηθικής και υλικής αποκατάστασης των γυναικών της Κορέας που υποχρεώθηκαν να εξυπηρετήσουν σεξουαλικά στελέχη του ιαπωνικού στρατού εισβολής και κατοχής την περίοδο 1910-1945, ο συγγραφέας περνάει στο πεζότερο αλλά ζωτικό ζήτημα της εκμετάλλευσης των γυναικών και των δικαιωμάτων τους, για να ολοκληρώσει το κεφάλαιο με ευφάνταστο και αναπάντεχο τρόπο: με μια αναφορά στην απειλούμενη από οικολογική καταστροφή Οκινάβα, νότια της Ιαπωνίας, όπου μεταξύ άλλων κινδυνεύουν με εξαφάνιση ορισμένα θαλάσσια όντα της τάξης των σειρήνων, το όνομα των οποίων – ντιγκόνγκ – σημαίνει, όπως μας ενημερώνει, «κυρά της θάλασσας» ή «γοργόνα» στη μαλαισιανή διάλεκτο. Από τις γυναίκες που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης σε εποχές πολέμου, περνάμε λοιπόν στα θηλυκά θαλάσσια πλάσματα που απειλούνται από μια άλλη πτυχή του πολιτισμού μας, εκείνη της οικολογικής καταστροφής. Ο Βέης απευθύνει νοερή προσευχή για την προστασία του τόπου στις παρθένες του Σεντάι, και αναρωτιέται αν τις επικαλούνται «κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι ψαράδες της περιοχής». Κλείνει έτσι κυκλικά το κεφάλαιό του, με μια αναφορά στις γυναίκες ως έργο τέχνης, που αντέχει στη φθορά του χρόνου και διεκδικεί την αιωνιότητα. (σ. 217). Στο σημείο αυτό επιφυλάσσεται στον αναγνώστη μια έκπληξη: γυρίζοντας σελίδα, βρίσκεται μπροστά στους εναρκτήριους στίχους της σικελιανικής ποιητικής σύνθεσης Αλαφροΐσκιωτος (1909). Δεν είναι, ασφαλώς, μόνο ο συνειρμός με τους «αλαφροΐσκιωτους» ασιάτες ψαράδες και τη θάλασσα στον ιαπωνικό νότο που οδήγησε τον Βέη στον λευκαδίτη ποιητή. Παραθέτω τους σχετικούς στίχους:
Βοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.
(σ. 218)
Ο Σικελιανός είναι, όπως και ο Βέης, ένας ταξιδιώτης. Γράφει το μεγαλύτερο μέρος του Αλαφροΐσκιωτου σε ένα ταξίδι του στη Λιβύη το 1907 και στο ξεκίνημα του έργου μιλά για την επιστροφή του από την αφρικανική έρημο στην πατρώα Λευκάδα (παραπέμποντας στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη). Αυτή η κίνηση από το Εκεί στο Εδώ είναι μια κίνηση που, όπως είδαμε, διαπερνά υπόγεια ολόκληρο το βιβλίο του Βέη – το οποίο, επιπλέον, είναι διάστικτο με επιστολές από το Εδώ της πατρίδας, γραμμένες από ομότεχνούς του που τον νοσταλγούν και τους νοσταλγεί. Επίσης, ο Σικελιανός μετατρέπει το Έξω σε Μέσα, εσωτερικεύει μυστικά τη φύση (η βοή του πελάου πλημμυρίζει τις φλέβες του· ο άμμος γαληνεύει βαθιά του), με οξυμένες όλες τις αισθήσεις του, όπως ο συγγραφέας του Εκεί εσωτερικεύει ακούραστα τις κάθε είδους εμπειρίες του. Η ένταξη των σικελιανικών στίχων στο βιβλίο είναι λοιπόν οργανική – τόσο από άποψη ουσίας, όσο και από άποψη ειδολογική, καθώς το βιβλίο του Βέη δεν είναι αποκλειστικά γραμμένο σε πεζό λόγο. Πέρα από το γεγονός ότι είναι γεμάτο από πυκνές λυρικές στιγμές ποιητικής υφής, περιέχει ποιήματα τόσο του συγγραφέα όσο και Ελλήνων και ξένων ομοτέχνων του (Σικελιανού, Ίσαρη, Μπόρχες, Στήβενς), καθώς και ένα δοκίμιο του Βέη για τον Ελύτη, εμπερικλείοντας έτσι και τις τρεις βασικές συγγραφικές όψεις του: την ποίηση, την ταξιδιωτική μαρτυρία και τη δοκιμιογραφία-κριτική.
Ένα μόνο ποίημα του ίδιου του Βέη περιλαμβάνεται στο Εκεί, αλλά είναι αρκούντως χαρακτηριστικό. Πρόκειται για το «Βιετνάμ (με σιγανή βροχή)» από την ποιητική συλλογή Για ένα πιάτο χόρτα (2016). Παραθέτω την τρίτη στροφή:
βιβλίο στη μέση ανοικτό στέκει το Ανόι
του Ιξίονα κόλλησε για λίγο ο τροχός
λένε τυχερός θα είναι ο ξένος που εννόει (σ. 119)
Το τρίστιχο αυτό περικλείει την πεμπτουσία της ταξιδιωτικής εμπειρίας του Εκεί, στις σελίδες του οποίου ο συγγραφέας βλέπει τους τόπους (και) ως κείμενα, και, αν και ξένος, τους εννοεί – η ομοιοκαταληξία που σχηματίζει το «Ανόι» με το «εννόει» δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εύγλωττη. «Εννοεί» τους τόπους και τους ανθρώπους τους όχι μόνο με τον νου αλλά, όπως είδαμε, και με την καρδιά και με το σώμα, χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις του. «Φοράει» τους τόπους «πάντα κατάσαρκα», όπως γράφει για την παραδοσιακή ινδονησιακή φορεσιά Μπατίκ, την οποία ενδύεται πρόθυμα όταν επισκέπτεται για επαγγελματικούς λόγους την Ιάβα (σ. 161). Στέκεται μάλιστα δια μακρόν, με τη γνωστή έξη του για την ετυμολογία, στη σημασία της λέξης: Η ρίζα της λέξης αποδίδει την έννοια «με ένα κερί σχεδιάζω». Το δε συνθετικό τικ σημαίνει «ελάχιστο στίγμα». Συγκρατώ ότι προφέροντας τον όρο αμπατίκ στην τοπική διάλεκτο εννοούμε, επίσης, «γράφοντας, σχεδιάζω». Άλλωστε, η κίνηση του μικροσκοπικού χάλκινου εργαλείου τζάντιγκ πάνω στο ύφασμα ανακαλεί ευθέως την κίνηση του χεριού μας όταν γράφει. Ύφανση και γραφή εν τη ενώσει: ο συγγραφέας «φορά» τους ξενους τόπους και στη συνέχεια γράφει γι’ αυτούς. Κάτι ακόμη, επίσης σημαντικό, αποκομίζουμε από το μικρό κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Μπατίκ»: καθώς ο κατασκευαστής του ρούχου σέβεται, όπως μας πληροφορεί ο Βέης, τη μυθολογία του τόπου, τις αρχέγονες δεισιδαιμονίες και προλήψεις του, το πουκάμισο μπατίκ λειτουργεί και ως φυλακτό κατά του Κακού. Με προθυμία το φοράει, με άφεση και εμπιστοσύνη στο πνεύμα της Ινδονησίας: Είναι ο υπομονετικός, ο αμίλητος αλλά και ο πανέτοιμος φύλακας άγγελος του κορμιού και της ψυχής. Εμπιστεύομαι το μπατίκ: εμπιστεύομαι τη διατήρηση του Εγώ εντός της πανδαισίας των εγχάρακτων λάμψεων του επέκεινα (σ. 162). Εμπιστοσύνη, άφεση, ευφορία, ερωτισμός, αίσθηση ασφάλειας είναι κάποια από τα ποικίλα, πάντοτε θετικά συναισθήματα που εμπνέουν οι τόποι της Ασίας (το Βιετνάμ, η Ινδονησία, η Ιαπωνία, η Κίνα) στον συγγραφέα-ταξιδιώτη.[3] Δεν ισχύει το ίδιο για τη Γερμανία, στην οποία αφιερώνεται η τελευταία ενότητα του βιβλίου. Στις εννέα σελίδες της συνωστίζονται μια σειρά από αρνητικές εικόνες και εμπειρίες, που οδηγούν στην απομάγευση του αναγνώστη: μυρωδιά σκουπιδιών, ακατανίκητο γκρίζο χρώμα, ένα ακαλαίσθητο μεθυσμένο ζευγάρι που επιστρέφει στο σπίτι του, διάχυτη ανησυχία για τις ναζιστικές επιβιώσεις στην πολιτική ζωή, ένας τοξικομανής, μια πόρνη με τον προαγωγό της, ένας τρελός που παραληρεί σε δημόσια θέα: δεν υπάρχει αμφιβολία πως βρισκόμαστε σε έναν κόσμο παρακμής. Μοναδική θετική νότα, η αυθόρμητη προσέγγιση ανθρώπων από διαφορετικούς πολιτισμούς σε μια μπυραρία. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου κλείνει χωρίς να αφήνει περιθώριο για αυταπάτες: Η θητεία στον γερμανικό βορρά γινόταν ευκολότερη με τη βοήθεια των αποκκλίσεων της καφεΐνης. Τα φαντάσματα του παρελθόντος και η απόγνωση που κρύβει ακόμη και το πιο παρήγορο μέλλον μπορούσαν να με περιμένουν στη γωνία του δρόμου, απέναντι από την κεντρική πύλη του Καθεδρικού Ναού του Μίνστερ. (σ. 272) .Ούτε γοητεία ούτε ηρεμία, λοιπόν, στην καρδιά της Ευρώπης. Τεράστια η διαφορά από το Ανόι, για παράδειγμα, που «ξέρει να ελέγχει την όποια σκληρότητά του, να καταπραϋνει, να κρύβει μέσα στις πλούσιες φυλλωσιές του το αναπόφευκτο νείκος. Στους κόλπους του, ορατή αρκετές φορές η συντροφικότητα όγκων, χρωμάτων, ανθρώπων» (σ. 79). Στη Γερμανία ο Βέης δεν χρειάζεται να μεταστοιχειώσει το Εκεί σε Εδώ· δεν καταβάλλει καμία τέτοια προσπάθεια. Γιατί η Γερμανία δεν είναι, εντέλει, Εκεί – είναι το Εδώ των Ευρωπαίων. Ως Έλληνας και Ευρωπαίος, ο συγγραφέας νιώθει καυτή πάνω του την ανάσα των κινδύνων που κυκλώνουν τη γηραιά ήπειρο. Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι εν μέρει ο εξηγητικός μίτος του: ο Βέης αναζητά στην Ανατολή ένα πνεύμα γαλήνης, ισορροπίας ανθρώπων και τόπων, εξευγενισμένου εξωτισμού. Με την έντεχνη, επί δεκαετίες ασκημένη στην ταξιδιωτική μαρτυρία γραφή του, καθιστά το ασιατικό Άλλο δικό μας σε τέτοιο σημείο, ώστε οι έγχρωμες φωτογραφίες από το Βιετνάμ, την Ινδονησία και την Κίνα, που καταλαμβάνουν δεκαέξι σελίδες προς το τέλος του βιβλίου, να μας ξαφνιάζουν με την εκτυφλωτική πολυχρωμία του εξωτισμού τους· το Εκεί αποτυπώνεται πάνω τους επιθετικά ανοίκειο, καθώς δεν έχει διυλιστεί από την κρισάρα της γραφής (παρόλο που ο συγγραφέας βάζει στο κάτω μέρος τους επεξηγηματικές λεζάντες ποιητικής πυκνότητας και αύρας), και συνεπώς δεν έχει αφομοιωθεί από τον αναγνώστη-θεατή. Η αίσθηση που προξενούν οι εντυπωσιακές αυτές φωτογραφίες –αίσθηση ότι είμαστε έξω από το θέμα και όχι ενσωματωμένοι σε αυτό- επιβεβαιώνει, εντέλει, με αναπάντεχο τρόπο, τη συγγραφική μαστοριά με την οποία ο Βέης μετατρέπει το Εκεί σε Εδώ.
[1] Γιώργος Βέης, «Είμαστε όλοι φορείς πολιτισμών», συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα, Liberal, 8 Φεβρουταρίου 2020.
[2] Η επισήμανση στο: Βέης, «Νοσταλγία και αναχώρηση: σκέψεις περί του ταξιδιού», apoikia.gr, 26 Ιουλίου 2017 (το απόσπασμα ανήκει στο μυθιστόρημα του Μπάνβιλ Ο αδιάφθορος, μτφρ. Κατερίνα Τζωρίδου, Καστανιώτης 1998).
[3] Δεν αναφέρω την Αφρική, γιατί ο Βέης της αφιερώνει στο παρόν βιβλίο μόνο το τετρασέλιδο κεφάλαιο «Με τους γκολτζήδες του Καμερούν» (σ. 251-255), όπου εμφανίζεται να παρακολουθεί έναν ποδοσφαιρικό αγώνα της περίφημης ομάδας της χώρας, κάνοντας ανθρωπολογικού τύπου παρατηρήσεις αλλά και μεταφερόμενος νοερά στο Εδώ του ελληνικού ποδοσφαίρου και ανακαλώντας τιμητικά τα ονόματα μερικών από τους καλύτερους παίκτες του.
Εξαιρετική ανάλυση-κριτική ματιά. Συγχαρητήρια στον συγγραφέα και την δημοσιογράφο.