Τρεις λέξεις από το Κάλεσμα σε ταξίδι του Σαρλ Μπωντλαίρ. Τρεις λέξεις που αποτέλεσαν τη φιλοσοφία της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Ανρί Ματίς. Τρεις εμβληματικές λέξεις: χλιδή, ηρεμία και ηδυπάθεια («Luxe, Calme et Volupte»). Αυτές οι τρεις λέξεις μετέφεραν την τέχνη του Ματίς σ’ έναν ιδεώδη τόπο μακριά από την τύρβη της καθημερινής ζωής, μακριά από τα βίαια γεγονότα της ιστορίας και την τοποθέτησαν μέσα σ’ ένα μυθικό κόκκινο δωμάτιο, σ’ ένα εσωτερικό χωρίς παράθυρο απ’ τα πολλά που ζωγράφισε ο καλλιτέχνης στη διάρκεια της μακράς πορείας του. Στο δωμάτιο αυτό μπορείς να ακούσεις συνομιλίες με τους συναδέλφους του, με τους ζωγράφους που θαύμαζε και δεν υπήρχαν πια στη ζωή. Μπορείς ακόμη ν’ ακούσεις τις μύχιες σκέψεις που τον τυραννούσαν όταν ξεκινούσε ένα έργο γιατί όπως έλεγε τον διακατείχε το ίδιο τρακ όπως όταν είχε αρχίσει να ζωγραφίζει. Το μόνο που ήθελε πάντα ήταν να είναι κλεισμένος στο κελί ενός μοναχού για να μπορεί να ζωγραφίζει ξένοιαστα και ανενόχλητα. «Εγώ και η ζωγραφική, έλεγε, είμαστε ένα σώμα όπως δύο ζώα που αγαπιούνται». Δεν ασχολήθηκε ποτέ του με κανέναν άλλον τομέα ενός βίου, παρά μόνο με το κάλλος, την αρμονία, την αγαλλίαση, την ελεύθερη απόδοση των χρωμάτων, των μορφών, της φόρμας και έμεινε μακριά από όλες τις συγχύσεις και τις βιαιότητες που ταρακούνησαν τον 20ο αιώνα.
Έπιπλα αστραφτερά
Απ’ την πατίνα του χρόνου στιλπνά
Της κάμαράς μας στολίδια θα ήταν
Άνθη, τα πιο ξεχωριστά
Θα σμίγανε μυρωδικά
Με ευωδιές κεχριμπαριού,
Ένα, θα ήταν
Οι οροφές πολυτελείς
Και οι καθρέφτες βαρείς
Είναι το μεγαλείο της Ανατολής
Θα σιγοψιθυρίζαν, εδώ, όλα αυτά
Βαθιά στην ψυχή μυστικά
Με τη γλυκιά τη φωνή της γενέθλιας γης
Εκεί, που άλλο δεν είναι, τάξη μονάχα και ομορφιά
Χλιδή, ηρεμία και ηδυπάθεια.
Αυτό το τρίπτυχο γέννησε έναν απ’ τους πίνακές του, του 1904 – 1905 που σήμερα βρίσκεται στο Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού στο Παρίσι και έχει τίτλο τις τρεις αυτές λέξεις. Χρησιμοποιεί τη φόρμα του πουαντιγισμού και απεικονίζει λουόμενες, πιο πέρα τη θάλασσα, ένα πλεούμενο, τον ουρανό και αριστερά τα βουνά. Οι λουόμενες όμως μισοξαπλωμένες στην άμμο έχουν στρώσει ένα κάλυμμα και πάνω εκεί έχουν στήσει πικ-νικ. Ο πίνακας δεν θα τον ικανοποιήσει, αλλά θα συνεχίσει με έμβλημα αυτές τις τρεις λέξεις και όποια σημασία απορρέει από αυτές να ζωγραφίζει ανταγωνιζόμενος τον Πικάσο, αν και ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο της Μοντέρνας Τέχνης στον 20ο αιώνα ακολουθώντας τα ίχνη του Γκωγκέν και του Μονέ, δουλεύοντας στο εργαστήρι του Γκυστάβ Μορώ, θα αργήσει να αναγνωριστεί και αυτό γιατί όπως λέει ένας μέγας θαυμαστής του, ο δικός μας Οδυσσέας Ελύτης «Το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο δεν το αντέχουν οι άνθρωποι». Οι άνθρωποι μπορεί ν’ αντέχουν πολέμους, ήττες, καταστροφές, απογοητεύσεις, βασανιστικούς έρωτες, τη ζωή τους την ίδια, αλλά δεν αντέχουν το καινούργιο. Αυτό, που ο Ματίς ξεκινώντας ο 20ος αιώνας θέλησε να δείξει. Και όπως έλεγε ο ποιητής στη Μέθοδο του «Άρα»:
«Μπαίνοντας ο 20ος αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα – ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία, όπως στην εποχή του Τζέγκις Χαν και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν. Πρωθυπουργοί συναλλάσσονται και με προσωπιδοφόρους (…) με μιαν ευκολία που είναι ν’ απορείς: συν, πλην, διά, επί – άρα. Το μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι αν είσαι δούλος ή όχι – καθόλου. Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια σε κάποιο ”άρα”. Και να ‘χεις έτοιμη την απάντηση. Πολύ ωραία. Μπροστά όμως σε μια φράση ποιητική, για ποιο λόγο αυτό το ”άρα” στομώνει;». Έτσι όπως δεν στόμωσε η μοναδική επιθυμία του Ματίς να ζωγραφίζει και μόνο να ζωγραφίζει, έτσι που κάνοντας έναν πίνακα, είπε ο Ντεραίν, είναι σαν να διακινδυνεύετε τη ζωή σας. Θα νόμιζε κανείς πως ο καλλιτέχνης δεν διακινδυνεύει τίποτα όταν επιδίδεται στη τέχνη του, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Ματίς βέβαια δεν διακινδύνευσε τη σωματική του ακεραιότητα, τη ζωή του, αφού δεν έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή είχε απαλλαγεί από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Όσο διαρκούν οι πολεμικές συγκρούσεις αυτός ζωγραφίζει και κάνει εκθέσεις. Όταν συναντά τον Χουάν Γκρις, τον ισπανό ζωγράφο, περνάει από τον φωβισμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, και τον ιμπρεσιονισμό στον κυβισμό. Εκεί συναντά τις Δεσποινίδες της Αβινιόν του Πικάσο. Με τον Πικάσο συναντιέται πολλές φορές στη διάρκεια της κοινής σταδιοδρομίας τους και κείνος του αφιερώνει το 1954, χρονιά του θανάτου του, ένα πίνακα σαν φόρο τιμής.
«Ο χρόνος κυλάει, φεύγει και έχω διαρκώς την αίσθηση ότι δεν θα μου φτάσει για να ολοκληρώσω τις προσπάθειες μιας ολόκληρης ζωής». Άπληστος για χρόνο αρνείται να «πλειοδοτήσει στη φρίκη» όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης προσθέτοντας: «Στα χρόνια του Μπούχενβαλδ και του Άουσβιτς, ο Ματίς ζωγράφισε τα πιο χυμώδη και τα πιο ωμά, τα πιο γοητευτικά λουλούδια ή φρούτα που έγιναν ποτέ λες και το θαύμα της ζωής, αυτό καθαυτό, βρήκε τον τρόπο να συσπειρωθεί μέσα τους για πάντα. Γι’ αυτό μιλάνε ακόμη σήμερα καλύτερα από την πιο μακάβρια πτωματογραφία της εποχής. Γιατί ο δημιουργός τους αρνήθηκε να ”ποντάρει” στο λεγόμενο ”αίσθημα” και στις ομοιοπαθητικές του ιδιότητες και προτίμησε να υπακούσει όχι στα φαινόμενα αλλά στην αντίδραση που προκαλούν αυτά μες στη συνείδησή του».
Ο Ματίς υπήρξε ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και συγγραφέας. Γεννήθηκε την τελευταία ημέρα του έτους 1869 στο Κατώ – Καμπρεζύ. Ο πατέρας του ήταν πωλητής σε κατάστημα υφασμάτων. Η μητέρα του ήταν μοδίστρα. Οι καιροί ήταν δύσκολοι. Ο Ματίς παρακολούθησε έκπληκτος την εισβολή των πρωσικών στρατευμάτων καθώς και το τραυματικό τέλος της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα του Γ’ που ηττήθηκε στο Σεντάν. Από την άλλη μεριά η Τρίτη Δημοκρατία που το άστρο της μόλις είχε ανατείλει αντιμετώπισε εσωτερικές διαιρέσεις μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, προσπάθειες παλινόρθωσης της μοναρχίας, του βοναπαρτισμού, αναρχικές απόπειρες, πολιτικά σκάνδαλα, οικονομικά σκάνδαλα, αλλά η επιστημονική και η τεχνική πρόοδος ήταν το γεγονός της εποχής του όπως και η μεγάλη Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι το 1889. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σ’ ένα χωριουδάκι της Πικαρδίας. Είκοσι ετών μόλις τον βρίσκουμε ασκούμενο δικηγόρο. Η σταδιοδρομία του ωστόσο δεν τον ενδιαφέρει παρότι ακολούθησε νομικές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Κι όταν βρίσκει την ευκαιρία θα ομολογήσει πως όλο αυτό το διάστημα αντέγραφε σ’ ένα τεφτέρι τους Μύθους του Λα Φονταίν.
Μετά από μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας χρειάστηκε να μείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Ήταν ακριβώς η στιγμή που ανακάλυψε τη ζωγραφική. Ίσως αυτή την τέχνη, του την είχε περάσει η μητέρα του που ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος. Ήταν εκείνη που του χάρισε ένα κουτί με χρώματα και αυτός άρχισε να αντιγράφει. Τότε ήταν που άνοιξε ο δρόμος προς τη Τέχνη που αγάπησε όσο τίποτα άλλο στη ζωή του. Απορρίφθηκε από την Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά γνώρισε τον Γκυστάβ Μορώ «σαγηνευτικό δάσκαλο» παθιασμένο πότε με το Ραφαήλ πότε με τον Βερονέζε και δούλεψε στο εργαστήριό του. Ο Μορώ ήταν συνεχιστής της ρομαντικής παράδοσης και πρόδρομος του συμβολισμού. Υπήρξε μάλιστα αγαπημένος ζωγράφος του Αντρέ Μπρετόν. Στο εργαστήριό του δουλεύει με τον Αλμπέρ Μαρκέ, τον Ζορζ Ρουώ, ενώ αργότερα γνωρίζει το Σαρλ Καμουάν με τον οποίο συνδέεται με στενή φιλία. Ο πρώτος πίνακας στον οποίο εμφανίζεται ανθρώπινη μορφή είναι η Γυναίκα που διαβάζει αντίγραφο φλαμανδικού πίνακα. Αλλά εκείνος ‘μαθαίνει να βλέπει’ έξω απ’ το εργαστήριο. Έχει πια ό,τι χρειάζεται ένας ζωγράφος για να συνεχίσει και ν’ αρχίσει να κινεί το ενδιαφέρον των άλλων.
Το 1952 θυμόταν: «Πήγαινα συχνά στο σπίτι της Γερτρούδη Στάιν και περνούσα πάντα από ένα παλαιοπωλείο. Μια μέρα είδα στην βιτρίνα του ένα μικρό ξυλόγλυπτο αφρικάνικο κεφάλι, που μου έφερε στο νου τις γιγάντιες κεφαλές από πορφυρίτη της αιγυπτιακής συλλογής του Λούβρου. Μου φάνηκε πως η μορφοπλασία ήταν ίδια και στους δυο πολιτισμούς παρά τις διαφορές τους. Το αγόρασα δίνοντας λίγα φράγκα και έφτασα στο σπίτι της Στάιν. Εκεί συνάντησα τον Πικάσο, του το έδειξα και ενθουσιάστηκε, ήταν η αρχή του κοινού ενδιαφέροντος όλων μας για την αφρικάνικη τέχνη». Θυμάται πως ο Μπρακ ήταν ο πρώτος που ζωγράφισε κυβιστικό πίνακα, ένα μεσογειακό τοπίο. Ύστερα ήρθε ένας Ρώσος γκαλερίστας ο Σεργκέι Στσούκιν, ο οποίος του παρήγγειλε πίνακες. Ύστερα ήρθαν τα ταξίδια σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στην Μόσχα, όπου βρίσκονται και σήμερα έργα του, όπως και στην Νέα Υόρκη που επίσης επισκέφτηκε. Αλλά πήγε και στο Μαρόκο, ζωγράφισε οδαλίσκες, επηρεάστηκε από το γαλλικό μπαρόκ, από το βενετσιάνικο ροκοκό, από ό,τι είδε στην Πολυνησία και την Ταϊτή. Αγόρασε τις Λουόμενες, τον εμβληματικό πίνακα του Σεζάν που οδήγησε στο κυβισμό και τις δώρισε αγόρασε στο Πτι Παλαί του Παρισιού, εικονογράφησε τον Οδυσσέα του Τζόυς που εκδόθηκε στην Αμερική, έκανε σκηνικά για τα ρωσικά μπαλέτα, έκανε γλυπτά και χαρακτικά, φιλοτέχνησε 22 εκδοχές σε διάστημα έξι μηνών για το Ροζ γυμνό. Η τελική εκδοχή του 1935 απεικονίζει ένα μεγάλο ροδαλό κορμί με έντονες χρωματικές αντιθέσεις και έντονα διακοσμητική γραμμή.
Δημοσίευσε στα Καγιέ ντ’ Αρτ χαρακτικά με μελάνι και πενάκι. Έκανε σκίτσα για ποιήματα του Πιέρ Ρεβερντύ και έλεγε σε νεότερους κάτι αντίθετο απ’ αυτό που δίδασκαν στις σχολές Καλών Τεχνών, να αντιγράφουν δηλαδή τη φύση χωρίς δεύτερη σκέψη. Εκείνος υποστήριζε πως η φαντασία και η μνήμη έπρεπε να έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο. Πολλά χρόνια μετά το θάνατό του ό,τι φιλοτέχνησε και ό,τι είπε εξακολουθεί ακόμη να ισχύει και ο ίδιος να θεωρείται μεγάλος δάσκαλος της ζωγραφικής Τέχνης.