Διάβασα το αφήγημα Γιος του Κωστή Αλεβίζου ως μια αντιστροφή του μυθιστορήματος του Κόρμακ Μακ Κάρθυ, ο Δρόμος, που ακολουθεί το δίδυμο Πατέρας Γιος μέσα σε ένα μετα αποκαλυπτικό τοπίο, ή, για να βρεθώ κοντύτερα στο κλίμα της εγχώριας βιβλιοπαραγωγής, ως μια αντιστροφή του ελληνικού του ισοδύναμου, της πρόσφατης νουβέλας Μαύρο Νερό του Μιχάλη Μακρόπουλου. Και στα δυο αυτά βιβλία- πρότυπα έχουμε το άχθος ενός Γιου στις πλάτες ενός Πατέρα, (στην περίπτωση του Μακρόπουλου, αυτή είναι και μια ρεαλιστική περιγραφή καθώς, εξαιτίας μιας αναπηρίας, ο Πατέρας αναγκάζεται να ζεύεται τον Γιο του στην πλάτη) άχθος που ταυτίζεται με απόλυτη βιωματική υποχρέωση, που καλείται να οδηγήσει προς την Τροφή, προς την Καθαρότητα, προς την Υγεία, προς το Φως, προς τη Ζωή την ίδια.
Στο βιβλίο του Κωστή Αλεβίζου οι ρόλοι αντιστρέφονται: ο Γιος οδηγεί τον Πατέρα που «κρέμεται πάνω του σαν ένα τσαμπί από σταφύλι» μα κι αυτό το ίδιο το πρόταγμα της πορείας, της φροντίδας, αντιστρέφεται: τούτη είναι μια πορεία, προς το αιώνιο και φιλόξενο Σκότος, προς τη Σήψη, προς τον ακέραιο και αμετάκλητο Θάνατο, προς το Χώμα. Κι ας μην υπάρχει το ανάλογο μετα-αποκαλυπτικό περιβάλλον, ας μην υπάρχουν οι αναφορές στην ασαφή νύξη της επίορκης επιστήμης: το περιβάλλον αυτό αναπληρώνεται από τη δυστοκία των ίδιων των ηρώων, Πατέρα και Γιού, να αποδεχθούν – αμφότεροι – το πεπρωμένο δηλαδή το ανακουφιστικό τέλος που είναι – και για τους δυο -λύτρωση και κάθαρση μαζί. Διότι είναι αλήθεια ότι οι γονείς μας είναι ένα κομμάτι μας και ο χαμός τους μοιάζει με μια τρύπα που δεν κλείνει ποτέ, όμως, ταυτόχρονα με την πικρή γεύση του χαμού, ο άνθρωπος βιώνει – για πρώτη φορά στη ζωή του – την ελευθερία να υπάρξει δίχως έρμα, να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει. Σακατεμένος μεν, με ίδιες δυνάμεις δε. Ο συγγραφέας το λέει με τη γνωστή φράση σε ένα κομβικό σημείο του βιβλίου, κι αφού ξοφλήσει ό,τι χρωστάει: «οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς»
Το βιβλίο είναι επίσης με πολλούς τρόπους ανάλογο με το αξεπέραστο As I lay Dying του Ουίλιαμ Φώκνερ, όπου τα σύμβολα αντικαθίστανται από έναν μονοπρόσωπο νατουραλισμό, και όπου ο ψυχοπομπός Ερμής, γίνεται – από πολυπρόσωπος – ο ένας και μοναδικός αφηγητής ο οποίος οφείλει – επίσης λόγω ηθικής δέσμευσης – να συνοδεύσει το νεκρό, ενώ η μετακομιδή συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο δίχως νεκρό, συμβαίνει με έναν νεκρό που δεν καταλήγει παρότι το υπόσχεται καθημερινά, συμβαίνει με έναν νεκρό εν αναμονή καθώς, ενώ περιμένουμε να συμβεί το απευχόμενο μοιραίο, η επικείμενη αναχώρηση όλο και αναβάλλεται. Όπως διαβάζω στο κείμενο:
Κάθε πρωί με ξυπνούσε το ίδιο τηλεφώνημα:
– Σήκω γρήγορα ο Πατέρας είναι σοβαρά. Το βράδυ του έκλεινα τα μάτια. Την επομένη το ίδιο τηλεφώνημα. Ένας θάνατος σε αναμονή ή μια ζωή σε παράταση;
Έτσι στήνεται ένα διαρκές οδοιπορικό. Ένα οδοιπορικό που επιβάλλεται από τον ρυθμό του Πατέρα, που κουτσαίνει στον δρόμο προς τη θάλασσα αναζητώντας τον εμβληματικό Πλάτανο (τη ρίζα του), που κατεβαίνει τα δέκα σκαλιά ως το ισόγειο επειδή πρέπει να βαδίσει, έπειτα στην επιστροφή κατεβαίνει πάλι ως το υπόγειο επειδή δεν μπορεί να ανεβεί για να πάρει το ασανσέρ, με γλαφυρή περιγραφικότητα ένα Συσίφειο άχθος, ένα μαρτύριο γεμάτο εμπόδια καθημερινά, που είναι εμπόδια του νου, είναι εμπόδια των ανθρώπων μα είναι κυρίως τα όρια ενός κορμιού που πάσχει και ταυτόχρονα πασχίζει να νικήσει, να υπερνικήσει τα όριά του. Η φροντίδα του γέροντα Πατέρα, του οποίου το κορμί συνεχώς τον προδίδει και τον επιστρέφει προς τη μοναδικότητά του και το αμετάκλητο τετέλεσται, τοποθετείται σε πλήρη αντίστιξη με τον Γιο, που βρίσκεται στην ηλικία της άνθησης, που λαχταρά να απλώσει τα χέρια του και να ακουμπήσει τον κόσμο όλο. Κι ενώ καταρρέουν τα συστήματα το ένα μετά το άλλο (το μυοσκελετικό, το νεφρικό, το κυκλοφορικό, το κεντρικό νευρικό) αυτή η φροντίδα μοιάζει τόσο με τη φροντίδα ενός βρέφους που του λείπουν δεξιότητες ασύλληπτα μακρινές για το γνωσιακό του υπόβαθρο.
λέει ο Κωστής:
Το πρώτο εγγόνι
που γνωρίζει ένας γονιός
είναι ο πατέρας του.
Πριν το τέλος…
ο Πατέρας γίνεται πάλι παιδί
και το παιδί πρέπει να γίνει παππούς
για να ξεπροβοδίσει
το δυο φορές παιδί του,
να το περάσει απέναντι.
Ετούτη η επιστροφή στην αντίστροφη μήτρα του τάφου, στο κοίλωμα που είναι το αρνητικό του εξογκώματος της εγκυμοσύνης, είναι μια θυσία που οφείλει ο χρόνος μας στο χώμα από όπου προκύψαμε. Η σχέση ανάμεσα στους ήρωες διαγράφεται αδρά και υφολογικά και ως πλοκή η οποία εξυπηρετείται ακόμη και μέσα από σκηνές πολυπρόσωπου πλήθους. Με ευκολία διαχειρίζεται ακόμη και τέτοιες σκηνές ο συγγραφέας, καθώς διακρίνει τα πρόσωπά του με σαφήνεια – ενδεχομένως και λόγω της μαθητείας του στο σενάριο- όπως και δείχνει άνεση να ταξιδεύει στον χρόνο ανακατεύοντας τη διαδοχή των ταξιδιών προς τη γενέτειρα με τις επισκέψεις σε νοσοκομεία – τακτικές (λόγω της χρόνιας νεφροπάθειας) ή έκτακτες (λόγω επιπλοκών από ασθένειες που προστίθενται) σε διάφορες χρονικές περιόδους, άνεση στο σκηνικό (τα βιβλία του Χατζή που βρίσκονται τοποθετημένα στη βιβλιοθήκη στο ακριβές ύψος ώστε να ανακαλυφθούν από έναν έφηβο που ψαχουλεύει) , άνεση ακόμη και στις πολιτικές αναφορές (με μια δυο κουβέντες του για το μητροπολιτικό αντάρτικο του ’70 και του ’80, καθώς και την αναφορά στις πληγές των επεμβάσεων του Πατέρα που τις ταυτίζει με τραύματα της επανάστασης του ’21 καθώς και του έπους του ’40). Όλα αυτά με απλή γλώσσα, τοποθετημένα ώστε να χιάζουν αναμεταξύ τους μέσα από διακλαδώσεις, όπως ένα κλαδί από τον αιώνιο πλάτανο που γίνεται η λαχτάρα του Πατέρα (λόγω του θαυμασμού του για την απλότητα της ζωής που παράγεται από ένα και μόνο σπόρο, μα και προς την διάρκεια και την πολυπλοκότητα της ζωής αυτής) που εκβλαστάνει μέσα από τα γειτονικά του παρακλάδια. Αυτή η ποικιλότητα, έχει – λοιπόν – τα χρονικά της επίπεδα, έχει τις διαβαθμίσεις της και ταυτόχρονα υποστηρίζει ένα σταθερό υπόβαθρο συναισθηματικής φόρτισης που προσπαθεί να λειτουργήσει ως ένα πεδίο ουδετερότητας και αποστασιοποίησης για τον αναγνώστη. Είναι όμως ένα κατακόκκινο πεδίο, για αυτό το λόγο εξαιρετικά επιδραστικό στην αφήγηση· ως τέτοιο δεν αποφεύγει να εμπλακεί σε αυτήν ειδικά σε όσα σημεία ο συγγραφέας, αφήνεται στην ποίηση που παρεισφρέει ως ψήγμα καθαρής ψυχής. Αν αφηνόταν ακόμη περισσότερο, δεν θα κατάφερνε να τελειώσει το βιβλίο, λέω εγώ. Τα ξέρω αυτά και τά ’χω ζήσει.
Ναι, ο Κωστής Αλεβίζος είναι ένας εξαιρετικός αφηγητής· όμως χρωστάει τη δύναμή του πολύ περισσότερο στη γλώσσα και στην ποίηση παρά στην πρόζα της. Κι έτσι παραδίδει ένα πεζογράφημα ζηλευτό δίχως ούτε μια στάλα υποκρισίας ή εξυπνάδας ή επιτήδευσης. Δεν έχει ανάγκη να πείσει τον αναγνώστη του για τίποτα, αφού τού περιγράφει τον ίδιο του τον εαυτό ή όσα έχει – ο αναγνώστης – ήδη νιώσει, ή όσα πρόκειται να νιώσει νομοτελειακά κάποια στιγμή μες στη ζωή του. Ο δρόμος προς την καλή λογοτεχνία, είναι η αλήθεια της, δηλαδή η ψίχα του βίου. Όποιος το καταφέρνει αυτό, να μιλήσει δηλαδή για την αλήθεια της ζωής δίχως ψιμύθια, είναι αξιέπαινος και μόνο ως ένας Ιππότης ενός ευγενικού σκοπού, που δεν θυσίασε την καθαρότητα και τη διαφάνεια της γραφής προς χάριν της ποσότητας και της στεγνής παραμυθίας._
(Διαβάστηκε κατά τη 1η συνάντηση του Βραβείου Νέου Λογοτέχνη 2019, του περιοδικού Κλεψύδρα και των εκδόσεων Έναστρον, στο βιβλιοκαφέ Έναστρον στις 26/02/2020)