«Το να αγνοούμε είναι εξουθενωτικό. Κι ακόμη περισσότερο να νομίζουμε ότι ξέρουμε” Φίλιπ Ροθ
1
Στο βαθμό που «η πραγματικότητα είναι προϊόν της πιο μεγαλειώδους φαντασίας», όπως κατέδειξε μιαν ολόκληρη ζωή ένας από τους κορυφαίους ποιητές του περασμένου αιώνα, ο Γουάλας Στίβενς, οφείλουμε να αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στα όσα μας παρουσιάζει εντατικά το κάτοπτρο της λογοτεχνίας. Οίκοθεν νοείται ότι τις εγγενείς ποιότητες της τέχνης καθόλου τις έχει δει ξεκάθαρα και έγκαιρα η ψυχανάλυση. Έστω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, η εξής εμβληματική θέση: «Η τέχνη είναι ένα είδος έμφυτης παρόρμησης που κυριεύει τον άνθρωπο και τον κάνει όργανό της. Ο καλλιτέχνης δεν είναι άτομο προικισμένο με ελεύθερη βούληση που επιδιώκει τους δικούς του σκοπούς, αλλά ένας άνθρωπος που επιτρέπει στην τέχνη να υλοποιήσει τους σκοπούς της μέσα από τον ίδιο. Είναι ο συλλογικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που βιώνει, εκφράζει και διαπλάθει την ασυνείδητη ψυχική ζωή της ανθρωπότητας. Αυτό είναι το φορτίο του, το λειτούργημά του, και γι’ αυτό θυσιάζει την καθημερινότητά του». (Ιδέτε C. G. Jung, Το πνεύμα στον άνθρωπο, την τέχνη και τη λογοτεχνία, εκδόσεις Ιάμβλιχος, σελ. 69). Εξ ου και ο ανυπόκριτος ενθουσιασμός των παλαιοτέρων στοχαστών, οι οποίοι κάποια στιγμή διείδαν, στη Δύση τουλάχιστον, τη σημασία του λογοτεχνικού διαβήματος σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφορών και αυτοαναφορών. Διακρίνω: «Ο ελιγμός του ποιητικού ψεύδους: Το ποίημα δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται ως προϊόν άδολου μόχθου για την αποκάλυψη της αλήθειας. Το ιδανικό του ποιήματος είναι η σύνθεση όλων των ιδεών σε μια συμπαγή και καθολική εικόνα του κόσμου. Αυτό δεν είναι ούτε θεωρία, ούτε ιδεολογία, αλλά στάση απέναντι στον κόσμο, μια στάση που χαρακτηρίζεται από δημιουργικό ενθουσιασμό και σεβασμό στη συμπαντική αρμονία», έλεγε ο Πίκο ντελα Μιράντολα: «Φανταστείτε πόσο γενναιόδωρος είναι ο Θεός και πόσο τυχερός είναι ο άνθρωπος! Καθένας μπορεί να είναι αυτό που ο ίδιος επιλέγει να είναι. Το ζώο βγαίνει από τη μήτρα της μάνας του, φορτωμένο με την περιουσία του. Άλλη δεν πρόκειται ν’ αποκτήσει, ώσπου να πεθάνει. Οι ιδέες είναι από την αρχή ό, τι θα παραμείνουν αιώνια. Ο άνθρωπος, όταν πλάστηκε, πήρε από τον πατέρα αμέτρητους σπόρους, για κάθε είδος και κάθε τρόπο ζωής. Αν σπείρει ιδέες, θα γίνει άγγελος και τέκνο Θεού. Κι αν πάλι, δεν θελήσει να προχωρήσει προς το κέντρο του κόσμου, η ψυχή του θα ενωθεί με τον Θεό, μόνη στο σκοτάδι του Θεού, που είναι υπεράνω όλων και θα ξεπεράσει σε ύψος κάθε πλάσμα. Αν δεν θαυμάσουμε ένα πλάσμα με τόσο εκπληκτική ικανότητα μεταμόρφωσης, τι θα θαυμάσουμε;». [Το αποθησαυρίζει ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας στο κείμενό του για την Κική Δημουλά, περιοδικό «Η λέξη», τ. 194, Οκτώβρης – Δεκέμβρης 2007].
Ο συγγραφέας ειδικότερα, που σέβεται την αποστολή του σήμερα, σε μιαν άχαρη εποχή ιδιάζοντος και συνεχούς κατακερματισμού, δεν περισπάται από την δράση των αληθοφανών δεδομένων, αλλά αναζητεί τα ουσιαστικότερα. Το κεκρυμμένο ή και λεγόμενο μυστικό στοιχείο είναι εν τέλει γι’ αυτόν το κατ΄ εξοχήν υλικό. Η συνεισφορά της λογοτεχνίας στην αποκωδικοποίηση των σημάτων της περιρρέουσας ατμόσφαιρας έχει βεβαίως διερευνηθεί πολλαπλώς. Τα όρια διαστέλλονται αενάως, οι ερμηνείες επαναδιαπραγματεύονται την αντικειμενικότητα.. Η λογοτεχνία παραμένει η κατ΄ εξοχήν αρμοδία για να καταγράψει και να αιτιολογήσει στο μέτρο του δυνατού τα παράδοξα που διέπουν την πολλαπλή διάσταση των ορατών και των αοράτων. Θυμίζω, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω συναφή: «η μυστικιστική παράδοση, την οποία θα μπορούσα να αποκαλέσω το κομμάτι της Ασίας μέσα στον δυτικό άνθρωπο, από την αρχή του Ευαγγελίου ίσαμε τη σύγχρονη εποχή δεν έπαψε να επιμένει σε μια θέαση της αλήθειας πέρα από την ορθολογική κατανόηση, πέρα από τη λογική, πέρα από τον πειραματικό έλεγχο ή την αναίρεση. Υπάρχει, λένε, κάπου μια «αλήθεια υψηλότερη από την αλήθεια», προϊόν άμεσης μυστικιστικής αποκάλυψης». (Ιδέτε, Τζωρτζ Στάινερ Νοσταλγία του απολύτου, μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδόσεις Άγρα, 2007).
2
Και η επόμενη δήλωση είναι πρωτογενής και διατηρεί αμείωτη την παρρησία της επί ένα σχεδόν αιώνα: «Οι ποιητές και οι μυθιστοριογράφοι είναι πολύτιμοι σύμμαχοι-οφείλουμε να εκτιμάμε την μαρτυρία τους πάρα πολύ, διότι επίστανται πολλών τινών, τα οποία η δική μας σχολική σοφία δεν θα μπορούσε ακόμα να ονειρευτεί. Είναι διδάσκαλοι σε ό, τι αφορά στη γνώση της ψυχής σε μας τους κοινούς ανθρώπους, διότι αντλούν από πηγές, τις οποίες δεν έχουμε εισέτι καταστήσει προσιτές στην επιστήμη». Ο Φρόιντ καταθέτει εδώ μια πάγια αρχή του: η τέχνη του λόγου προπορεύεται σαφώς της όποιας «πραγματικότητας», η λογοτεχνία δεν διορθώνει απλώς τον κόσμο, αλλά τον επαναπροβάλλει άρτιο.(Ιδέτε εν προκειμένω Dιlire et Rκves dans la Gradiva de Jensen). Άλλωστε πολλές δεκαετίες μετά την διατύπωση αυτής της ετυμηγορίας, η οποία κατ’ ουσίαν προωθεί αμέσως και από τη δική της πλευρά τη συστηματική μελέτη της δημιουργικής γραφής από την ψυχανάλυση, εξακολουθεί να ισχύει η ίδια γραμμή αντιμετώπισης του είναι και του γίγνεσθαι, ιδίως σε ό, τι αφορά στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Στο σημείο αυτό η καντιανή επανάσταση στο χώρο της σκέψης, ότι δηλαδή «την πραγματικότητα δεν την αντιλαμβανόμαστε απλώς, αλλά τη συνιστούμε οι ίδιοι», εξακολουθεί να εμπνέει παραγωγικά την καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτό το οποίο δρα εξακολουθητικά πίσω από τα φαινόμενα, ανακαλύπτεται διορατικά. Η ψυχανάλυση άντλησε και θα αντλεί από τη λογοτεχνία όχι μόνον ερμηνευτικές κλείδες, αλλά την ίδια την αναγκαιότητα της δικής της αποστολής.
3
Τα ανωτέρω δεν υποδηλώνουν ότι η λογοτεχνία έχει τελικώς κλείσει τον κύκλο της. Υπάρχει πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο της εκ των έσω ριζικής της ανανέωσης. Οι ενδεικτικές αναφορές του Φλωμπέρ, που έπονται, πιστοποιούν την ενδότερη αυτή ανησυχία του συγγραφέα εν γένει: «Η γλώσσα είναι σαν ραγισμένο τύμπανο που το χτυπάμε ρυθμικά για να χορεύουν οι αρκούδες, ενώ στην πραγματικότητα λαχταρούμε να συγκινήσουμε τ’ άστρα για να μας λυπηθούν.[…] Ενδέχεται, μετά τον Σοφοκλή, να είμαστε όλοι κατάστικτοι πρωτόγονοι. Αλλά στην Τέχνη υπάρχει κάτι διαφορετικό από την ακρίβεια των γραμμών και τη στιλπνότητα των επιφανειών. Η πλαστικότητα του ύφους δεν είναι τόσο πλατιά όσο ολόκληρη η ιδέα… Διαθέτουμε πολυάριθμα πράγματα, αλλά όχι ισάριθμες μορφές». (Ιδέτε αντιστοίχως Μαντάμ Μποβαρύ και Πρόλογος στη ζωή του συγγραφέα, στο Ζακ Ντεριντά, Η γραφή και η διαφορά, μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Καστανιώτη, 2003.) Πρόκειται για την ίδια έγνοια, την ίδια αγωνία ολοκληρώματος που κατέτρυχε, ως γνωστόν, και τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: «Αισθανόμαστε πως ακόμα και αν δοθούν απαντήσεις σε όλες τις δυνατές επιστημονικές ερωτήσεις, το προβλήματα της ζωής μας δε θα τα έχουμε καν αγγίξει. Φυσικά τότε δε μένει πια καμιά ερώτηση και αυτό ακριβώς είναι η απάντηση».(Ιδέτε Tractatus Logico -philosophicus, 6:52, μετάφραση: Θανάσης Κιτσόπουλος, εκδόσεις «Παπαζήσης», 1978).
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, θα υποστήριζα ότι το όνειρο της ψυχανάλυσης ταυτίζεται με ένα μέρος του ονείρου της λογοτεχνίας.
4
Όπως ακριβώς τα όνειρα για τον Φρόυντ είναι ο φύλακας του ύπνου μας, τα ποιήματα είναι ο φύλακας της αλήθειας μας. Οι φύλακες αυτοί από κοινού προστατεύουν την ατομική μας ιδιοπροσωπία.
5
Από τις πολλαπλές ομολογίες γραφής διαλέγω την εξής για την περίσταση: «’’Γράφω’’ ίσως να σημαίνει γεμίζω τα λευκά διαστήματα της ύπαρξης, το μηδέν εκείνο που ανοίγεται άξαφνα μέσα στις μέρες και τις ώρες, ανάμεσα στα αντικείμενα της κάμαράς μας και τα καταπίνει μέσα σε μία άπειρη ερημιά και ασημαντότητα. Ο φόβος, έγραψε ο Κανέτι, εφευρίσκει ονόματα για περισπασμό• ο ταξιδιώτης διαβάζει και σημειώνει ονόματα στους σταθμούς που περνάει με το τρένο, στις γωνίες των δρόμων που τον φέρνουν τα βήματά του, και προχωρεί κάπως ξαλαφρωμένος κι ευχαριστημένος με την τάξη και το ρυθμό που έχει το μηδέν».(Ιδέτε Κλάουντιο Μάγκρις, Δούναβης(1986), μετάφραση: Μπάμπης Λυκούδης, εισαγωγή Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Πόλις, 2001, του οποίου κριτική παρουσίαση απαντά στο περί ου). Η λύτρωση μέσα από τη γραφή δεν θα μπορούσε παρά να διεγείρει αυξητικά το ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον.
6
Δεν ανήκω σ’ αυτούς που φρονούν ότι έχει αποδειχτεί μαθηματικά η παγκοσμιότητα του οιδιποδείου συμπλέγματος. Πιστεύω όμως ότι η ψυχανάλυση, παρά τις εμφανείς αγκυλώσεις, τους αυτοπεριορισμούς και τις αντιφάσεις της, θα συνεχίσει την πορεία της, κατανοώντας όσο καλύτερα μπορεί το λογοτεχνικό επίτευγμα.