(Συνέχεια )
ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Φτάνουν στο Πορτ Σάϊντ. Ο Έλληνας πρόξενος που παίρνει το δείπνο του μαζί με τον Σεφέρη και τη γυναίκα του τη Μαρώ τη διαβεβαιώνει ότι πολύ σύντομα θα ξαναβρεθεί κοντά στα παιδιά της. Και καθώς η Μαρώ εκφράζει την απορία της για το πώς θα γίνει αυτό, ο πρόξενος της απαντάει: «Μα σε λίγες εβδομάδες θα τα έχουν πάρει όλα οι Γερμανοί και θα γυρίσετε στην Ελλάδα». Τέτοια ήταν η ηττοπάθεια και αφέλεια πολλών στελεχών.
Από εκεί οι νεοαφιχθέντες Έλληνες αποστέλλονται στο Κάϊρο. Ο Σεφέρης εντυπωσιάζεται από τις Πυραμίδες και από ένα εξωτικό πελεκάνο του ζωολογικού κήπου. Η ελεεινή όψη του θα του θυμίσει τον Τσουδερό, αυτόν τον «ανυπόστατο», καθώς λέει, πρωθυπουργό. Σ’ ένα ποίημα της ποιητικής συλλογής του θα αναφερθεί σ’ αυτό τον πελεκάνο, για να σατιρίσει τον Τσουδερό:
…τον Ονοκρόταλο τον Πελεκάνο—αυτόν
που είχε ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού
στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου.
Από το Κάϊρο θα φτάσουν στην Αλεξάνδρεια, εκεί που βρίσκονται τα περισσότερα στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης και των δημοσίων υπηρεσιών. Οι αδιάκοπες εσωτερικές διαμάχες θα του προκαλέσουν αποστροφή: τους αποκαλεί «βδέλλες και καρχαρίες». Και στο ποίημα : «Υστερόγραφο» γράφει:
….έχουν τα μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
Και τα χέρια τους είναι λιγνά και σαν καλάμια.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους
Δε βγαίνει καν από το στόμα τους
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
Πολύ σύντομα η Κυβέρνηση θα θελήσει να απαλλαγεί από τα στελέχη της δικτατορίας του Μεταξά και γι αυτό αρχίζει η αποκέντρωσή τους. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Νικολούδης, υπουργός του Μεταξά. Τον στέλνουν ν’ ανοίξει την Πρεσβεία της Νοτίου Αφρικής. Εκείνος ζητά να πάρει μαζί του τον ανώτερο δημόσιο υπάλληλο –διπλωμάτη Σεφέριάδη. Προορισμός τους η νοτιοαφρικανική πρωτεύουσα, η Πρετόρια. Θα ξέφευγε ο Σεφέρης από τον Τσουδερό, τον οποίο θεωρεί «διπρόσωπο, μικροπολιτικό πέρα για πέρα, νευρικό δολοπλόκο», αλλά θα πρέπει να υποστεί τον Νικολούδη, τον οποίο θεωρεί «από τους πιο παρορμητικούς, τους πιο ματαιόδοξους, τους πιο εγωπαθείς χαρακτήρες».
Στην Πρετόρια, σε μια θέση με ελάχιστες επαγγελματικές απαιτήσεις και άρα με ελεύθερο χρόνο γράφει ένα βιβλίο: «Χειρόγραφο Σεπτ. ‘41», μέσα στο οποίο ξεκαθαρίζει την ιδεολογία του που βρίσκεται κοντά στους λαϊκούς ανθρώπους και που σαν βάση της έχει την «ανθρωπιά». Καμιά πολιτική ιδεολογική σύγκλιση δεν είχε με τις ιδεολογίες του μεταξικού καθεστώτος, αλλ’ ούτε έχει κάποια σχέση με όλους αυτούς τους πολιτικούς που στις δύσκολες αυτές στιγμές του πολέμου υπήρξαν ιδιοτελείς, προσπαθούσαν να κερδίσουν θέσεις κι αξιώματα. Στον «Τελευταίο Σταθμό», που είναι το τελευταίο ποίημα της ποιητικής συλλογής, θα πει:
Καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του
Ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Και πράγματι αυτό έκαναν: άλλοι πολεμούσαν κι έχυναν το αίμα τους στην Ελλάδα κι άλλοι μοιράζονταν τα αξιώματα στην Αίγυπτο. «Κανείς δεν βλέπει, μέσα σ’ αυτό το αποτρόπαιο καζάνι όπου βράζουμε, τη διαφορά, την αγεφύρωτη διαφορά: ότι εκείνοι εκεί στην Ελλάδα υποφέρουν με τα κορμιά τους κάθε μέρα, κάθε νύχτα, ενώ τούτοι εδώ μιλούν ή φωνάζουν», σημειώνει στο ημερολόγιό του.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Στο Κάϊρο θα επιστρέψει στις 25 Απριλίου του ’42, αλλ’ όμως τα πολεμικά γεγονότα δεν θα του επιτρέψουν να βρει τη θέση από την οποία θα προσφέρει τις υπηρεσίες του, γιατί τον Ιούνιο του 1942 ο Ρόμελ καταλαμβάνει το λιμάνι του Τομπρούκ στη Λιβύη και απειλεί να επιτεθεί στην Αίγυπτο. Επικρατεί αβεβαιότητα. Οι περισσότεροι Έλληνες αξιωματούχοι και πολιτικοί που βρίσκονται στο Κάϊρο θα διασχίσουν σε μια μαζική, σπασμωδική έξοδο τη Διώρυγα του Σουέζ κάτω από συνεχείς αεροπορικές επιδρομές, για να πάνε στα Ιεροσόλυμα, όπου είχαν καταφύγει αμέτρητοι πρόσφυγες απ’ όλο τον κόσμο. Εκεί θα βρεθεί με τη γυναίκα του Μαρώ τον Ιούλιο μήνα, στην Ιερουσαλήμ, αυτή την πολιτεία της προσφυγιάς.
Στο ημερολόγιό του αφιερώνει πολλές σελίδες για να περιγράψει γεγονότα, σκέψεις και συναισθήματα αυτής της μηνιαίας παραμονής του εκεί. Τριγύρω πρόσφυγες από διαφορετικές φυλές, γλώσσες, θρησκείες. Σε άθλια κατάσταση! Σκέφτεται όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και τον κόσμο, τους σκοτωμούς, την πείνα, τον πόνο. Μαθαίνει από κάποιον την ιστορία του καραβιού «Στρούμα»: ένα σαπιοκάραβο ξεκινάει από ρουμανικό λιμάνι, φορτωμένο με χίλιους περίπου διωγμένους Εβραίους, ο ένας πάνω στον άλλο. Φτάνει στη Χάϊφα. Οι αρχές της Παλαιστίνης δεν τους δέχονται, γιατί φοβούνται τους Άραβες. Το πλοίο αναγκάζεται να επιστρέψει και φτάνει στην Πόλη. Οι Τούρκοι δεν τους αφήνουν να βγουν από το καράβι. Έξι μήνες εκεί, μέσα στο καράβι, τρέφονται με τροφές που προμηθεύονται με καλάθια κρεμασμένα με σκοινιά. Τέλος, οι αρχές το διώχνουν. Στη Μαύρη Θάλασσα το βρίσκει τέτοια φουρτούνα που το καράβι ανοίγει στα δυο και βούλιαξε. Σώθηκαν μόνο σαράντα. Απογοητευμένος και πικραμένος αυτός ο διπλωμάτης που σπούδασε στο Παρίσι κι έζησε κάποια χρόνια στην Ευρώπη, ξεσπάει μέσα στο ημερολόγιό του:
Λέμε πως πολεμούμε για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χρεοκόπησε μια και καλή, με τούτο τον πόλεμο. Η Γερμανία είναι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός και τα καμώματά της τέλεια ευρωπαϊκά, δηλαδή επιστημονικά. Μας σκοτώνουν, μας εξαρθρώνουν, μας ερημώνουν σύμφωνα με όλους τους κανόνες της επιστήμης.(…) Δεν έχουμε να σώσουμε τίποτε απ’ αυτόν τον πολιτισμό, ας πάει καλλιά του: έχουμε να σώσουμε τον άνθρωπο, αν μπορούμε.
Με αφορμή μια εκδρομή που κάνει (10 Ιουλίου) στον Ιορδάνη και στη Νεκρή θάλασσα γράφει ένα πολύ σπουδαίο ποίημα: «Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή θάλασσα», στο οποίο συναιρούνται όλα τα παραπάνω και περισσότερα:
Ο Στράτης είναι ο ίδιος ο ποιητής, μια persona του. Η Νεκρή Θάλασσα γίνεται σύμβολο της ερήμωσης της οικουμένης. Η Ιερουσαλήμ με το σχήμα pars pro toto (μέρος αντί του όλου) γίνεται σύμβολο προσφυγιάς της ανθρωπότητας. Οι πρώτες τρεις στροφές μιλούν για την προσφυγιά και τον πόλεμο….. Στο υπόλοιπο ποίημα προβάλλει ο ποιητής στον κόσμο, που βρίσκεται σε μηδενική ώρα (που είναι μια Νεκρή Θάλασσα, εξού και ο τίτλος του ποιήματος), τα ελληνικά ιδεώδη της ανθρωπιάς, τα αιτήματα της ελληνικής ψυχής για ελευθερία και δικαιοσύνη. Μέσα στο ποίημα εκφράζονται σαν καημός για την επιφάνεια του Αιγαίου. Οι σχετικοί στίχοι είναι οι ακόλουθοι:
Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα
Πολλές οργιές κάτω από την επιφάνεια του Αιγαίου.
Έκφραση αυτού του καημού είναι εδώ οι τρεις Έλληνες σκλάβοι και πρόσφυγες καλόγεροι, που λειτουργούν από τη μια ως σύμβολα ηθικής τάξης, ελέγχουν δηλαδή ηθικά την αδικία, και από την άλλη φέρνουν του πρόσφυγα το τάμα, δηλαδή το μήνυμα της ελληνικής ανθρωπιάς. Ας ξαναθυμηθούμε εδώ τη φράση του Σεφέρη ότι « ο ελληνισμός είναι η άλλη όψη του ανθρωπισμού μου». Οι καλόγεροι φέρνουν το τρεχαντήρι τους στον ποταμό Ιορδάνη, γιατί από εκεί ξεκίνησε χριστιανισμός και το μήνυμα της αγάπης.
Στο ημερολόγιό του βρίσκουμε τη λαϊκή διήγηση για τους τρεις καλογέρους που του αφηγήθηκε ο ηγούμενος, της Μονής του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου, Ονούφριος :
Στην ακροποταμιά, δεμένο σ’ ένα κλωνάρι, ένα ασπροθαλασσίτικο τρεχαντηράκι, κόκκινο ξεθωριασμένο. Όταν σκλαβώθηκε ο τόπος, τρεις καλογέροι ξεκίνησαν απ’ τ’ Άγιονόρος με τούτο το μικρό πλεούμενο. Ενενήντα μέρες ταξίδευαν ώσπου να φτάσουν στ’ ακρογιάλια της Παλαιστίνης.(…) ύστερα φόρτωσαν το καραβάκι τους σ’ ένα καμιόνι και το ρίξαν εδώ, στον τόπο που βαφτίστηκε ο Χριστός.
Όσο αφορά τέλος το μότο του ποιήματος που καταλήγει στην αγγλική φράση «This is the place gentlemen» και επαναλαμβάνεται ως επωδός μέσα στο ποίημα, πάλι ο ίδιος ο ποιητής δίνει την πληροφορία ότι σ’ ένα:
«μοναστήρι, στο Σαραντάρι (Ιερουσαλήμ), μας έδειξαν την πέτρα όπου κάθονταν ο Χριστός, όταν ήρθε κοντά του ο Σατανάς. Η πέτρα ήταν καλά χωμένη σ’ ένα εκκλησάκι και ζερβά στον τοίχο, καρφωμένο ένα χαρτί με τη σχετική περικοπή του Ευαγγελίου αγγλικά κι από κάτω με χοντρά κεφαλαία: THIS IS THE PLACE GENTLEMEN. (Ιδού ο τόπος κύριοι). Αυτό το GENTLEMEN, που συνήθιζε κανείς να το βλέπει γραμμένο σ’ άλλα μέρη στην Αγγλία και να τ’ ακούει σ’ άλλες περιστάσεις, ήτανε λίγο σαν κοτρονιά στο κεφάλι. Ήτανε συνάμα σαν ένα σύμβολο της αξεδιάλυτης σύγχυσης που ζούμε τώρα, σε τόνο πολύ χοντρής φάρσας».
Του θυμίζει δηλαδή την κοφτή αναγγελία στις εγγλέζικες παμπ, όταν έρχεται η ώρα να κλείσουν: “Hurry up please, Gentlemen, it’s time” (Βιαστείτε παρακαλώ, Κύριοι, ήρθε η ώρα). Λειτουργεί ίσως ακόμη ως υπενθύμιση πάλι του τόπου που ξεκίνησε το μήνυμα της αγάπης και που τώρα αυτός ο τόπος βρίσκεται βυθισμένος στη σύγχυση, την προσφυγιά και την απανθρωπιά.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Επιστρέφουν στην Αίγυπτο μετά από ένα μήνα, γιατί δεν δόθηκε η μάχη στο Ελ Αλαμέιν τότε, αλλά τον Οκτώβριο. Ο Σεφέρης τοποθετείται στη θέση του Γενικού Διευθυντή Τύπου Μέσης Ανατολής. Πρωθυπουργός ο Τσουδερός που βρίσκεται στο Λονδίνο, όπου είναι η επίσημη έδρα της Κυβέρνησης, ο Κανελλόπουλος αναπληρωτής πρωθυπουργός στο Κάϊρο.
Τον Σεπτέμβριο του 1942 ιδρύεται το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Τον Νοέμβριο το ΕΑΜ με τη συνεργασία των Άγγλων ανατινάζουν τη Γέφυρα του Γοργοπόταμου. Ο Κανελλόπουλος δέχεται πρόσκληση να συμμετάσχει στο ΕΑΜ. Αρνείται. Οι 2 ελληνικές ταξιαρχίες της Αιγύπτου απαιτούν από τον Κανελλόπουλο να συνταχθεί στην Ελλάδα κυβέρνηση με το ΕΑΜ και να αποταχθούν από το στρατό τα μεταξικά στελέχη. Ο Κανελλόπουλος αρνείται να αποτάξει μεταξικούς αξιωματικούς που ωστόσο διακρίθηκαν στο Αλβανικό Μέτωπο και στο Ελ Αλαμέιν (Οκτ 1942). Συνέπεια: η παραίτηση Κανελλόπουλου και η επιστροφή Τσουδερού στο Κάιρο. Τα σκάγια παίρνουν και τον Σεφέρη. Επειδή ο Κανελλόπουλος θεωρήθηκε πολύ δεξιός και ο Νικολούδης, με τον οποίο ο Σεφέρης αναγκάστηκε, όπως είδαμε, να συνεργαστεί στην Πρεττόρια, ήταν συνεργάτης του Μεταξά, άρα και ο Σεφέρης, βγήκε το συμπέρασμα, είναι φασίστας. Ο διπλοπρόσωπος Τσουδερός δίνει εντολή να απομακρυνθεί ο Σεφέρης, να τον στείλουν στην Άγκυρα, να τον παροπλίσουν δηλαδή. Ο Σεφέρης αντιδρά δυναμικά, όχι για την μετάθεσή του, αλλά για την προσβολή της ιδεολογίας του. Διακηρύσσει τις πολιτικές του ιδέες:
«Δεν είναι βεβαίως, γράφει, δικτατορικαί, αλλ’ ούτε δημοκρατικαί- αριστοκρατικαί, είναι λαοκρατικαί. Πιστεύω δηλαδή ότι η ανωτέρα λεγομένη τάξις εις την Ελλάδα έχει από ετών χρεωκοπήσει και ότι η μόνη πολιτική που έχει ελπίδας να επιτύχη είναι εκείνη που θα ημπορέσει να δημιουργήση νέα στελέχη και νέους ηγέτες προερχομένους από τα σπλάχνα του λαού…Αυταί είναι με ολίγας λέξεις αι πολιτικαί μου πεποιθήσεις, τις οποίες δεν αποκρύπτω, ούτε απέκρυψα». (ΕΛΙΑ, Γ Σεφέρης προς Ρούσσο, 20 Μαΐου, σ. 2)
Την άνοιξη του 1943 δίνει δύο διαλέξεις. Τη μια για τον Παλαμά που είχε πεθάνει ένα μήνα νωρίτερα και η δεύτερη για τον Μακρυγιάννη, στις οποίες αποτυπώνονται τα δημοκρατικά και πατριωτικά του αισθήματα και οι λαοκρατικές ιδέες του. Έχουν αρχίσει τώρα να τον θεωρούν αριστερό και οι νέοι συνάδελφοι φεύγουν από κοντά του «σαν τα ποντίκια, σημειώνει ο Σεφέρης, από καράβι που βουλιάζει». Τον αποφεύγουν δηλαδή για να μη θεωρηθούν κι εκείνοι αριστεροί. (Την επόμενη χρονιά θα εκφράσει τις πολιτικές του συμπάθειες προς τους αριστερούς αντάρτες που πολεμούν στην Ελλάδα). Αυτές οι ξεκάθαρες ιδεολογικές διευκρινίσεις είχαν ως αποτέλεσμα ν’ ακυρωθεί η μετάθεσή του στην Άγκυρα. Έτσι ξέφυγε τις δολοπλοκίες πολιτικών και διπλωματικών εχθρικών κύκλων.
Όλα τα παραπάνω του δίνουν την αφορμή να γράψει δυο σατιρικά ποιήματα: Μέρες Απρίλη ’43 και Θεατρίνοι Μ.Α. Παραθέτω αποσπάσματα:
Στους δρόμους περπατά με προσοχή, να μη γλιστρήσει
στις πεπονόφλουδες που ρίχνουν αδιαφόρητοι αραπάδες
ή πρόσφυγες πολιτικάντηδες και το σινάφι,
παραμονεύοντας: θα τηνε πατήσει? __δε θα την πατήσει?
όπως μαδάς μια μαργαρίτα.
Και :
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
Όπου σταθούμε κι’ όπου βρεθούμε
Στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
Όμως η μοίρα μας πάντα νικά.
Και τα σαρώνει και μας σαρώνει
Και τους θεατρίνους και τον θεατρώνη
Υποβολέα και μουσικούς
Στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
(Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα συνεχίζεται ο πόλεμος εναντίον του μεγάλου μας ποιητή. Γράφονται από ορισμένους κύκλους άρθρα, γράφονται βιβλία που προσπαθούν να τον υποτιμήσουν. Η μέθοδος είναι γνωστή: επαινούν συνήθως το ποιητικό του έργο, αλλά σκοπίμως υποβαθμίζουν τον διπλωμάτη. Το ίδιο ακριβώς που κάνουν στον Μίκη Θεοδωράκη: επαινούν τον καλλιτέχνη και σκοπίμως κατηγορούν τον πολιτικό. Για τον Σεφέρη βρίσκουν να λένε συνήθως ότι ήταν συντηρητικός, ότι η φωνή του δεν έβγαινε έξω από το συρτάρι του, που φυλούσε τα γραπτά του μακριά από το φως της δημοσιότητας, ότι πάνω απ’ όλα ενδιαφερόταν για την οικογενειακή του γαλήνη και να μη χάσει τη θέση του, το βόλεμά του, ότι αντί να παραιτηθεί συνεργάστηκε με τη δικτατορία του Μεταξά, ότι πρόδωσε την Κύπρο και ότι άργησε να αντιδράσει απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Ευτυχώς, η πλούσια βιβλιογραφία για τον Σεφέρη δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες αναλήθειες και αποκαλύπτει την πραγματική αιτία αυτών των αρνητικών αντιδράσεων: ο Σεφέρης μέσα στα ταραγμένα για τον ελληνισμό χρόνια της ζωής του δεν έδειξε προτίμηση σε καμιά πολιτική παράταξη, δεν πήρε τη θέση κανενός (ο ίδιος γράφει στο Χειρόγραφο του ’41: «Δεν είχα καμιά προτίμηση· τους έβλεπα όλους ίδιους, κούφιους, ασήμαντους και βλαβερούς»), αλλά προσπάθησε να δημιουργήσει τη δική του θέση, προσέχοντας μόνο να μη χάσει το νήμα που ενώνει, εν μέσω κυρίως εθνικού διχασμού, τον ελληνισμό. Στάση αληθινά πατριωτική. Δεν υπηρέτησε κανένα κόμμα, παρά μόνο την πατρίδα του, την Ελλάδα, από το πόστο που είχε ταχθεί).
Το καλοκαίρι του ’43 φτάνει στο Κάιρο μια αντιπροσωπεία των αντιστασιακών οργανώσεων που δρούσαν στην Ελλάδα, για συζητήσεις με τον Βρετανό πρέσβη Ρεξ Λίπερ, αλλά και με την Κυβέρνηση. Στόχος η σταθερή θέσπιση κανόνων συνεργασίας μεταξύ τους. Η άφιξη της αντιπροσωπείας στο Κάιρο δημιουργεί στον Σεφέρη αισθήματα ευεξίας και ελπίδας. Τα διαφυλάσσει στο ποίημά του «Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ»:
Ανάμεσα στα κόκκαλα
Μια μουσική:
περνάει την άμμο
περνάει τη θάλασσα.
Ανάμεσα στα κόκκαλα
ήχος φλογέρας
ήχος τυμπάνου απόμακρος
κι’ ένα ψιλό κουδούνισμα,
περνάει τους κάμπους τους στεγνούς
περνάει τη θάλασσα με τα δελφίνια.
Ψηλά βουνά, δε μας ακούτε!
Βοήθεια! Βοήθεια!
Ψηλά βουνά, θα λειώσουμε, νεκροί με τους νεκρούς!
ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τον Οκτώβριο φτάνει η είδηση για τον εμφύλιο πόλεμο που έχει ξεσπάσει στα βουνά της Ελλάδας μεταξύ των δύο μεγαλύτερων αντιστασιακών οργανώσεων, του Ε.Λ.Α.Σ και του Ε.Δ.Ε.Σ. Ο Σεφέρης αντιλαμβάνεται καλά τα πρώτα συμπτώματα του επικείμενου εμφύλιου σπαραγμού. Επιρρίπτει ευθύνες εξίσου και στις δυο πλευρές, αλλά μεγαλύτερες στη βρετανική πολιτική. Τα προμηνύματα του Εμφυλίου αυξάνονται, όταν τον Μάρτιο του 1944 σχηματίζεται προσωρινή ελεύθερη κυβέρνηση, γνωστή ως ΠΕΕΑ, που ελέγχεται από το ΕΑΜ, το στρατιωτικό σκέλος του οποίου, ο ΕΛΑΣ, κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που απελευθερώθηκαν από τους Γερμανούς. Ακολουθούν, μέσα σ’ ένα κλίμα σύγχυσης και μικροπολιτικών συμφερόντων, πολλά γεγονότα και επεισόδια μέχρι τις αρχές του Σεπτεμβρίου του ’44 που η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση φτάνει με όλο το επιτελείο της στο Cava dei Tirreni της Ιταλίας που θα αποτελέσει την τελευταία της έδρα, πριν από την επιστροφή της στην από την Εθνική Αντίσταση απελευθερωμένη Ελλάδα.
Και στην τελευταία αυτή στιγμή , στις παραμονές της απελευθέρωσης, επικρατεί η πολιτική της πόλωσης που δημιουργεί μια αβεβαιότητα για το μέλλον. Ο ποιητής και διπλωμάτης Σεφεριάδης αναλογίζεται τα δεινά του πολέμου, που μόλις τέλειωσε, τις δολοπλοκίες και την ανικανότητα όλων σχεδόν των Ελλήνων πολιτικών στην Αίγυπτο, που τους εμπόδισε να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Ακόμη και τώρα, την τελευταία αυτή πριν την επιστροφή στιγμή σκέφτονται πολύ περισσότερο τα συμφέροντά τους, τις θέσεις που θα πάρουν στην απελευθερωμένη Ελλάδα και τα ψώνια από τα ΝΑΑΦΙΑ (Εμπορικά Κέντρα Ανεφοδιασμού του προσωπικού των Βρετανικών ενόπλων δυνάμεων) παρά τον σχεδόν βέβαιο επικείμενο εμφύλιο πόλεμο. Ο ποιητής γράφει εκείνες τις μέρες δύο πολύ γνωστά πλέον ποιήματα: «Τελευταίος Σταθμός» και το «Απομεσήμερο ενός Φαύλου», στα οποία εκθέτει την εμπειρία από τον πόλεμο που τέλειωσε και το ήθος των Ελλήνων πολιτικών σ’ αυτά τα χρόνια στην Αίγυπτο. Κέρδος για μας ο καρπός αυτής της εμπειρίας του: η χειρόγραφη ποιητική συλλογή του Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’.
Τη χαρά της απελευθέρωσης την περίμενε, στο μυαλό του ποιητή, ο εφιάλτης του εμφύλιου σπαραγμού.