You are currently viewing Ανθούλα  Δανιήλ: Έλενα Χουζούρη – Ανθούλα Σταθοπούλου Βαφοπούλου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Εκ Νέου,  2019     

Ανθούλα  Δανιήλ: Έλενα Χουζούρη – Ανθούλα Σταθοπούλου Βαφοπούλου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Εκ Νέου,  2019    

Η Έλενα Χουζούρη γράφει το πρώτο μέρος του βιβλίου , με τον τίτλο «Ο βίος και το έργο», παρεμβάλλοντας στην αυστηρή συστηματική επιστημονική διαπραγμάτευση το συναίσθημα που της γεννήθηκε, όταν η μελλοντική επιστήμων, μικρό κορίτσι δώδεκα χρονών τότε, σκάλιζε την πατρική βιβιοθήκη. Εκεί βρήκε την Ανθολογία του Μιχάλη Περάνθη και την ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου (1909-1935), ανθολογημένη με δύο ποιήματα.

Τώρα πια, σχεδόν εκατό χρόνια μετά, η Έλενα Χουζούρη, κατ’ επάγγελμα και κατά τεκμήριον ειδική, αναλαμβάνει να ανασύρει από τη σκόνη του χρόνου την ποιήτρια που είχε τότε συγκινήσει το μικρό κορίτσι. Και η έρευνα αρχίζει με τη διατύπωση υποθετικών λόγων που καταλήγουν όλοι στο ίδιο συμπέρασμα και είναι αυτό το συμπέρασμα ο στόχος της Χουζούρη. Δηλαδή: αν η Σταθοπούλου ζούσε στην Αθήνα, αν είχε ερωτευθεί τον Καρυωτάκη και είχε γράψει ποιήματα γι’ αυτόν (όπως η Πολυδούρη), αν είχε μπει στο κλίμα του καρυωτακισμού, ίσως να μην είχε ξεχαστεί. «Λησμονημένη και μακρινή» χαρακτηρίζει την γενιά της και η Χριστίνα Ντουνιά».

Και τώρα, που έτσι έχουν τα πράγματα, τι; Τώρα, όπως ο Καβάφης ψάχνει και βρίσκει πληροφορίες σε βιβλία για πρόσωπα που ξέχασε η ιστορία, η Χουζούρη ανατρέχει στις Σελίδες Αυτοβιογραφίας του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου (1903-1966),  ο οποίος καταγράφει στο βιβλίο του, σχεδόν με μυθιστορηματικό τρόπο, τον θυελλώδη έρωτά του με την Ανθούλα και τον ταραχώδη γάμο τους. Το πρώτο μέρος των Σελίδων Αυτοβιογραφίας, τιτλοφορείται «Το Πάθος».

Η ποιήτρια είναι σχεδόν συνομήλικη της Πολυδούρη και του Καρυωτάκη και η Χουζούρη θυμάται ότι την είχαν βέβαια συγκινήσει τα ποιήματά της, αλλά περισσότερο την είχε συγκλονίσει ο  θάνατος μιας τόσο νέας γυναίκας. Ένοιωθε, λοιπόν, ότι  η ποιήτρια της έστελνε μήνυμα από μακριά, ζητώντας να την βγάλει στο φως. Κάπως έτσι εξέλαβε την κίνηση του πεζογράφου Τηλέμαχου Αλαβέρα (1926-2007), ο οποίος της  παρέδωσε έναν τόμο με το έργο της Σταθοπούλου –ποίηση, θέατρο, διηγήματα- με πρόλογο του  Γρηγόριου Ξενόπουλου. Τα βιογραφικά της ποιήτριας είναι λίγα. Έχει χάσει τη μητέρα της, ζει με τον μισότρελο πατέρα της, ο αδελφός της έχει πεθάνει από φυματίωση και η αδελφή της νοσηλεύεται σε σανατόριο (εδώ μοιάζει πιο πολύ με τον Ρίτσο και όχι με την Πολυδούρη). 

Ο Βαφόπουλος χαρακτηρίζει την ποιήτρια σύζυγό του  «Εξαίσιο μείγμα αγγελικότητας και διαμονισμού, μια φύση πλασμένη από παράδεισο και κόλαση». Ήταν ευφυής και  πανέμορφη, αλλά είχε μία μικρή αδιόρατη χωλότητα, συνέπεια της οποίας πρέπει να ήταν οι βίαιες αντιδράσεις και οι εκρήξεις της. Βαρύς, επίσης,  πρέπει να ήταν για τη σχέση του ζεύγους και ο  ανταγωνισμός στην τέχνη τους και το κλίμα της εποχής.  Έτσι, τα πάθη και ο έρωτας θα γίνουν το κέντρο της ποίησής της. 

Η Χουζούρη θα κάνει μια εμπεριστατωμένη έρευνα για την Θεσσαλονίκη  της εποχήςˑ ιστορική,  κοινωνική, οικονομική, στην οποία θα συμπεριλάβει και το προσφυγικό, μικρασιατικό θέμα. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη επαρχιακή και μίζερη για την ώρα. Παρόλα αυτά κάτι  αρχίζει να διαφαίνεται, κάποια λογοτεχνική κίνηση, όπως μας δείχνουν τα γνωστά σήμερα ονόματα, τα έντυπα και οι τίτλοι που παραθέτει.

Συγκεκριμένα, όταν ο Βαφόπουλος συνάντησε την Ανθούλα, εκείνη ήταν στα δεκαέξι της χρόνια, ελαφρώς χωλή, διάβαζε Λυρικά Ποιήματα, Παλαμά και Τολστόι, έγραφε ποιήματα, φοιτούσε σε δραματική σχολή (όπως η Πολυδούρη), εργαζόταν στη Δημαρχία (όπως η Πολυδούρη στη Νομαρχία). Όμως, κατά τον Βαφόπουλο πάντα, «ήταν φύση υπερήφανη, ως τα όρια του εγωισμού, ασυμβίβαστη με καθετί που δεν ήταν σύμφωνο προς την ατομική της βιοθεωρία. Είχε μέσα της το πνεύμα  της ανταρσίας». Την παντρεύτηκε το 1932, την σύστησε στη λογοτεχνική κοινωνία της Θεσσαλονίκης, ήρθαν μαζί στην Αθήνα και γνώρισαν  ποιητές επιφανείς και τον Ξενόπουλο, ο οποίος την αποκάλεσε αυτομάτως «Ναστάσια Φιλίποβνα» (μια γυναίκα με πάθος, ηρωίδα του Ντοστογέφσκι). Η Σταθοπούλου έγραψε και έργα που παίχτηκαν στο θέατρο. Εν τω μεταξύ πέθανε η αδελφή της και αρρώστησε η ίδια. «Ξέρω πως θα πεθάνω γρήγορα»  λέει και πέθανε τον Απρίλιο του 1935, όπως Απρίλιο είχε πεθάνει και η Πολυδούρη, πριν πέντε χρόνια.

Ο Κλέων Παράσχος επισημαίνει αισθησιασμό στα ποιήματά της,

Χλωμά τα χέρια σου αναδεύουν/ τα μαύρα μου χυτά μαλλιά./ Υγρά τα χείλη σου γυρεύουν / μες απ’ τα χείλη μου φιλιά /

Και ο Τέλλος Άγρας γράφει εγκώμια για τις Νύχτες Αγρύπνιας.

Τελικώς η ποίηση της Ανθούλα Σταθοπούλου –Βαφοπούλου  εντάσσεται στον νεοσυμβολισμό της γενιάς της και, παρά τις όποιες ατέλειες της πρωτοεμφανιζόμενης, δείχνει ότι έχει ποιητική φλέβα.

Η Έλενα Χουζούρη ανθολογεί τριάντα εννέα ποιήματα   από την πρώτη δημοσιευμένη ποιητική συλλογή Νύχτες Αγρύπνιας το 1931. Αργότερα προστέθηκαν άλλα έντεκα, των ετών 1932-1935, σε νέο τόμο, με τον τίτλο ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, και ελπίζει σε μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη, ώστε η ποιήτρια να πάρει τη θέση που της ανήκει στα νεοελληνικά μας γράμματα.

Εκείνο που μας κάνει εντύπωση είναι το 1931, χρόνος έκδοσης της πρώτης ποιητικής συλλογής της ποιήτριας και χρόνος που ο Σεφέρης κυκλοφορεί τον «Ερωτικό Λόγο» και τη Στροφή, στην Αθήνα, όπου  εμφανίζεται η γενιά του τριάντα, ανεβαίνει το άστρο του Εμπειρίκου και του  Ελύτη. Πλάι στις υποθέσεις που είδαμε πιο πάνω, στην έρευνα της Χουζούρη, ας προσθέσουμε ακόμα μία, η οποία υπονοείται ούτως ή άλλως: Ποια θα μπορούσε  να ήταν  η τύχη του έργου της Σταθοπούλου αν ζούσε στην Αθήνα και στο κλίμα της λογοτεχνικής της γενιάς. Ας προσθέσουμε και το σχόλιο του Γιώργου Βέη, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι το πένθος στην ποίηση της Σταθοπούλου-Βαφοπούλου  συνιστά «μια μέθοδο ίασης. Έστω παροδικής» και ότι «Η Έλενα Χουζούρη έχει καλώς προνοήσει: δεν μένει παρά να αφουγκραστούμε αυτό το ολοζώντανο ρήμα [γυρίζω] ενενήντα ετών» (bookpress, 16 Φεβρουαρίου 2020).

Και  μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, τα ποιήματα. Δύο οι ενότητες Νύχτες Αγρύπνιας και Νέα Ποιήματα.  Στο πρώτο, αποτελούμενο από τρία τετράστιχα, η ποιήτρια σαν την Σαπφώ ξαγρυπνά μόνη:

Πέρασαν τα μεσάνυχτα κ’ η μέρα ξημερώνει/[…]Άγρυπνη πάλι πέρασα στην κάμαρη και μόνη

 Προχωρώντας στα ενδότερα της συλλογής θα βρούμε τους στίχους που δικαιολογούν τα επαινετικά σχόλια των απόψεων του Κλέωνα Παράσχου, του Τέλλου Άγρα, του Γρηγορίου Ξενόπουλου και επιβεβαιώνουν τον αισθησιασμό και το πάθος της ποιήτριας. Απομονώνω από το «Γύρε» τους στίχους:

 Τ’ ωραίο σου γύρε εδώ κεφάλι, / πάνω στα στήθια μου γλυκά,/

να  ξαναζήσω θέλω πάλι / τα βράδια τα ερωτικά

 Η ώρα του θανάτου  που την απειλεί κάνει την εμφάνισή του στο ποίημα «Έλα να πιούμε»ˑ δίνω την τελευταία  στροφή:

 Του τάφου η σκοτεινιά μας τριγυρνάει./ Δε θέλω σα δυο ξένοι να βρεθούμε.

Του πόθου το κρασί η ζωή κερνάει. /Έλα να πιούμε. 

  Στο ποίημα «Φιλοσοφία της ζωής» η Χουζούρη επισημαίνει τη συνομιλία της ποιήτριας με τον Κώστα Καρυωτάκη «που έγινε ο  Λαφόργκ της γενεάς μας και της γενεάς που έρχεται», κατά την κρίση του Άγρα. Παραθέτω την πρώτη χαρακτηριστική στροφή:

 «Να ζει κανείς ή να μη ζει»/ κάποιος τρελός ρωτά τον εαυτό του /

κι έτσι, χωρίς καλά να το σκεφτεί,/ φυτεύει μια σφαίρα στο μυαλό του. 

 Στο ποίημα «Σαν πεθάνω» φαίνεται καθαρά η συνομιλία της με την Πολυδούρη:

Σαν πεθάνω μια μέρα, κι ίσως μέρα του Απρίλη,

και νεκρή με ξαπλώσουν σ’ ένα φέρετρον άσπρο,

τα θερμά τα φιλιά σου, που μου έδινες πάντα,

θα μου δώσεις και τότε πάνω στα άχρωμα χείλη;

……………………………………………..

Κι αν σου πουν: «Η καρδιά της κάποιον άλλον ζητούσε»,

σε βρισιές θα ξεσπάσεις ή θα κλάψεις μονάχα;

 Στο ίδιο κλίμα κινούνται και τα άλλα ποιήματα από τα οποία ξεχωρίζω το «Σ’ αγαπώ», «Σα Σφίγγα…», «Η Μπαλάντα των φθισικών». Τελευταίο από τη δεύτερη ενότητα είναι το ποίημα «Στο τέρμα…» του οποίου παραθέτω την πρώτη  στροφή:

Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,/ κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή./

Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,/ που το φτωχό κορμί να ξαποστάσει.

 Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου,  αφού διοχέτευσε στην ποίησή της τα  δεινά που τη σημάδεψαν στη ζωή της, πέθανε στις 16 Απριλίου 1935.  

Θα συμφωνήσουμε ότι της αξίζει μια θέση στη μνήμη μας και ότι σωστά διερμήνευσε το μήνυμα της ποιήτριας  από το ράφι της πατρικής βιβλιοθήκης η Έλενα Χουζούρη.

 

                                       

 

 

 

 

 

                                      

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.