Άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά μέσα στο σπίτι, ενώ μαστόρευε κάτι στην αυλή. Πήγε να τρέξει να το σηκώσει, πεδικλώθηκε στον γέρικο σκύλο που κοιμόταν δίπλα του, εδώ να πέσει, εκεί να πέσει, να μην πέσει και πάνω στο ζωντανό και το διαλύσει, έβαλε το χέρι του μπροστά, έπεσαν τα ογδόντα κιλά του πάνω στο χέρι και του βγήκε ο ώμος! Πόνος και ουρλιαχτό. ΄
Έσπευσαν οι άλλοι να τον μεταφέρουν στο Κέντρο Υγείας, αλλά όπως μπήκε στο αυτοκίνητο, τον κράταγαν κιόλας από το πονεμένο χέρι, σταμάτησε να πονάει πολύ. Με κάποια από τις κινήσεις φαίνεται πως ξαναμπήκε το κόκκαλο στη θέση του. Πήγε βέβαια στο Κέντρο Υγείας και ο νεαρός γιατρός συνέστησε ακτινογραφία, αλλά ακτινογραφικό δεν υπήρχε. Υπήρχε ιδιώτης ακτινολόγος. Ο ιδιώτης ακτινολόγος δεν είδε τίποτα στις πλάκες, τον παρέπεμψε στον ορθοπαιδικό της κωμόπολης, που είναι και έμπειρος. Ο ορθοπαιδικός δεν είδε τίποτα, αλλά του συνέστησε να δέσει το χέρι από τον λαιμό, για ένα μήνα, και να μην το χρησιμοποιεί. Του συνέστησε και μαγνητική, εννοείται, στην πρωτεύουσα του νησιού, αλλά και αυτή στον βρόντο πήγε, δεν έδειξε παρά μια άρθρωση χωρίς τραύματα, στη θέση της. Πέρασε και ο πόνος και, το κυριότερο, γλύτωσε και ο σκύλος τον θάνατο διά συμπιέσεως!
Το χέρι, σε λίγες μέρες, δεν πονούσε πια, καθόλου, αλλά άρχισε και πιανόταν ο σβέρκος του, που βάσταζε τα βάρη. Τέλος πάντων, πέρασε ο μήνας, έλυσε τον ιμάντα, τέλος καλό. Τέλος; Όχι βέβαια! Κάθε φορά που ξεχνιόταν κι έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι προς τα πίσω, ώπα, να ο σουβλερός πόνος! Τον αντιμετώπιζε, μόνος του ή με βοήθεια, δαγκώνοντας τα χείλια και σηκώνοντας με το άλλο χέρι τον αγκώνα, οπότε, κραπ, τακτοποιούνταν η άρθρωση και εξαφανιζόταν ο πόνος, αφήνοντας μόνο μια κούραση, κάπως σαν να είχε φάει ξύλο.
Πόσο όμως να τραβήξει αυτό το πράγμα; Έγινε πολύ ενοχλητικό, κάθε τρεις και λίγο. Όλοι του έλεγαν να δει έναν κινησιοθεραπευτή, κι αν δεν δοθεί λύση, να πάει σε χειρούργο, γίνονται τώρα τέτοιες επεμβάσεις, να σταθεροποιήσει την άρθρωση. Το αποφάσισε. Η κινησιοθεραπεύτρια τον έβαλε στο ντιβάνι (σαν τη μακριά γαϊδούρα του σχολείου του του φάνηκε) κι άρχισε να του τραβάει τα αυτιά, να του μαλάζει το κεφάλι, να του τεντώνει το δέρμα στα πλευρά (και γαργαλιόταν κιόλας…). Του ’ρχόταν να σηκωθεί να φύγει, τι παιγνίδια είναι τούτα, τι ήθελε και ήρθε; Εκείνη προχώρησε όμως και πήρε να του πατάει οδυνηρά κάποια σημεία στον σβέρκο και στην πλάτη. Έκανε υπομονή, ντρεπόταν να φωνάξει, απλώς κατένευε όταν αυτή τον ρωτούσε αν πονάει. Έφυγε απογοητευμένος, τίποτα δεν του έκανε το μασάζ.
Μια, δυο, τρεις φορές όμως το μασάζ, βελτιώθηκε το πράγμα. Έκανε επίτηδες, με προσοχή, εννοείται, τις κινήσεις προς τα πίσω, εντάξει, μια χαρά. Άσε που χαλάρωνε κιόλας το μισάωρο της «συνεδρίας».
Θέλησε να το πει στην κοπέλα, ελπίζοντας σε μια απάντηση του είδους «α, ωραία, τελειώσαμε» και ελπίζοντας επίσης στην εξοικονόμηση του κάθε φορά σαραντάευρου.
Όχι, εκείνη δεν συμφώνησε. Όχι, του είπε, πρέπει να συνεχίσει. Το μασάζ δουλεύει σιγά-σιγά, αλλάζει και σίγουρα βελτιώνει την κατάσταση, αλλά η αποθεραπεία απαιτεί χρόνο.
Ό,τι πει.
Όμως το σκέφτηκε πολύ αυτό με το μασάζ και τον χρόνο. Το σκέφτηκε και το κατάλαβε. Για τον χρόνο που κι αυτός μασάζ κάνει. Πόσα πράγματα τον πονούσαν και δεν πονάνε πια; Πόσα πράγματα του φαινόταν απαραίτητο να γίνουν και σιγά σιγά αποφάσισε ότι αφού δεν γίνονται, δεν γίνονται, δεν χάλασε ο κόσμος…
Και χάρηκε και ηρέμησε. Καλός μασέρ ο χρόνος. Αποδοτικός. Για την ψυχή, όμως, όχι για τον ώμο. Εκεί θα δίνει για πολύ ακόμα τα σαραντάευρα στην κινησιοθεραπεύτρια.