“Κουρασμένοι άνθρωποι.
Λάμπες που αργοσβήνουν.
Στραγγισμένη ζωή.
Κατάχρηση φωτός.
Στο σκοτάδι (ελπι)ζουν”.
Εικοσιπέντε ποιήματα, μικρά σε φόρμα, λόγος λιτός και κοφτός. Ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος στην “Ευστοχία υλικού” είναι ιδιαίτερα λακωνικός, σχεδόν αυστηρός, και καταφέρνει να συμπυκνώσει το ποιητικό του σύμπαν σε λίγους στίχους, οι οποίοι όμως προκαλούν μεγάλη αίσθηση.
Απαλλάσσοντας εντελώς τη γραφή του από στολίδια και φλυαρίες, ο Στεργιόπουλος διαλέγει τον μικρό στίχο, τις σύντομες προτάσεις, το γρήγορο πέρασμα από ποίημα σε ποίημα. Ο λόγος του καταντά σχεδόν αφοριστικός: ο ποιητής δεν αναρωτιέται, δε θέτει ερωτήματα, περισσότερο φαίνεται να έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα.
“Ας επαναλάβουμε
αυτή την τραγωδία
μπας και βρούμε τον εαυτό μας”.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον επομένως ότι μορφή και περιεχόμενο φαίνονται να ταυτίζονται και να βρίσκονται σε μια σχέση ατελείωτης αλληλεξάρτησης. Η αυστηρή δομή περικλείει κι ένα αυστηρό περιεχόμενο: ο ποιητής, άλλοτε ως παρατηρητής κι άλλοτε ως μέρος ενός συνόλου, ρίχνει ιδιαίτερα σκληρή τη ματιά του στον κόσμο που μας περιβάλλει.
Τι κόσμος είναι αυτός; Ένας κόσμος σε τέλμα ή ακόμα και σε πλήρη αποσύνθεση. Και στο κέντρο αυτού ο άνθρωπος -ο πραγματικός πρωταγωνιστής αυτής της ποιητικής συλλογής- με τις αδυναμίες του, τα πάθη του, την αναβλητικότητα του, την λιποψυχία του, κουρασμένος και σε απόλυτη παραίτηση, που δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε τη διάθεση να προχωρήσει σε κάποια αλλαγή. Γι’ αυτό και η ποίηση του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου μπορεί να διαβαστεί και ως υπαρξιακή, αλλά και ως κοινωνική. Ή μάλλον, ακόμα καλύτερα, είναι κοινωνική μέσα από ένα υπαρξιακό πρίσμα.
“Ετερόφωτες υπάρξεις,
αδύναμες,
τρέμουν, αργοσβήνουν,
πασχίζουν να κρατήσουν το δανεικό φως.
Θάνατος και ξανά θάνατος”.
Ποιος είναι ο ρόλος του ποιητή μέσα σε όλα αυτά; Απλώς να καταγράψει, να επισημάνει, να επιστήσει την προσοχή. Να κάνει το κατηγορώ του. Το εγώ απουσιάζει εντελώς από τη συλλογή˙ αντιθέτως, το εμείς και το εσύ είναι διαρκώς παρόντα, καθώς τα περισσότερα ποιήματα είναι γραμμένα σε πρώτο πληθυντικό ή σε δεύτερο ενικό. Ο ποιητής πάντως ούτε ελπίζει ούτε απελπίζεται, ούτε παρακινεί ούτε κρίνει. Το χρέος του αρχίζει και τελειώνει στην ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας.
“Με το πουκάμισο
του φιδιού μάς έντυσαν.
Γι’ αυτό σερνόμαστε
σ’ ένα βουνό άπειρων εγώ”.
Ο ποιητής φαίνεται να ξέρει την αξία και τη δύναμη των λέξεων κι αυτή είναι μία έννοια που επανέρχεται ξανά και ξανά στους στίχους. Όπως και το δίπολο φως-σκοτάδι, που εμφανίζεται συνεχώς με καινούργιες μορφές και με διαφορετικές αιτίες και μοιάζει να συμπυκνώνει πολλές φορές τη βαθύτερη σκέψη του ποιητή.
“Είδα ένα κομμάτι φως
να τρέχει.
Άκουσα το σκοτάδι του”.
Η “Ευστοχία υλικού” είναι μια σκληρή ποιητική συλλογή, που καταφέρνει όμως να αποφύγει τις δραματικές εξάρσεις και υπερβολές και να διατηρήσει ένα νηφάλιο και λιτό προφίλ. Γι’ αυτό ακριβώς οι στίχοι ασκούν τόση δύναμη στον αναγνώστη, με αποτέλεσμα να μπορεί να διαβαστεί ξανά και ξανά.