Έρωτα εσύ, μικρέ αναρχικέ,
ξεβράκωτε.
Ανάγκη μου τρισμέγιστη
που τόσες φορές σ’ έδιωξα
και στο κατόπι σου έτρεξα άλλες τόσες.
Έλα σου λέω, γύρνα πίσω
Κοίτα, αφήνω τώρα εδώ, μόνο για σένα,
λύκε μου μαύρε,
άλλε μου εαυτέ,
ετούτο το σφαχτό.
Τι κι αν που τόσο σε φοβήθηκα,
μη μου καταβροχθίσεις αυτόν
και τον άλλον, ίσως,
κι εκείνα ακόμα που δεν έχω.
Τώρα, εσένα πάλι αναζητώ.
Χαλί μου ιπτάμενο
γύρνα ξανά.
Κοίτα, απ’ το σαλόνι μου, σ’ το υπόσχομαι
πως θα ξεβολευτώ,
πως, τούτη τη φορά, τους κόμπους σου απ’ την ανάποδη δεν θα μετρήσω.
Έλα σου λέω,
ψηλά και χαμηλά να με τινάξεις.
Βαθιά του μακελιού τις ρίζες για να ψηλαφίσω.
Στους ουρανούς χώμα και αίμα,
σου λέω, θέλω να γευτώ.
Τη μαγική εικόνα,
μες στο πυκνό βρεμένο τρίχωμά σου,
με το αχνό μου μολυβάκι, με βιάση μουτζουρώνοντας
να εμφανίσω.
Και εκεί μέσα να χωθώ.
Ο τρόμος του κόσμου, έξω από ‘κείνον τον δικό μας,
λίγος να μου φανεί.
Το σύμπαν όλο,
γι’ ακόμα μια φορά,
να αψηφήσω.