Περίλυπο ανάμεσα στα θαλερά τ’ αδέλφια του
στέκει γκρίζο κλαδί ξερό.
Κι ετούτη την αυγή, τούτη τη χρυσαυγούλα,
μέσα σε μια βαθιά ρυτίδα του
δροσοσταλίδα κούρνιασε στιλπνή.
Κι ο ήλιος σαν επρόβαλε,
την είδε ολόλαμπρη και γελαστή κάτω στη γης να πέφτει
ματάκι ρόδινο πίσω στη θέση της αφήνοντας.
Κι ευθύς από τον πορφυρό τον κάλυκα
ορμητικοί χυμοί ανάβλυσαν
που ζωντανέψανε τις νεκρωμένες φλέβες του κλαδιού.
Χλοάζοντας αυτό αναγαλλιάζει
και όλη η Φύση τότε σπαργώσα ψάλλει τον Υμέναιο
και όλη η Πλάση τότε υμνεί παλλόμενη
τον ΄Ερωτα
που ήταν
η αιτία.