Μια κουβέντα του Ελύτη, ένας στίχος του ”αχρηστεύει το θάνατο”. Γι’ αυτόν που αγαπάει, όσο τίποτα, τη ζωή και το μύθο της, το ποίημα της ζωής και τη ”γήινη ομορφιά” της, που δεν λέει να δραπετεύσει απ’ τη ζωή, ο θάνατος είναι μια απόκρυψη απέναντι στην αδιαλλαξία της ζωής. Ο θάνατος δεν είναι η έξοδος κινδύνου από τη ζωή.
Ο θάνατος όμως, είναι η μόνη πραγματικότητα και ένας ποιητής που υμνεί τη ζωή μ’ ένα σχεδόν παγανιστικό τρόπο ”αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο εκτός από το μαγεμένο τοπίο της ζωής”[1] και λέει:
”νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται
ν’ αδράξει το έργο
νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας”. (Οι Κλεψύδρες του Αγνώστου στ’)
Η ζωή είναι ασταθής παρ’ όλα αυτά, αμφίβολη – καμιά φορά νομίζεις πως δεν τη ζεις. Αβέβαιη, επισφαλής, αλλά ο ποιητής τη γεμίζει με τη κλεψύδρα και το φως του απέναντι στον Άδη. Ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει; που δεν θέλει να φιλήσει ”τα άσαρκα χείλη του θανάτου”[1α], αλλά θέλει να περπατήσει στους γλαυκούς δρόμους: ”Στην λιακάδα των λέξεων άλλοι γυμνώνονται και άλλοι παραμένουν διπλοκουμπωμένοι κάτω από βαρείς μουσαμάδες. Η θερμοκρασία μπορεί να μετριέται με αριθμούς, η ευαισθησία όμως με τις άπειρες και ανεξακρίβωτες υποδιαιρέσεις του θυμικού. Η λέξη χαμός είναι ευτυχέστερη από τη λέξη θάνατος. Στην πρώτη περίπτωση, το γεγονός τελεί υπό αίρεσιν. Στη δεύτερη όχι. Μπορώ να πω σίγουρα ότι ένα ρολόι θα με ενδιέφερε περισσότερο εάν αντί να λέει την ώρα ευωδίαζε τριαντάφυλλα, -όπως μια χώρα ή μια τοποθεσία θα με γοήτευε πολύ περισσότερο εάν λεγόταν Άθως αντί Βεστφαλία. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν τυγχάνω Γερμανός”.[ο Κήπος με τις Αυταπάτες]
Η αισθητική του επιβάλλει αυτή την προτίμηση επειδή δεν είναι Γερμανός, επειδή είναι Έλληνας σαν τον Περικλή Γιαννόπουλο στην Έκκλησι στο πανελλήνιον Κοινόν.
”Ένας όρθιος άνεμος με το που ανοίγεις το εξώφυλλο του βιβλίου που κρατείς και που το λένε κι αυτό Αποκάλυψις χτυπάει πάνω σου, σ’ αρπάζει, δαγκώνει τα ρούχα σου, έτσι πεινασμένος που μοιάζει να ‘ναι έτοιμος να απαγγείλει το προσκλητήριο των εν πάση τη Ελλάδι θεομηνιοπλήκτων”.
Τέτοιες θεομηνίες πάντα συνέβαιναν. Ο θεός να μας φυλάει από τις άλλες τις πραγματικές, τις αβυσσαλέες, τις καταστροφικές, απ’ τους λιμούς, τους λοιμούς, τους καταποντισμούς.
”Αλλά τι ομορφιά ! Τι σύμπνοια! Μέρα νύχτα ν’ ακούς τις ελιές και τα προπατορικά τριζόνια. Οι επαφές άρτου και οίνου ένα. Ή ζεις γι’ αυτό που είσαι ή γι’ αυτό που δεν θα γίνεις ποτέ”. [ο Κήπος με τις Αυταπάτες]
Ώσπου πριν ο ποιητής αποκαλυφθεί, εκεί σε κάποιον Απρίλη, γράφοντας το ημερόλόγιό του, αυτού του μήνα του σκληρού και ενώ ακόμη βρέχει λέει:
”Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία”.
Εγγραφή: Σάββατο, 18.
Αλλά την Μεγάλη Παρασκευή 24 λέει:
”Σαν να ‘μαι, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
”το δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν”
Εκπληκτικός εραστής της ζωής, του φωτός, του ήλιου που γι’ αυτόν είναι ανήλικος, όπως ο θάνατος αγένειος.
Ο Ελύτης είναι μια ψυχή ερωτοπαθής. Αποφεύγει ακόμη και τη λέξη και ας αγαπάει τον Κάλβο που αυτός φορούσε μια ζωή μαύρα, και δεν φοβόταν να πει το θάνατο θάνατο. Ούτε ο Ελύτης φοβάται, αλλά θέλει να τον φτιασιδώσει, να τον ετυμολογήσει, να τον εξιδανικεύσει, να τον μυθολογήσει. Αυτός αγαπάει τη χώρα των Λωτοφάγων, την ουρά του παραδείσου και την Πέμπτη 7 Μ λέει:
”Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ την Μινωική γραφή με τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.
Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει’‘.
Παρόλα αυτά:
”-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.
-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα’‘.
Από ανακοπή καρδιάς πεθαίνει σε ηλικία 85 ετών στις 16 Μαρτίου 1996.
Μιαν άλλη 16η Μαρτίου, μιας άλλης χρονιάς κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω τη μινωική του γραφή…
[1] &[1α]Στέφανος Ροζάνης, το νόμισμα του θανάτου και η περιπέτεια της ποιητικής μορφής, περ. Χάρτης, τχ. 21-23, Νοέμβριος 1986