“Τι κάνετε που είναι τόσο ενδιαφέρον σ’ αυτό το μεταπτυχιακό; Ο Μάριος είναι ενθουσιασμένος. Δουλεύει μέχρι τα ξημερώματα. Κλείνεται στο γραφείο του και δεν βγαίνει. Τι σας κάνουν εκεί πέρα;” ρώτησε η Δανάη.
Φαινόταν ειλικρινής. Τελικά δεν ήταν και τόσο κακή ιδέα να συναντηθούνε οι τρεις τους. Να διαλυθούν οι όποιες σκιές.Τι κάνετε που είναι τόσο ενδιαφέρον σ’ αυτό το μεταπτυχιακό; Ο Μάριος είναι ενθουσιασμένος. Δουλεύει μέχρι τα ξημερώματα. Κλείνεται στο γραφείο του και δεν βγαίνει. Τι σας κάνουν εκεί πέρα;» ρώτησε η Δανάη.
«Το ενδιαφέρον είναι ότι κάνουμε πολλές εργασίες. Δεν είναι καθαρά θεωρητικό», απάντησε η Μιράντα.
«Δεν είσαστε στο ίδιο σχολείο;»
«Και ναι και όχι. Δεν έχω οργανική θέση και φέτος διατέθηκα προσωρινά στο σχολείο που είναι ο Μάριος».
«Πέρσι δεν ήσασταν μαζί;»
«Όχι, εγώ ήμουνα σε ένα γυμνάσιο στη Καισαριανή».
Θα μπορούσαν να γίνουν και φίλες τελικά, παρά τα δεκαπέντε περίπου χρόνια διαφορά ηλικίας.
«Και πώς είναι ο “παππούς” στο μεταπτυχιακό;» ρώτησε η Δανάη.
«Α, είναι πολύ καλός!», είπε η Μιράντα, με φανερό θαυμασμό.
«Και τι εργασία κάνεις, καλέ μου, αυτόν τον καιρό, που σε έχει απορροφήσει τόσο πολύ;» ρώτησε η Δανάη τον σύζυγό της.
Ο Μάριος χαμογέλασε, αυτάρεσκα θα έλεγε κανείς. Φαινόταν πως απολάμβανε τη γνωριμία των δύο γυναικών. Στο βλέμμα του, ωστόσο, υπήρχε μια σπίθα που πρόδιδε πως εξακολουθούσε να βρίσκεται σε επιφυλακή. Γύρισε και κοίταξε αλλού, έξω από το κάδρο.
«Φτιάχνει τη “Μηχανή Μπόρχες”. Είναι πολύ ενδιαφέρον», απάντησε η Μιράντα στη θέση του.
Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή. Ο δημιουργός της «Μηχανής» δεν φαινόταν να θέλει να μοιραστεί με τη σύζυγο το «επίτευγμά» του.
«Ο Μάριος μού είπε για τη μητέρα σας. Τα συλλυπητήρια μου, θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολα», διέκοψε τελικά η Μιράντα τη σιωπή.
«Μίλα μου στον ενικό», είπε η Δανάη, χαμογελώντας. «Δεν είμαι πια και τόσο μεγάλη. Πέντε χρόνια έχουμε διαφορά με τον Μάριο», είπε και κοίταξε τον σύζυγό της.
Υπήρχε οργή στη βλέμμα της;
«Ναι, ήταν δύσκολα…»
Νέα σιωπή ακολούθησε. Η σερβιτόρα πήρε το άδειο ποτήρι του Μάριου και άφησε ένα γεμάτο.
«Ο Μάριος λέει ότι η διδασκαλία της λογοτεχνίας στο σχολείο γίνεται με λάθος τρόπο», είπε η Μιράντα και έκανε μια μικρή παύση, στράφηκε προς τον Μάριο και, χαμογελώντας, είπε σκανδαλιάρικα, «Πειράζει να πω;»
«Όχι, πες, πες», την παρότρυνε η Δανάη. «Μ’ ενδιαφέρει. Όλο το προηγούμενο διάστημα ήμουνα τόσο χαμένη με την αρρώστια. Καταλαβαίνεις… Τώρα μπορώ να συζητήσω κι άλλα πράγματα», είπε και ήταν φανερό πως δυσκολευόταν να αφήσει πίσω της όλη τη δυστυχία που γνώρισε. Συγχρόνως, ήταν φανερό πως ήθελε να προσπαθήσει.
Φτάνει ως εδώ.
«Λέει ότι προσεγγίζουμε τη λογοτεχνία σαν καταναλωτές. Η γραφή είναι τέχνη… τεχνική, λέει ο Μάριος. Δεν γίνεται να μάθεις να γράφεις, διαβάζοντας μόνο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως, αν μάθεις μια τεχνική, θα γίνεις Ελύτης, αλλά τώρα, έτσι όπως διδάσκεται το μάθημα, είναι σαν να είναι μεταφυσική η συγγραφική ικανότητα.
Η μηχανή Μπόρχες είναι μια τεχνική. Σίγουρα δεν είναι πανάκεια, και δεν ταιριάζει σε όλους τους μαθητές, αλλά αν ένας μαθητής γνωρίσει αυτή την τεχνική, μετά μπορεί να σκεφτεί σ’ αυτή τη βάση και να αναζητήσει μία άλλη που να του ταιριάζει περισσότερο. Βλέποντας, μάλιστα, αυτό που δημιουργεί με τη μηχανή –ιδίως ο μαθητής που δεν θεωρείται καλός–, αυτό που δημιουργεί με την τεχνική, είναι πολύ πιθανό –σχεδόν σίγουρο– ότι θα εντυπωσιαστεί από τη δημιουργία του και πιθανώς θα αλλάξει και η αντίληψή του εαυτού του σε σχέση με τη γλώσσα και με τη λογοτεχνία. Δεν χρειάζεται να είσαι “φυτό”, για να γράφεις ωραία κείμενα. Τα λέω μπερδεμένα;»
Η σερβιτόρα έφερε νέο ποτήρι στον Μάριο, και πήρε το άδειο.
«Θες να δοκιμάσεις;» ρώτησε η Μιράντα τη Δανάη, χωρίς να προσέξει τον Μάριο, που της είχε μόλις ρίξει ένα φαρμακερό βλέμμα, μαντεύοντας ότι θα το συνεχίσει.
«Θα φτιάξεις δύο στήλες. Θα συγκεντρωθείς στον εαυτό σου και στο πώς αισθάνεσαι και το πρώτο πράγμα, το πρώτο αντικείμενο, που θα σου έρθει στο μυαλό θα το γράψεις στην αριστερή στήλη.
Στη συνέχεια, χωρίς να χάσεις τη συγκέντρωσή σου, θα γράψεις το συναίσθημα που σου έρχεται στη δεξιά».
«Στην αριστερή θα γράψω το αντικείμενο και στη δεξιά το συναίσθημα;» είπε η Δανάη στην κατά δεκαπέντε χρόνια μικρότερή της Μιράντα, σαν καλή μαθήτρια, και κοίταξε –σχεδόν παρακλητικά, θα έλεγε κανείς– τον άντρα της.
Μπορεί να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα αυτή η γνωριμία. Υπερεκτίμηση δυνάμεων. Η Μιράντα ήταν παρορμητική – ήταν στοιχείο της γοητείας της, άλλωστε.
«Ναι, αλλά είναι πολύ σημαντικό, το πιο σημαντικό, να συγκεντρωθείς. Να βγεις λίγο από τη συγκεκριμένη συνθήκη, που είμαστε εδώ και καθόμαστε στο καφέ και να στραφείς προς τα μέσα, προς τον εαυτό σου».
«Ναι, νομίζω ότι κατάλαβα. Και μετά τι κάνω;» ρώτησε η Δανάη και φαινόταν πως κατέβαλε προσπάθεια να χαμογελάσει.
«Είσαι σίγουρη πως θες να το κάνεις; Στο μεταπτυχιακό που το δοκιμάσαμε –γιατί έχει κάνει και ένα λογισμικό ο Μάριος με βάση την τεχνική–, μερικοί συνάδελφοι έκλαψαν. Εντάξει, υπήρχαν κι άλλοι, που τους έπιασε νευρικό γέλιο. Αλλά είναι αναμενόμενο, όχι;»
«Είμαι εντάξει», είπε η Δανάη. «Τι κάνω μετά;»
«Μετά σκέφτεσαι το αντικείμενο που σου ήρθε στο μυαλό –πάντα συγκεντρωμένη– και όποιο άλλο αντικείμενο σου έρθει συνειρμικά στο μυαλό, το γράφεις από κάτω. Στη συνέχεια, κάνεις το ίδιο με το συναίσθημα».
«Δηλαδή, στο τέλος, υπάρχουν δυο στήλες, μία με αντικείμενα και μία με συναισθήματα;»
«Ακριβώς. Εντάξει, καμιά φορά το συναίσθημα μπορείς να το γράψεις και περιφραστικά με δυο τρεις λέξεις, αν δεν μπορείς το να πεις με μία. Μετά, παίρνεις μια λέξη από τη μία στήλη και μία από την άλλη και τις συνδυάζεις σε μια φράση. Το κάνεις αυτό με όλες τις λέξεις, αν μπορείς, και φτιάχνεις ένα κείμενο. Αυτό είναι. Α, μπορείς να χρησιμοποιήσεις και παράγωγα των λέξεων, να αλλάξεις την πτώση, το γένος, τον αριθμό, τον χρόνο. Εντάξει;»
«Νομίζω».
«Ωραία. Ξεκίνα λοιπόν. Εμείς δεν θα σε ενοχλούμε», είπε η Μιράντα και άναψε ένα τσιγάρο.
Άμμος Κουτί Τριαντάφυλλο Χώμα Ρολόι Σελίδα Αέρας Γάλα Θάλασσα Χελιδόνι
|
Προδοσία Χαμένη Εγκατάλειψη Άδεια Πληγωμένη Παραβιασμένη Άσχημη Ταπεινωμένη Πεθαμένη Ησυχία Λερωμένη |
Όταν η Δανάη τελείωσε, έδωσε το χαρτί με το κείμενό της στη Μιράντα, χωρίς να μιλήσει.
«Να το διαβάσω;» τη ρώτησε εκείνη.
Η Δανάη έγνεψε καταφατικά, σχεδόν παρακλητικά, κοιτάζοντας τον άντρα της.
Το ξέρω αυτό το βλέμμα, και δεν μ’ αρέσει.
«Όλο το σώμα μου είναι λερωμένο με χώμα· άσχημο, με το γάλα να τρέχει ανεξέλεγκτα από τους μαστούς μου. Προδόθηκα από την ακρίβεια των ρολογιών. Παραδέρνω σαν χελιδόνι στον λυσσασμένο αέρα· χαμένη. Άδεια σελίδα, σβησμένη. Δεν πρόλαβα να θάψω στην άμμο το κουτί με τις πληγές μου γιατί εσύ έσπερνες τόσα χρόνια με την ησυχία σου ψεύτικα τριαντάφυλλα. Μα τα μεταλλικά αγκάθια τους κόβουν περισσότερο από τα αληθινά, τα φτερά μου. Με παραβίασες, με ταπείνωσες, με εγκατέλειψες και με άφησες πεθαμένη να πνιγώ στης θάλασσάς μου το γάλα»
«Είναι πάρα πολύ ωραίο», είπε η Μιράντα.
«Μάριε πού πας; Μάριε;»
Ήξερε. Ναι, ήταν φανερό πως ήξερε.
Και έμεινε η σύζυγος με την ερωμένη κι ένα άδειο ποτήρι.