You are currently viewing Λένη Ζάχαρη, «Ξαναδιαβάζοντας αλλιώς: Ρωξάνδρας Στούρτζα «Απομνημονεύματα», Ιδεόγραμμα 2006

Λένη Ζάχαρη, «Ξαναδιαβάζοντας αλλιώς: Ρωξάνδρας Στούρτζα «Απομνημονεύματα», Ιδεόγραμμα 2006

“Ποια ήταν η γυναίκα που αγάπησε τον Ιωάννη         Καποδίστρια ως το τέλος της ζωής της  και αγαπήθηκε απ’ αυτόν;” 

Η Ρωξάνδρα Στούρτζα υπήρξε γόνος επιφανών Ελλήνων: του ευγενούς Έλληνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Στούρτζα και της Σουλτάνας Μουρούζη- της περίφημης οικογένειας Φαναριωτών η οποία πρόσφερε πολλά στο Γένος.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1786 αλλά, σε ηλικία πέντε ετών, την εγκατέλειψε με την οικογένειά της προκειμένου να εγκατασταθούν στη Ρωσία.
Στα 1829 αποφασίζει να γράψει τα “Απομνημονεύματα” τα οποία περιλαμβάνουν μια μακρά περίοδο από το 1792 (λήξη του Ρωσσοτουρκικού πολέμου με τη Συνθήκη του Ιασίου) ως το 1815 ( Συνέδριο Βιέννης, Συνθήκη Ιεράς Συμμαχίας) οπότε και διακόπτονται απότομα. Περιλαμβάνουν και ένα παράθεμα που αφορά στον θάνατο του τσάρου Αλεξάνδρου Α’ το 1825.
Πρόκειται για ένα έργο που προκαλεί το ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Τόσο λόγω των ιστορικών πληροφοριών που λαμβάνουμε, όσο και λόγω του γεγονότος ότι μια γυναίκα ασχολείται με ένα δύσκολο και κατ’ εξοχήν ανδρικό είδος γραμματείας, τα απομνημονεύματα.
Η συγγραφέας των “Απομνημονευμάτων, Ρωξάνδρα Στούρτζα, φαίνεται ότι έχει υπόψη της τη δυσκολία του εγχειρήματος της γι’ αυτό δίνει στον αναγνώστη το στίγμα της προσωπικής ιστορίας της με την επίκληση αφενός της οικογενειακής θέσης, των οικογενειακών τραγωδιών, του χαρακτήρα της που διαμορφώνεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, θέλοντας να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του:
“Γνωρίζοντας την θα μπορέσει να κρίνει τον χαρακτήρα και τα αισθήματά μου και να εκτιμήσει πόση εμπιστοσύνη μπορεί να δώσει στα απομνημονεύματα αυτά.” Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί αυτή η εμπιστοσύνη, καθώς η Ρωξάνδρα επιχειρεί να ασχοληθεί με ένα είδος λογοτεχνικό με το οποίο δύσκολα θα καταπιάνονταν οι γυναίκες της εποχής της. Ωστόσο, η επιμελημένη μόρφωση που έχει λάβει, η καλλιέργεια, η οξυδέρκεια και η οξύνοια της επιτρέπουν να μας παρουσιάσει με ιδιαίτερη αντικειμενικότητα, και αυστηρότητα θα λέγαμε, βιώματα και μαρτυρίες από τον κόσμο της ευρωπαϊκής διπλωματίας και πολιτικής, καθώς και από τον κόσμο των ανταγωνιστικών παθών της αυτοκρατορικής αυλής. Είναι τα πρώτα απομνημονεύματα από γυναίκα που αναφέρονται σε δημόσιο χώρο.
Αρχίζει λοιπόν με την εξιστόρηση των συμφορών που βρήκαν την οικογένειά της και οδηγεί την αφήγηση στην ώρα της εισόδου της στην αυτοκρατορική αυλή.
Εκεί, η Ρωξάνδρα, με τον χαρακτήρα της κερδίζει τους πάντες και γίνεται “αντικείμενο” διεκδίκησης ανάμεσα στην Αυτοκράτειρα μητέρα και στην Αυτοκράτειρα Ελισάβετ, σύζυγο του Τσάρου Αλεξάνδρου Α’. Τελικά γίνεται “Κυρία των τιμών” της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ.

Αυτό που εντυπωσιάζει στο κείμενό της είναι η ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια, αλλά και η τεκμηρίωση των απόψεών της, ειδικά μάλιστα όταν αφορούν σε πρόσωπα με νευραλγικές θέσεις μέσα στην Αυλή, ακόμη δε και σε εκπροσώπους του Ναπολέοντα.
Καθοριστική θα είναι για την Ρωξάνδρα η γνωριμία της με τον τσάρο Αλέξανδρο. Από τις πρώτες συζητήσεις τους η εκτίμηση και η συμπάθεια θα είναι αμοιβαία και τα αισθήματα θα γίνουν τόσο βαθιά, ώστε ο Αλέξανδρος να της εκμυστηρεύεται τα της προσωπικής και συναισθηματικής ζωής του, αλλά και να ζητά τη συμβουλή της σε σημαντικά πολιτικά ζητήματα. Η δε Ρωξάνδρα θα αποκτήσει μαζί του την άνεση που έχει κάποιος με τον καλύτερό του φίλο και η πίστη κι η αγάπη της γι’ αυτόν θα παραμείνουν αναλλοίωτα μέχρι τον θάνατο του.


                                                                                                      Τσάρος Αλέξανδρος Α’

Χαρακτηριστικό το απόσπασμα: «Αφηνόμουν ελεύθερη να εκφράζω τις ιδέες μου με το αυθορμητισμό που με χαρακτηρίζει, ο δε Αυτοκράτωρ χωρίς να κρύβει την έκπληξή του για την ειλικρίνειά μου, μου απαντούσε με μίαν εμπιστοσύνη την οποίαν σπανίως επεδείκνυε. Θυμούμαι, ακόμη, μεταξύ άλλων εξ ίσου παραδόξων πραγμάτων, ότι του είπα το εξής: “Εφ’ όσον μου παραχωρείτε τόση εγκαρδιότητα, Μεγαλειότατε, αισθάνομαι ότι σας οφείλω μιαν ομολογία. Αφορά κάποιες πεποιθήσεις μου οι οποίες δεν εναρμονίζονται απολύτως με την κοινωνική θέση την οποίαν κατέχω. Στο βάθος της ψυχής μου είμαι δημοκρατικών φρονημάτων. Απεχθάνομαι τις διάφορες Αυλές και ουδέποτε απέδωσα αξία σε όλες αυτές τις διακρίσεις της τάξεως και της καταγωγής, οι οποίες μου παγώνουν την ψυχή και με κάνουν να πλήττω θανάσιμα. Μη τυχόν όμως προδώσετε το μυστικό μου σε αυτήν εδώ την χώρα, γιατί αυτό θα το πληρώσω ακριβά”.» Αλλά και το επόμενο: «Δεν είχα διανοηθεί ότι θα ανεμειγνύετο και ο Αυτοκράτωρ. Μία ημέρα όμως μου είπε ότι ήταν πεπεισμένος ότι εν τέλει θα παντρευόμουν εκτός της Ρωσσίας. “Αυτή η ιδέα μου προκαλεί θλίψη”, είπε και προσέθεσε: “Θα ήθελα να σας δω να παραμένετε κοντά μας, και επειδή αύτη ήταν η πρόθεσίς μου ανεζήτησα έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να σας κάνει ευτυχισμένη. Αλλά ανάμεσα σ’ αυτούς που με περιβάλλουν, δεν βρήκα άλλον από τον Καποδίστρια που να είναι αντάξιός σας”.»
Τον Καποδίστρια, σταθμό στη ζωή και την ψυχή της Ρωξάνδρας, θα γνωρίσει το 1809 στα γεύματα που εβδομαδιαία παρέθεταν οι δικοί της στο σπίτι τους. Ήταν φίλος του εξαδέρφου της, Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο Καποδίστριας είναι μέλος του διπλωματικού σώματος της Ρωσίας. Μεταξύ τους αναπτύσσεται ένας ευγενής και φλογερός αισθηματικός δεσμός, που θα κρατηθεί ζωντανός παρά την απόσταση που θα χωρίσει και τους δυο με τις μετακινήσεις τους, ο Καποδίστριας στην Ελβετία και, κατόπιν, στο ελληνικό “κράτος” ως ο πρώτος κυβερνήτης του, η Ρωξάνδρα στη συνοδεία της αυτοκράτειρας Ελισάβετ. Πιθανολογείται ότι μια παρέμβαση από την πλευρά του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος συντέλεσε ώστε να μην ευοδωθεί η σχέση και καταλήξουν σε γάμο. (βλ. Σελ.8 Πρόλογος- Χατζηαντωνίου, σελ. 44-46 Στούρτζα). Φαίνεται ωστόσο ότι και από την πλευρά του Καποδίστρια
λειτούργησε μια αναστολή.


                                                                                             Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας
Η γνωριμία της Ρωξάνδρας με τον Καποδίστρια και οι συχνές συναντήσεις τους στην Πετρούπολη κράτησαν μία τριετία περίπου. Θα ξανασυναντηθούν το 1814, στο πλαίσιο των διπλωματικών διεργασιών που συντελούνται στην Ευρώπη και καταλήγουν στο Συνέδριο της Βιέννης. Η αφήγησή της σε ό,τι αφορά στον Έλληνα κόμη Ιωάννη Καποδίστρια είναι απολύτως διακριτική, σχεδόν αυστηρή. Συνοπτική σε ό,τι αφορά στη μεταξύ τους σχέση. Παρουσιάζει βέβαια τις συζητήσεις που είχαν η ίδια μαζί με τον Υψηλάντη και τον Καποδίστρια σχετικά με το ελληνικό ζήτημα. Ως αναγνώστες παρακολουθούμε το ενδιαφέρον της Ρωξάνδρας για την ελληνική υπόθεση που θα διατηρηθεί ζωντανό σε όλη την πορεία της στην αυτοκρατορική αυλή και θα εκδηλωθεί έμπρακτα, με πρωτοβουλίες της για την κάθε είδους υποστήριξη των Ελλήνων στις παροικιακές εστίες της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και των Ελλήνων προσφύγων της Οδησσού. Η ίδρυση της “Φιλομούσου Εταιρείας” και η συνδρομή των μελών της θα γίνει σκοπός για τη Ρωξάνδρα. Το ενδιαφέρον για το ελληνικό ζήτημα συνδέθηκε από την πρώτη στιγμή με τον προσωπικό θαυμασμό που αισθάνεται για τον Καποδίστρια. Στο πρόσωπό του βλέπει να συγκλίνουν το πολιτικό ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην ελληνική υπόθεση και το προσωπικό για το αγαπημένο πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια. Κι αν ιδιωτικό και δημόσιο “μπλέκονται” (βλ. Σελ. 46-47) η Ρωξάνδρα Στούρτζα υπηρετεί πιστά το είδος που επέλεξε να γράψει. Έτσι με αυτοσυγκράτηση, με ψύχραιμη διάκριση και πρόκριση του δημόσιου συνεχίζει την αφήγησή της. Με αυτή την οπτική παρουσιάζει και τον χαρακτήρα του Καποδίστρια.
Αυτό που μας εντυπωσιάζει είναι και η συμμετοχή της στις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις. Όχι μόνο συμβουλεύοντας τον τσάρο Αλέξανδρο, αλλά και στο πλαίσιο των διεργασιών της “Συνθήκης της Ιεράς Συμμαχίας” και του διαμελισμού ή όχι της Γαλλίας η Ρωξάνδρα, απ’ ότι φαίνεται από το α’ πληθυντικό, συμμετείχε ενεργά στο σχέδιο του Καποδίστρια προκειμένου ο Τσάρος να κάνει τις Δυνάμεις να υποχωρήσουν από την θέση τους.
Αναμφίβολα όταν διαβάζει κανείς τα “Απομνημονεύματα” της εντυπωσιάζεται από την ευθυκρισία της, την αντικειμενικότητα της, την οξυδέρκεια, αλλά και την ταπεινοφροσύνη που δείχνει μια γυναίκα τόσο σπουδαία, με τόσο ξεχωριστή θέση.
Συνοπτικά θα μπορούσαμε να σταθούμε τόσο στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης (1888) απ’ όπου προκύπτει πως προτείνονται στον αναγνώστη ως πολιτικό ανάγνωσμα: «
Τα Απομνημονεύματα αυτά παρουσιάζονται στον Γάλλο αναγνώστη όχι τόσο λόγω της λογοτεχνικής τους αξίας όσο λόγω του ενδιαφέροντος πού συνδέεται με το πρόσωπο της συγγραφέως τους.
Η κόμισσα Ρωξάνδρα Στούρτζα-Έντλινγκ λόγω της κοινωνικής της θέσεως μπορούσε να γνωρίζει τα μυστικά κίνητρα της πολιτικής της εποχής της υπήρξε ένα από τα πλέον διακεκριμένα πρόσωπα της αξιομνημόνευτης βασιλείας του αυτοκράτορας Αλεξάνδρου Α’, του ηγεμόνος ο οποίος στα 1815 έσωσε την Γαλλία από την αρπακτικότητα των γειτόνων της οι οποίοι επιθυμούσαν τον κατακερματισμό της. Ο Αλέξανδρος έγινε τόσο αγαπητός στους Γάλλους, ώστε όταν πέθανε, η χώρα κήρυξε εθνικό πένθος.
Η κόμισσα Ρωξάνδρα υπήρξε φίλη, Ηγερία σχεδόν του συμπατριώτη της κόμητος Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσσίας, ο οποίος εγκατέλειψε την θέση του αυτή, μόνον όταν δυνάμεις έξω από την σφαίρα επιρροής της Γαλλίας υπερίσχυσαν στην ρωσσική διπλωματία. (Ρ.Β., από τον πρόλογο της έκδοσης»
. Αλλά και στο “Επίμετρο” επίσης αυτής της πρώτης έκδοσης όπου διασφαλίζεται μια ισορροπία ανάμεσα στην “ταυτότητα” του είδους που υπηρετεί πιστά, απομνημονεύματα= ανδρικό είδος, και στην έμφυλη ιδιότητά της= γυναίκα: «Τα γραπτά της κομίσσης Έντλινγκ διακρίνονται για την ανεξάρτητη και νηφάλια σκέψη η οποία τα διατρέχει· εν τούτοις διατηρούν μια γοητεία εντελώς γυναικεία, η αφήγησή της δε χαρακτηρίζεται από δροσερότητα και πρωτοτυπία.»
Τα “Απομνημονεύματα” της Ρωξάνδρας Στούρτζα κατοχυρώνονται ως νηφάλιες και ανεξάρτητες σκέψεις, μαρτυρίες, ικανά να διασφαλίσουν την αντικειμενική αλήθεια.
Τα “Απομνημονεύματα” της κόμισσας Ρωξάνδρας Στούρτζα Έντλινγκ έγιναν γνωστά στο κοινό πρώτη φορά το 1888 με επιμέλεια της ανεψιάς της, πριγκίπισσας Μαρίας Γκαγκάριν, στην Μόσχα, όπου εκδόθηκαν από το τυπογραφείο της εκεί Αγίας Συνόδου. Στα ελληνικά μεταφράστηκαν από τα γαλλικά για πρώτη φορά και παραδόθηκαν στο ελληνικό κοινό από τις εκδόσεις Ιδεόγραμμα το 2006 τα οποία παρουσιάζουμε σήμερα. Η μετάφραση, η οποία ρέει ανεμπόδιστα και φυσικά, είναι της Μαρίας Τσάτσου, ο Πρόλογος στον οποίο συστήνεται στον αναγνώστη η Ρωξάνδρα Στούρτζα, αλλά και αποτελεί μια εισαγωγή στο πνεύμα της εποχής, καθώς και οι πλούσιες σημειώσεις είναι του Κώστα Χατζηαντωνίου, ενώ την Γενική επιμέλεια του βιβλίου είχε ο Κωνσταντίνος Ι. Μπελέζος.

Λένη Ζάχαρη

Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.