Η ΑΡΚΟΥΔΑ
Ωχ, μη μου πατείς έτσι το στήθος και δεν μπορώ. Κάτω τα ποδαράκια σου. Κάτω, λέω. Έτσι. Γουργουρίζεις τώρα ή με φουχίζεις ή και τα δυο μαζί; Ούτε κι εσύ ξέρεις – κακορίζικο κι εσύ.
Μανία κι αυτή να πηδάς πάνω στο βιβλίο μου, να μη μ’ αφήνεις να διαβάσω. Καλά, εντάξει, δεν μπορώ να διαβάσω άλλο. Στάσου όμως να το κλείσω, μην τσακίσουμε τις σελίδες. Άσε με να το πάρω, μη το νυχιάζεις. Έτσι. Άστο εδώ, πάνω στο γραφείο. Να βγάλω και τα γυαλιά μου. Μπορεί να συνεχίσω μετά, με τη λάμπα. Έλα, βολέψου τώρα στην ποδιά μου να ησυχάσουμε λίγο.
Δεν τον ήξερα τον Ιβάν Μπούνιν. Α, αυτοί οι Ρώσοι. Κεντάνε. Κεντάνε με ψυχές και με τόπους. Η Αρκούδα. Καλό. Μόλις το είχα αρχίσει, που πήδηξες πάνω του.
Θαρρώ πως σκοτεινιάζει. Μα είναι νωρίς. Όλο και πιο νωρίς σκοτεινιάζει πια. Νιώθω ένα σφίξιμο στην καρδιά.
Που λες, η Αρκούδα. Ο άνθρωπος φοβάται το σκοτάδι. Φοβάται την Αρκούδα που θα’ ρθει στο σκοτάδι. Χασμουριέσαι; Σκοτείνιασε κι άλλο. Αλλάζει ο καιρός. Όπως στο βιβλίο.
Να, θα γείρω λίγο το κεφάλι μου εδώ στην πολυθρόνα. Φρόνιμα, θα πέσεις απ’ την ποδιά μου.
Κι εμείς, ξέρεις, όπως στο βιβλίο: Βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα δωμάτιο που βρίσκεται μέσα σε μια ιστορία. Αυτή την αίσθηση έχω. Αλλόκοτη, ε;
Μμμ. Δε νιώθω και πολύ σόι. Σαν αδιαθεσία. Είναι αυτό που’ λεγε η μαμά μου, «ζάλη, ντράλη κι ανακάτωμα». Κάτι με τριγυρίζει. Ή, μ’ ανακάτεψε αυτό που’ φαγα – τι έφαγα; Α, τα καλτσούνια της Έλλης.
Περίεργο πράγμα. Καλά λένε για τους γέρους. Δεν μπορούν να θυμηθούν τι έφαγαν πριν από μια ώρα, αλλά τι έγινε – ας πούμε – κάποια Τρίτη πρωί τον Αύγουστο του 1927, το θυμούνται με κάθε λεπτομέρεια.
Η καημένη η Έλλη, μου ’φτιαξε καλτσούνια, που τα’ χα πεθυμήσει. Βαριά μου’ πεσαν όμως. Κι ούτε που μύριζε αυτός ο αθότυρος.
Για δες πώς σαλεύει η κουρτίνα απ’ τον αέρα. Με ζαλίζει, θα κλείσω τα μάτια. Κάνει ψύχρα. Δεν μπορώ να σηκωθώ να πάρω το μποξαδάκι μου. Δεν έχω νέκαρα.
Περίεργο πράγμα, που λες, ο χρόνος. Τυλίγεται κι αυτός στην ουρά του, σαν κι εσένα, και κλείνει τον κύκλο. Και κάθε μέρος του κύκλου είναι και αρχή και τέλος, κι ό,τι πιάσεις. Κρυώνω. Θυμούμαι τώρα το παπλωματάκι που μου είχε ράψει η μαμά μου. Ήταν πολύχρωμο, φτιαγμένο από χιλιάδες κομματάκια διαφορετικά υφάσματα· σαν από παραμύθια και μυστικές συνταγές. Με ρόμβους, με λαβύρινθους, με ψιλά λουλουδάκια, με ρίγες, με βούλες, με δυσοίωνα σχέδια. Ήταν πιο πολλά τα μαύρα, τα καφετιά και τα λαδιά: τα μουντά χρώματα. Είχε όμως και μερικά κόκκινα και χαρούμενα. Παίζαμε με τον Λύσανδρο. Περπατούσαμε πάνω τα δάχτυλά μας, προσπαθώντας να μην πατήσουμε σε μαύρο. Ποιος θα φτάσει μέχρι την άκρη πατώντας στα πιο καλά τετραγωνάκια. Μου’ λεγε, «Κλεάνθη, μην κάνεις ζαβολιές!» Κάναμε ζαβολιές κι οι δυο. Πηδούσαμε και πηγαίναμε εκεί που θέλαμε. Και κανείς δεν κέρδιζε. Αυτή, θαρρώ, ήταν κι η ζωή. Κάτι από χιλιάδες παράταιρα κομματάκια. Από τόπο σε τόπο. Και κανείς δεν κέρδιζε.
Τι να σήμαινε άραγε όλη αυτή η φασαρία;
Τι σου λέω; Τι να ξέρεις εσύ για τη ζωή – κακορίζικο κι εσύ. Ούτε που θα θυμάσαι, που ήσουν μικρό κατσούλι, και σ’ έφερε η Παυλίνα μέσα στην τσάντα της. Ένα λασπωμένο πραματάκι ήσουν, μισότυφλο, σε πανικό. Σκλήριζες ασταμάτητα. Πού να καταλάβεις τι σου συνέβαινε; Πώς βρέθηκες ξαφνικά από το σκοτάδι στο σκοτάδι. Από το άχρονο σκοτάδι που μας κρύβει όλους, το ίδιο πριν γεννηθούμε και αφού πεθάνουμε, στο πρόσκαιρο σκοτάδι με τον πόνο, την πείνα, τη δίψα και τον φόβο. Στη ζωή. Και πού να καταλάβεις γιατί βρέθηκες εδώ, και τι κάνεις εδώ.
Τι σου λέω τώρα. Λες και κατάλαβα ποτέ εγώ. Ή κανένας άλλος άνθρωπος.
Έγκλειστο κι εσύ τόσα χρόνια στο σπίτι. Και μετράει στο δεκαπλάσιο η δική σου ζωή – η δική σου ποινή, πήγα να πω. Γριούλα σαν κι εμένα έγινες. Και δε σ’ αφήσαμε, παντέρμο, ούτε να κάνεις μωρά. Όταν ξύπνησε η φύση σου κι άρχισες να φωνάζεις, καλέσαμε τη Φιλοζωική και σου την ξερίζωσαν. Κι από τότε αγρίεψες, κανένα δεν πλησιάζεις. Αλλά κι εγώ που γέννησα τόσες φορές; Τι έγινε; Τι νόημα είχαν όλα αυτά;
Κρυώνω. Και με πονεί το στομάχι. Η Έλλη έχει πάει στο φαρμακείο για ασπιρίνες. Θα θυμηθεί να πάρει και Γάλα Μαγνησίας που τέλειωσε; Μου κάνει καλό στο στομάχι.
Ο μικρός μου γιος δεν έχει πια στομάχι. Μου φαίνεται σχεδόν φυσικό. Γιατί ούτε στη φωτογραφία, πάνω στο γραφείο, έχει, δες. Μέχρι τους ώμους είναι η φωτογραφία.
Όμως, εκείνος, δεν έχει πια ούτε ώμους, ούτε καν χαμόγελο. Απαλλάχτηκε τελείως· από τα πάντα. Και από το όνομα και απ’ όλους τους προσδιορισμούς – κι ας τον λέω, εγώ ακόμα «γιο μου».
Τρία χρόνια τώρα, ακολουθούσε τις φάσεις μιας αντίστροφης ανάπτυξης. Κι εγώ μαζί του, προσπαθώντας να συντονίσω το ρυθμό μου. Πόσα άγρυπνα βράδια πέρασα, με σφιγμένα δόντια, συμμετέχοντας σ’ αυτή τη νοητή επιτάχυνση.
Τώρα, το μωρό μου, είναι πλην τριών χρονών, ενός μηνός και τριών ημερών. Το νιώθω, είμαστε τώρα πιο κοντά. Πολύ κοντά. Απ’ αυτόν έχει φύγει όλη η σάρκα κι από μένα σχεδόν όλη η ψυχή.
Ο μεγάλος μου, αλήθεια, πόσο είναι; Πλην σαράντα τόσω χρονών, θα’ ναι – πού να θυμούμαι πια. Αυτουνού, ούτε που ξέρω που να’ ναι τα κοκαλάκια του.
Εγώ, προσπάθησα να κρατηθώ όσο χρειαζόταν. Τρία χρόνια. Για τον μικρό. Να μη με θάψουν πάνω του. Ήμουν δυνατή και κρατήθηκα. Τώρα…
Γιατί τσούλωσες τ’ αυτιά; Έρχεται κανείς; Κάποιος έρχεται. Η Έλλη; Όχι;
Τότε, ποιος; Α, η Αρκούδα. Η Αρκούδα; Τι λέω;
Αχ. Ποιος έκανε «αχ»;
Η Έλλη μου. Τι θ’ απογίνει, η Έλλη μου, έτσι χωρίς άνθρωπο. Καλά, υπάρχει κι η Παυλίνα. Αυτή δεν τη φοβούμαι, είναι δυνατή, όπως ήμουν κι εγώ.
Φοβερή ψύχρα.
Παράξενο όμως, ξαφνικά τώρα δεν κρυώνω. Σαν να είμαι αλλού.
Θεέ μου. Ναι, είμαι αλλού.
Να το σώμα μου κάτω, στην πολυθρόνα, γκρίζο, με τη γκρίζα γάτα μου στην αγκαλιά. Της έχει σηκωθεί η τρίχα.
Έλα, κακορίζικο, μη φοβάσαι, μη φοβάσαι.
Έλα, μη γρατσουνάς το χέρι μου, κακορίζικο. Το ξέρεις.
Εγώ δεν είμαι πια εδώ.
……………………………………………………………………………………
Υπέροχο. Κι αυτός ο πλάγιος υπαινικτικός τρόπος τα λέει όλα, η μνήμη γρατσουνάει και μας παίρνουν τα δάκρυα .”.. Σαν να ‘χουν τελειωμό τα βάσανα αυτού του κόσμου..”, αλλά να που περιμένουμε πάντα μια ηλιόλουστη μέρα της Άνοιξης έξω στη φύση και τα ξεχνάμε όλα.