Αχ, μνήμη, μνήμη μου, γιατί; Μ’ ασθενικόν αγέρα
στου φθινοπώρου την πνοή μια κίσσα επετούσε
και το δασάκι το χλωμό μια ηλιαχτίδα πέρα,
σαν το αγέρι έπεφτε, μονότονα εφωτούσε..
Μαζί ονειροπολούσαμε μονάχοι περπατώντας,
έχοντας σκέψεις και μαλλιά στον άνεμο πλεγμένα.
“Ποιά νάταν μέρα πιο καλή για σε” μου λέει γυρνώντας
και ρίχνει ξάφνου προς εμέ σπαραχτικά το βλέμμα.
Κι ήταν αγγέλου η φωνή στον ήχο και στη γλύκα.
Αντί γι’ άλλη απάντηση, αχνά χαμογελούσα
κι ευλαβικά της φίλησα το χέρι που κρατούσα.
“Πόσο γλυκά μοσκοβολούν τ’ άνθη που σκάνε τώρα”
στέναξαν μ’ ανακούφιση, τόσο χαριτωμένα
στο πρώτο ΝΑΙ τα χείλη της τα πολυαγαπημένα.