Το πρόβατο, πολύ μεγαλόσωμο με κάτασπρα τα σγουρά μαλλιά του και ζωηρό το προβατίσιο βλέμμα του, σχεδόν χαμογελούσε σαν άνθρωπος και φαινόταν ευτυχισμένο μέσα στο πλούσιο ψηλό γρασίδι. Μέχρι τα γόνατα των ποδιών του έφτανε.
Ω, μάι γκατ! φώναξα και στάθηκα ξαφνιασμένος στο πεζοδρόμιο. Πώς δεν το είδα και χτες που πέρασα; Χτες που έφευγα απ’ το νοσοκομείο ήμουνα πολύ κλεισμένος στις σκέψεις μου, πολύ στεναχωρημένος με τον αξάδερφο. Ω, μάι γκατ Μάθιους, είπα και πάλι στον εαυτό μου, τι είναι τούτο; Από πάνω του κρεμασμένα στη σειρά τα σφαχτάρια, αρνιά και άλλα, σχεδόν έσταζε το κόκκινο απάνω του. Πλησίασα και έφερα γύρα τη βιτρίνα, απ’ τη μια και την άλλη πλευρά της γωνίας να το δω καλύτερα. Τέτοιο σταντ σε χασάπικο, τόσα χρόνια στη Φλόριντα δεν το είχα δει. Έχουμε τόσα και τόσα ωραία μαγαζιά εμείς οι Έλληνες εκεί, το παράδειγμα είμαστε. Εστιατόρια και ταβέρνες, ψαροταβέρνες θεϊκές, που ούτε εδώ στα νησιά. Όμως τέτοιο μεγάλο και χαρούμενο πρόβατο, εγώ που έχω και φάρμα και εστιατόριο, σε τέτοιο πόστο δεν το είχα ξαναδεί.
Σαράντα πέντε χρόνια στη Φλόριντα πώς πέρασαν σα νεράκι και σαν όνειρο. Σκληρά δούλεψα στην αρχή μέχρι να γίνω κι εγώ επιχειρηματίας σπουδαίος και να μπω στην καλή κοινωνία, να εκλέγομαι και σύμβουλος στην κοινότητα, να με υπολογίζουν όλοι. Κι αυτόν εδώ το στενό δρόμο πόσες φορές τον έκανα πάνω-κάτω, Γαλάτσι- Πατήσια και πάλι ανάποδα ποδαρόδρομο, τότε που ήμουνα πλασιέ και δεν είχα στον ήλιο μοίρα. Και ο θείος μου ο Νικόλας, φευγάτος κι αυτός στην Αμέρικα από παιδί σχεδόν, άτεκνος, μ’ έφαγε πριν να τελειώσω το γυμνάσιο έλα κι έλα.
Κοιτάζοντας και πάλι το πρόβατο από κοντά μού φάνηκε τόσο αστείο το θέαμα και γέλασα δυνατά, γιατί τι να κάνεις μ’ αυτή την κοροϊδία, το ξεγέλασμα ανθρώπων και προβάτων. Κι όπως ήμουνα σκασμένος με την κατάσταση του αγαπημένου μου αξάδερφου, που μόλις άφησα στο νοσοκομείο, ξέσπασα και άφησα να μεταμορφωθεί η πίκρα και το ζόρισμα σε γέλιο. Και μού `ρθαν στο μυαλό οι σκανταλιές που κάναμε παρέα οι δυο μας όταν ήμασταν μικροί, ψηλά στα Τουρκοβούνια, αλλά και στο νησί μας. Ο Ηλίας είχε μανία με τις ξόβεργες και είχε γίνει μάστορας στην τέχνη αυτή. Του άρεσε να παγιδεύει τα καημένα τα πουλιά κι εγώ πάντα λυπόμουνα και ήθελα να τα πάρω και να τ’ αφήσω πάλι ελεύθερα στον ουρανό. Αυτό το διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή μετά και εξελίχτηκε σε μάστορα περιωπής στις ξόβεργες για τις γυναίκες. Εγώ ήμουνα πάντα αλλιώς. Όπως τότε παιδί, έτσι κι αργότερα μεγάλος. Δεν μπορούσα να πω ψέματα και να κάνω φιγούρα για να τις ρίξω. Χαιρόμουν τα πουλιά και τις γυναίκες για το πέταγμα και την ομορφιά τους. Τώρα όμως ο Ηλίας είναι πιασμένος σε μια άλλη ξόβεργα εδώ στη Παμμακάριστο- τι όνομα, κι αυτό ειρωνικό μου φαίνεται- και σβήνει λίγο-λίγο κάθε μέρα, χωρίς καμιά ελπίδα.
Ο χασάπης καταφτάνει τώρα στην εξώπορτα ενοχλημένος και μάλλον θυμωμένος. «Γιατί γελάς κύριε;» μου απευθύνει το λόγο, «Τι συμβαίνει, τι το αστείο βλέπεις;» Συγκρατώ το γέλιο μου. «Με την ειρωνεία της τύχης του γελώ», του απαντώ σκουπίζοντας τα μάτια μου, « της τύχης του προβάτου. Από κάτω ευτυχισμένο, κι από πάνω σφαγμένο». « Είπα να το κάνω πιο οικολογικό το μαγαζί, ρε φίλε, γι’ αυτό έβαλα, δες εδώ, και τους βασιλικούς και τα λουλούδια δίπλα». Ακόμα πιο ειρωνικό μου φάνηκε, αλλά συγκρατήθηκα. Τι να του πω; «Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σου προσβάλω τη διακόσμηση, αλλά έχω και τον αξάδερφό μου εδώ πιο κάτω, στο νοσοκομείο ετοιμοθάνατο και ξέσπασα », του είπα μόνο κι έφυγα.