I
Κυρίαρχοι αυλητές και υποχθόνιοι μάγοι
ποιανής γαλέρας φυσάτε τα πανιά;
Μικροί κουρσάροι της καρδιάς, κατακτητές του Άδη
ψάχνετε του θανάτου τα ολόχρυσα μαλλιά.
Φύλακες της ζωής και δούλοι και υπηρέτες
χάνεστε στο μικρό, στενό σας μονοπάτι.
Μα τι αλαζόνες γίνεστε σαν νιώσετε αγάπη!
Τόσο μικροί δημιουργοί, κέρινοι ταξιδιώτες
μικροί αφέντες της ζωής, τεράστιοι προδότες.
Άγγελοι δίχως φτερά και μαύροι πειρατές
φαντάσματα που δέχτηκαν να γίνουνε σκιές
κατάσκοποι, δωσίλογοι κι εκτελεστές.
Του κόσμου η εκδίκηση ψάχνει για στοχαστές.
***
II
Μ’ ένα στυλό, σ’ ένα λευκό χαρτί
γράφω τα δάκρυα μου.
Αυτά που στάζουν απ’ τη δική μου την ψυχή.
Έτσι πενθώ την μοναξιά μου.
Μ’ ένα στυλό, σ’ ένα χαρτί διαγράφω τις εικόνες.
Εκείνες που με πόνεσαν πολύ,
εκείνες που υπερβήκαν τους κανόνες.
Μ’ ένα μπλε στυλό
καρφώνω αυτές εδώ τις λέξεις
να τις ακούσουν όλοι, όλοι να τις δουν.
Να δουν πως άντεξα, πως νίκησα, πως πέθανα εδώ,
μες στης ψυχής τις εξεγέρσεις.
Να νιώσουν τα φαντάσματα του χθες
που γλείφουν το κορμί μου. Είναι κοντά , πολύ κοντά…
Κι ο Θάνατος; Ζωή μου !
Γεννήθηκα στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς, μια Κυριακή ενός Γενάρη, πριν από 35 χρόνια. Πήγα σχολείο, διάβασα, γνώρισα, μελέτησα. Δεκαπέντε χρονών έγραψα το πρώτο μου ποίημα, αφορμή ο θάνατος ενός δικού μου ανθρώπου. Από τότε δε σταμάτησα ποτέ να εκφράζομαι με αυτόν τον τρόπο. Εύχομαι να αγγίξω, έστω και λίγο, την ψυχή κάποιου που θα με διαβάσει. Αυτό μου φτάνει.