Με αφορμή το ωραίο κείμενο του Χρήστου Αντωνίου, στο Περί ου, 13 Απριλίου 2020, για την υμνωδό Κασσιανή, παίρνω τη σκυτάλη και τρέχω, αντλώντας πληροφορίες από τας Γραφάς και από όποιο ιστορικό βιβλίο.
Η Κασσιανή γεννήθηκε το 810 περίπου, καταγόταν από αρχοντική γενιά και ήταν ανάμεσα στις δώδεκα πανέμορφες αρχόντισσες που έλαβαν μέρος στα καλλιστεία, αλλιώς στην «οντισιόν» (όπως θα λέγαμε σήμερα), την οποία οργάνωσε η μητέρα του βασιλιά Θεόφιλου για να εκλέξει σύζυγο και μελλοντική αυτοκράτειρα. Ο Θεόφιλος ήταν γιος του Μιχαήλ Β΄ και συγκυβέρνησε με τον πατέρα του, τον οποίο διαδέχτηκε μετά το θάνατό του. Το γεγονός της επιλογής συζύγου πρέπει να τοποθετείται στα 830 και η Κασσιανή πρέπει να ήταν περίπου 20 ετών. Όσο για τον τρόπο επιλογής, μπορεί να μας πηγαίνει πίσω στα αίτια της τρωικής εκστρατείας, αλλά φαίνεται πως ήταν συνήθης, όπως τον έχουμε δει στις ερωτικές μυθιστορίες και στα παραμύθια.
Ο Θεόφιλος, λοιπόν, αφού κοίταξε καλά την κάθε μια καλλονή, σαν άλλος Πάρις, κρατώντας το χρυσό μήλο, προοριζόμενο για τη καλλίστη -τη δική του Αφροδίτη, γοητευμένος στάθηκε μπροστά στην Κασσιανή, στην οποία απηύθυνε τα μοιραία εκείνα λόγια: «Ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα» και εκείνη απάντησε τα εξίσου μοιραία και καταδικαστικά για την επιλογή της: «Αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω». Από τη γυναίκα προέρχονται όλα τα κακά, είπε εκείνος, εννοώντας την Εύα, και από τη γυναίκα όλα τα καλά, είπε εκείνη, εννοώντας την Παναγία, ανταποδίδοντας το «χτύπημα».
Η Κασσιανή επέδειξε ετοιμότητα, γνώση και ειλικρίνεια, πράγμα που ενόχλησε τον Θεόφιλο και διέλυσε αμέσως τη μαγεία που είχε ήδη σαν αχλύ κατακλύσει τον χώρο. Αυτομάτως και αψυχολόγητα ο Θεόφιλος έκανε στροφή και έδωσε το μήλο στην Θεοδώρα, χωρίς να της υποβάλει ανάλογο ερώτημα.
Επιτρέπεται μια τέτοια κίνηση σε έναν βασιλιά; Καίριο ερώτημα. ΄Ετσι αντιδρά κανείς σε σοβαρά ζητήματα, όπως είναι ο γάμος και η κυβέρνηση μιας αυτοκρατορίας; Μήπως είχε μελετήσει καλά τα πορτρέτα και τις προσωπικότητες των καλλονών, πριν μπει στη διαδικασία της επίσημης επιλογής; Μήπως είχε κρυφές συνομιλίες με την Κασσιανή; Μήπως είχε στείλει μακριά στη Σικελία τον «αντεραστή» του, ας πούμε, όπως λέει ο μύθος;
Η ερώτηση που είχε ετοιμάσει ο Θεόφιλος ήταν μία και η ίδια για όποια θα επέλεγε; Και γιατί στην επιφανέστερη και ωραιότερη απηύθυνε ένα τέτοιο ερώτημα; Για να ελέγξει την εξυπνάδα της ή το πόσο θα μπορούσε να καταπιεί ό,τι και αν την ρωτούσε; Και εκείνη τον αποστόμωσε δημοσία και τον ρεζίλεψε μπροστά σε όλες τις άλλες που περίμεναν (απορριφθείσες πλέον) και στους άλλους ευγενείς που παρίσταντο στην επιλογή. Ήθελε να της κάνει μπάσιμο και σπάσιμο, όπως θα λέγαμε σήμερα; Σ’ αυτήν και σε όλο της το σόι; Ήθελε να της πει με άλλα λόγια, Γυναίκα (συνήθως οι γυναίκες δεν έχουν όνομα, μόνο φύλο), μη νομίζεις πως επειδή είσαι ό,τι είσαι με έχεις και στο χέρι… Εκείνη πάντως ουδόλως επτοήθη, αλλά παρορμητικά απαντώντας, έχασε τον ρόλο, αλλά απέκτησε το μύθο, παίρνοντας την άγουσα για το μοναστήρι. Μετά από έναν αυτοκράτορα ποιον άλλο θα μπορούσε να πάρει; Ή μήπως η κάθε συμμετέχουσα στον διαγωνισμό όφειλε να τηρήσει την εθιμοτυπία και το πρωτόκολλο και να μείνει ανύπαντρη;
Στο μοναστήρι, λοιπόν, η ωραία Κασσιανή αφοσιώθηκε στην Ποίηση, και φυσικά στο μόνο είδος που επέβαλλε το ήθος μιας αρχόντισσας. Η Κασσιανή έγραψε πολλά, αλλά στη μνήμη μας έμεινε κυρίως από εκείνο το ιδιόμελον σε ήχο πλάγιο δ, που ψάλλεται τη Μεγάλη Τρίτη: Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή (το κείμενο ολόκληρο και οι μεταφράσεις του στα Νέα Ελληνικά στο κείμενο του Χρήστου Αντωνίου).
Οι πληροφορίες λένε πως μετά το γεγονός ο Θεόφιλος έψαξε τα μοναστήρια όλα για να την βρει και βρήκε. Πήγε μία φορά ή πολλές για να την δει; Ήταν ένας ερωτευμένος ή επανερχόταν για να επανεπιβεβαιώνει την νίκη του την αιώνια; Πάντως η παράδοση λέει ότι ήταν αυτού τα βήματα που άκουσε η ποιήτρια και εκρύβη, αποδεικνύοντας ότι ακόμα τον αγαπούσε και δεν ήθελε να διαταράξει την ψυχική της ηρεμία (ας μην πούμε πως δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της).
Η Κασσιανή πάντως στο ιδιόμελό της δεν μιλάει για τις δικές της αμαρτίες, αλλά για την αμαρτωλή του Ευαγγελίου, όπως μας την παρουσιάζουν οι Ευαγγελιστές Λουκάς και Μάρκος. Παραθέτω από τον Λουκά, Ζ΄, 36-50: «και εισελθών {ο Ιησούς} εις την οικίαν του Φαρισαίου ανεκλίθη. Κι ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω…».
Το ίδιο περιστατικό ο Μάρκος, ΙΔ, 3-9 παραδίδει ως εξής: «και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς, και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέσχε αυτού κατά της κεφαλής…» . Το απόσπασμα εδώ διαφοροποιείται. Δεν του έπλυνε τα πόδια, όπως λέει ο Λουκάς και ο ύμνος, αλλά το μύρο το έριξε στο κεφάλι και δεν μνημονεύεται ότι τον σκούπισε με τα μαλλιά της.
Όμως και ο Ιωάννης στο ΙΒ΄, 1…9, μας παραδίδει ένα ανάλογο περιστατικό, τοποθετημένο χρονικά, μετά την ανάσταση του Λαζάρου: «η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτούˑ η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου…».
Εδώ το επεισόδιο είναι παρεμφερές, αλλά συμβαίνει στο σπίτι του Λαζάρου, στο γεύμα που παρέθεσε η οικογένεια. Η Μαρία είναι η αδελφή του και το πλύσιμο με μύρο των ποδών του Ιησού είναι πράξη ευγνωμοσύνης για την ανάσταση του αδελφού της.
Άρα πρόκειται για μία συγκεκριμένη πράξη, η οποία πανομοιότυπα λαμβάνει χώρα σε περιπτώσεις απόδοσης τιμής σε κάποιο πρόσωπο. Εδώ βεβαίως του Ιησού.
Πάμε τώρα στα πολιτικά και στο γιατί επιλέχτηκε η Θεοδώρα.
Μήπως επειδή ανήκε σε ισχυρή οικογένεια, ο αδελφός της Βάρδας, με τον τίτλο του Καίσαρα είχε σημαντική δύναμη στο στράτευμα και τα προξενιά με τέτοιες οικογένειες είναι πολύτιμα; Βεβαίως και οι άλλες καλλονές έχουν παρόμοια προσόντα προφανώς, αλλά κάτι θα βαρύνει πιο πολύ στην επιλογή και όχι η «αφωνία» της Θεοδώρας, η οποία ανέπτυξε εν τέλει δράση εικονοφιλική κόντρα στον εικονομάχο σύζυγό της. Διότι η ευπειθής Θεοδώρα, μετά το θάνατο του Θεόφιλου κηδεμόνευε τον ανήλικο γιο της Μιχαήλ Γ΄ και συγκυβερνούσε. Και, παρά τις υποσχέσεις της στο μελλοθάνατο ότι τίποτα δεν θα αλλάξει, αυτή και η οικογένειά της τα άλλαξε όλα. Διότι πίσω της, λαίμαργος για εξουσία, στεκόταν πάντα ο Βάρδας, ο οποίος αφού παραμέρισε τους πάντες και τον νόμιμο διάδοχο και έστειλε τη Θεοδώρα στο μοναστήρι, έμεινε μοναδικός κύριος του κράτους.
Γι’ αυτό και ο Περικλής στον Επιτάφιο, συμβούλευσε: «εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ᾿ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ».
Εν ολίγοις, οι γυναίκες να πάνε στο σπίτι ή στο μοναστήρι αργότερα, και τιμή τους θα είναι να μην ακουστούν ποτέ ούτε για κακό ούτε για καλό.
Κύριε, αι εν πολλαίς ή ολίγαις αμαρτίαις περιπεσούσαι γυναίκες αντέδρασαν και η ζωή συνεχίζεται.