Μα τι Πρωτομαγιά κι αυτή, αλλιώτικη απ’ τις άλλες.
Του κήπου μου οι μυρωδιές κι οι μαργαρίτες στις αυλές,
γεμάτες απορία: Πού είναι η Κυρία;
οι παπαρούνες μου κι αυτές στο χώμα στάζουν αίμα
τα χαμομήλια τα λιανά, τα κιτρινάκια, τα μαβιά,
τα γιασεμιά, τ’αγιόκλημα μαζί και τα άσπρα κρίνα,
τα τριαντάφυλλα ψηλά ανέβηκαν τις σκάλες…
κι όπως μαραίνομαι κι εγώ, μαραίνονται και κείνα
και με κατηγορούν σκληρά, τα πέταλα μαδώντας:
προδότρα, μας παράτησες τους όρκους σου πατώντας,
το ξέχασες το σπίτι σου, καθόλου δε σε νοιάζει;
το σπίτι μου φωνάζει.
Αμέσως ετινάχτηκα κι άνοιξα την Τιβί μου
Να δω τα νέα του εγκλεισμού και της ελευθερίας.
Μη μου θυμώνεις, μάτια μου, κι ο ήλιος μόλις κάψει
η αγαπημένη σου Κυρά ευθύς θα επανακάμψει.
Το περσινό στεφάνι σου, Μάη μου, μυρωμένε,
δεν το ξεκρέμασα ποτέ, Καλέ, περίμενέ με
και πριν και οι τριανταμιά μέρες φυλλορροήσουν
και οι τσουκνίδες το μπόι μου μόλις διεκδικήσουν
ορκίζομαι πως θα με δεις. Τι όλα μου μέσα λαχταρούν
σε σένα να γυρίσουν.