Ι
Μάγισσες και μαΐστρες νυχτιάτικα στήσαν χορό
με επωδές και ξόρκια, φίλτρα κι αμποδέματα
της αγελάδας το αίμα το γάλα του φεγγαριού
πίνουν και βρίζουν, κοροϊδεύουν και ασχημονούν
η πανσέληνος ήλιος του Μάη τα καμώματα
κοιτάζει και χαμογελά· τόσο δυνατή είναι
που γυαλίζει στα μάτια των λύκων και των νεκρών.
ΙΙ
Άκου τα χρώματα της άνοιξης
πώς οι οσμές των ανθών τραγουδούν
του δάσους οι φυλλωσιές αφηγούνται
παραμύθια κι αθιβολές παλιών εποχών
και το τρεχούμενο νερό διαβάζει ποίηση.
Δες εκεί μακριά το έπος των οριζόντων
τις βουνοκορφές να αγγίζουν τον ουρανό
τη θάλασσα που στο γιαλό αναστενάζει.
τον Μάη που υγραίνει το χώμα
να πιουν κι οι νεκροί λίγη γύρη.
ΙΙΙ
Τα κορίτσια πιάνουν τον Μάη
και η εργατιά τις σημαίες
το ποίμνιο ακόμα ζει την ανάσταση
και οι νεκροί πονούν απ’ τις ρίζες
οι ψυχές κάθονται στις φυλλωσιές
και χαίρονται τις ηλιαχτίδες
όλοι χωρούν στης άνοιξης το άνοιγμα.
(Από “Το χώμα των λέξεων”)