Ένας συγγραφέας είναι πολλά πράγματα. Ένας ποιητής είναι ακόμα περισσότερα. Η ποίηση είναι πιο σπουδαίο είδος από ό,τι η πρόζα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγάλα έργα που διαρκούν αιώνες – ή τα περισσότερα τουλάχιστον – γράφτηκαν σε ποιητικό λόγο. Ο Όμηρος, οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί, ο Δάντης και ο Σαίξπηρ, έγραψαν τα έργα τους σε ποιητικό λόγο.
Ο Έλιοτ, μεταξύ άλλων, έγραψε ένα μεγάλο έργο, την Έρημη Χώρα που εκδόθηκε το 1922 και γράφτηκε, κατά τα φαινόμενα, τον προηγούμενο μόλις χρόνο. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το επίσης μεγάλο έργο του Τζόυς, Οδυσσέας που αν και πεζό, έχει μια ποιητικότητα απροσμέτρητη, αλλά και οι αριστουργηματικές Ελεγείες του Ντουΐνο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε που είναι εξίσου μοντερνιστικές και ριζοσπαστικές, αλλά και αντινεωτεριστικές, αναχρονιστικές όσο και η Έρημη Χώρα.
Και τα τρία αυτά έργα συμπληρώνουν σε λίγο μια εκατονταετία. Χρονικό διάστημα που με μια σχετική ασφάλεια μας δείχνει ότι θα επιζήσουν και στο μέλλον.
Το 1921, η πρώτη σύζυγος του Έλιοτ, η Βίβιαν, είχε καταρρεύσει ψυχολογικά και αφού νοσηλεύτηκε σε κλινική, ο Έλιοτ την έστειλε στην εξοχή για να αναρρώσει, χωρίς να λυπηθεί τα έξοδα. Όσο εκείνη έλειπε, τον επισκέφθηκε η μητέρα του και η αδερφή του από την Αμερική.
Λίγο πριν ο Πάουντ έλεγε στον Γουίνταμ Λιούις πως έπρεπε να βρουν τρόπο να στείλουν εκτός Αγγλίας τον Έλιοτ για να ξεπεράσει τη θλίψη του. Είχαν διαπιστώσει πως είχε κατάθλιψη, ενώ η πολιτική και η οικονομική κατάσταση τον είχε φέρει σε απόγνωση. Είναι γνωστό ότι ο Έλιοτ, απεχθανόταν τη δημοκρατία. Το μεταπολεμικό κλίμα ευημερίας είχε αντικατασταθεί από μια έντονη οικονομική και πολιτική δυσαρέσκεια. Οι άνεργοι είχαν φτάσει τα 2.000.000. Η κυβέρνηση Συνασπισμού επιδείνωνε το οικονομικό χάος, αντί να το θεραπεύει. Σ’ αυτές τις συνθήκες άρχισε να δουλεύει πάνω σ’ ένα ποίημα που ευελπιστούσε πως θα είναι διαφορετικό από ό,τι μέχρι τότε είχε γράψει.
Το ποίημα αυτό, που αργότερα μετονομάστηκε Έρημη Χώρα, είχε τον παράξενο τίτλο: He Do the Police in Different Voices (προερχόταν από έργο του Ντίκενς), αλλά έδειχνε τη φιλοδοξία του: ότι δηλαδή σχεδίαζε να γράψει κάτι πολυσχιδές και πολυεπίπεδο, κάτι που θα είχε όχι μία, αλλά πολλές φωνές.
Η επίσκεψη της οικογένειάς του καθώς και η επιστροφή της γυναίκας του από την εξοχή, καθυστέρησαν τη συγγραφή του έργου. Εκείνη την εποχή, είχε ολοκληρώσει την ανάγνωση του Οδυσσέα και έλεγε στον Τζόυς πως θαύμαζε το αριστουργηματικό τελευταίο του κεφάλαιο, δηλαδή το μονόλογο της Μόλυ, αλλά θα προτιμούσε να μην το είχε διαβάσει, γιατί τώρα είχε την φιλοδοξία να το ξεπεράσει κάνοντας κάτι ανάλογο στην ποίηση.
Το φορτίο της καθημερινής ζωής και η ψυχική κόπωση από την επίσκεψη των δικών του καθώς και η κατάσταση της Βίβιαν τον εξόντωναν. Είχε δυνατούς πονοκεφάλους και αισθανόταν μια κούραση και μια υπερβολική θλίψη, αλλά παρόλα αυτά δεν παραιτήθηκε από το εγχείρημα της σύνθεσης της Έρημης Χώρας.
Ωστόσο, η κατάστασή του ήταν ανησυχητική, τόσο που η Βίβιαν τον έπεισε να επισκεφτεί ειδικό γιατρό στο Λονδίνο, ο οποίος διέγνωσε κάποιου είδους νευρικής διαταραχής και τον συμβούλεψε να φύγει απ’ το Λονδίνο για ένα τουλάχιστον τρίμηνο. Στο μεταξύ η αμερικανική κυβέρνηση τον κυνηγούσε να πληρώσει φόρους πράγμα που εκτίναξε στα ύψη το άγχος του και πείσθηκε να ακολουθήσει την συμβουλή του γιατρού. Πήρε άδεια από τη δουλειά του και πήγε για ένα μήνα στα παράλια του Κεντ, στο Μαργκαίητ στου οποίου τις άμμους ”μπορώ να [συσχετίσω] το τίποτε με το τίποτε”.
Στην ενότητα Μια παρτίδα σκάκι ίσως περιέχονται αυτοβιογραφικά στοιχεία, ίσως όμως και όχι, όπως διατείνεται ο βιογράφος του, Πήτερ Ακρόυντ, ο οποίος διαφωνεί με όσους ισχυρίζονται πως ο γάμος του είχε καταρρεύσει. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να εξηγήσει το ότι είχε πάρει μαζί του τη Βίβιαν και ήθελε τη γνώμη της πάνω στους στίχους που έγραφε. Αργότερα ανακάλυψε ότι η διάγνωση που είχε κάνει ο ψυχίατρός του, δεν ήταν σωστή και ότι μάλλον έπασχε από μία συναισθηματική διαταραχή που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει ”αβουλία” από την οποία υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή. Επομένως, το πρόβλημα βρισκόταν στον ”συναισθηματικό του κόσμο” και όχι ”στο μυαλό του”, αφού φοβόταν πάντα τα αισθήματά του. Έμοιαζε πολύ στην παθητικότητα του Τειρεσία όπως εμφανίζεται σ’ ένα χωρίο της Έρημης Χώρας.
Τελικά αποφάσισε, ακολουθώντας τις συμβουλές φίλων, να καταφύγει στη Λωζάννη σ’ έναν διάσημο τότε ψυχαναλυτή.
Ακολουθώντας τη θεραπεία αυτή, άρχισε να νιώθει μια ηρεμία σαν αυτή που είχε παιδί. Η αγχώδης κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν, τώρα υποχωρούσε και απελευθερωνόταν σιγά σιγά από τους συμβατικούς περιορισμούς της καθημερινότητας και από την αυστηρή τάξη την οποία ο ίδιος είχε επιβάλλει στον εαυτό του και δραπέτευε διαρκώς στις παιδικές του μνήμες.
Σ’ αυτήν την κατάσταση έγραψε τις τελευταίες ενότητες της Έρημης Χώρας. ”Δεν με απασχολούσε καν αν καταλάβαινα τι έλεγα”, έλεγε αργότερα για το κεφάλαιο Τι είπε ο Κευρανός, όπου διαπιστώνουμε την επιστροφή του στη μουσική που είχε καταπνίξει. (Φοιτητές έχοντας ανακαλύψει τη μουσικότητα που ανέδιδε το ποίημα, δεν το απάγγελναν απλώς αλλά το τραγουδούσαν).
Η Έρημη Χώρα ξεκίνησε σαν μονόλογος ενός γλεντζέ του Μusic Hall, σαν ένα σατυρικό κομμάτι μισογυνισμού, σαν παρωδία μέρος της οποίας ο Πάουντ αφαίρεσε όταν το επεξεργάστηκε. Ο Πρίτσετ περιέγραψε αυτό το πολυφωνικό συνονθύλευμα ως ”μπουλούκι ηθοποιών μέσα σ’ ένα κοστούμι που ο καθένας κοροϊδεύει τους άλλους”. Και ο Ακρόυντ υποστηρίζει πως ο Έλιοτ βρήκε τη δική του φωνή αναπαράγοντας τις φωνές των άλλων. Ο Έλιοτ ήταν σχετικιστής και σκεπτικιστής, είχε επίγνωση του κενού και της έλλειψης νοήματος, όχι μόνο στην τέχνη αλλά και στη ζωή. Έλεγε πως: ”Όλη η μεγάλη Τέχνη βασίζεται σε μια συνθήκη θεμελιώδους ανίας – παράφορης ανίας”. Δεν είχε καθόλου διαφορετική γνώμη από εκείνη του Μπωντλαίρ, τον οποίο άλλωστε τιμά αναφέροντας το στίχο του ”Ω υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου αδερφέ μου”.
Εντέλει, η Έρημη Χώρα φορτώθηκε με πολλές ερμηνείες, οι οποίες, εν πολλοίς, μπορεί και να συσκοτίζουν το πραγματικό της πρόσωπο και να περιορίζουν το ρυθμό και τον μουσικό αντίλαλο που ακούγεται διαβάζοντάς την. Μπορεί ακόμα να είναι μια αλληγορία για το μύθο του Άγιου Δισκοπότηρου, της πνευματικής αναγέννησης, ένας βουδιστικός διαλογισμός, ένας θρήνος για την καταρρέουσα κοινωνία ή μια συγκαλυμμένη αυτοβιογραφία.
Ο Έλιοτ όταν δημοσιεύεται η Έρημη Χώρα, το 1923, στο περιοδικό The Criterion είναι 34 ετών. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται και στο περιοδικό The Dial, στην πατρίδα του την Αμερική, ενώ στο τέλος της χρονιάς εκδίδεται σε βιβλίο στην Ν. Υόρκη και ταυτόχρονα στην Αγγλία. Η υποδοχή από το λογοτεχνικό κατεστημένο είναι ψυχρή.
Ο Έλιοτ γεννήθηκε στο Σαιν – Λούις και ήταν το έβδομο και τελευταίο παιδί της οικογένειάς του. Ο παππούς του, απ’ τη μεριά του πατέρα του, ίδρυσε Πανεπιστήμιο, ενώ ο ίδιος φοίτησε σε μια Ακαδημία που επίσης ίδρυσε ο παππούς του. Δεκαοχτώ χρονών άρχισε να σπουδάζει στο Χάρβαντ, ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερμανικά, αγγλική και συγκριτική λογοτεχνία, ιστορία φιλοσοφίας ενώ τον απορροφά η ποίηση του Δάντη, η οποία επιδρά στη σκέψη και την ποίησή του. Όσο φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο γνώρισε τους Γάλλους συμβολιστές Ρεμπώ, Βερλαίν, Μαλαρμέ, Λαφόργκ. Στα 23 του και αφού συνεχίζει τις σπουδές του στη Σορβόνη γράφει το Ερωτικό τραγούδι του Άλφρεντ Προύφροκ και την Προσωπογραφία μιας Κυρίας. Επιχειρεί να μάθει σανσκριτικά και ινδική φιλοσοφία, αλλά τα εγκαταλείπει.
Όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος φθάνει στο Λονδίνο με υποτροφία. Γνωρίζεται με τον Πάουντ και παντρεύεται την Βίβιαν Χέιγκγουντ. Τα δύο εκτεταμένα ποιήματά του δημοσιεύονται σε περιοδικά. Η υγεία της γυναίκας του κλονίζεται ανεπανόρθωτα.
Σχεδίαζε να γυρίσει στο Χάρβαντ για μια άλλη διατριβή, αλλά ο πόλεμος τον εμποδίζει. Γνωρίζει την Βιρτζίνια Γουλφ, τον Άλντους Χάξλεϋ, και όσους σύχναζαν στον κύκλο του Μπλούσμπερι. Το 1917 προσλαμβάνεται στην τράπεζα Lloyd’s. Δημοσιεύει το ποίημα Sweeney among the Nightingales. Δίνει διαλέξεις και γράφει το Γερόντιον.
Πεθαίνει ο πατέρας του. Γράφει τη συλλογή δοκιμίων το Ιερό Δάσος και κριτική για το έργο που θαυμάζει τον Οδυσσέα του Τζόυς.
Ο Τάκης Παπατσώνης, γράφει στη Νέα Εστία πως με την δημοσίευση της Έρημης Χώρας εγκαινιάστηκε ”μορφικά ένα είδος άγνωστο στην ποίηση, φαινομενικά ασυνάρτητο, γραμμένο στο χαμηλό ύφος της απλής καθημερινής ομιλίας, με ανακατεμένες τριμμένες φράσεις, κομμάτια ελλειπτικών διαλόγων, ξαφνιάσματα σύντομης λυρικής έξαρσης που αμέσως μετά ξεπέφτει (…) [Το ποίημα] απηχεί τη γενική διάλυση, το ξεχαρβάλωμα των πάντων”, όσων προηγήθηκαν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και του παραλογισμού, του εκφυλισμού των ιδεών και των αισθημάτων, των ανθρώπων που προσπαθούσαν να σβήσουν την απόγνωσή τους, για μια αόριστη ολοκληρωτική συμφορά που πλησίαζε με έξαλλες πράξεις που εκδηλώνονταν και στη ζωή και στη τέχνη.
Η σταδιοδρομία του Έλιοτ καλύπτει τέσσερις κλάδους: εκδόσεις, θέατρο, λογοτεχνική κριτική και φυσικά φιλοσοφική ποίηση. Ήταν ίσως ο πιο ευρυμαθής αγγλόφωνος ποιητής της εποχής του. Μπορεί τα πρώτα ποιήματα στα φοιτητικά του χρόνια να ήταν κάπως συμβατικά αλλά ο Προύφροκ ήταν ακριβώς το ποίημα που έκανε τον Πάουντ να τον προσέξει. Ποτέ άλλοτε δεν είχε εμφανιστεί στην αγγλική γλώσσα κάτι αντίστοιχο:
Έλα να πάμε, εσύ και εγώ,
όταν απλώνεται τ’ απόβραδο στον ουρανό
Σαν χλωροφορμισμένος άρρωστος
επάνω στο τραπέζι.
Η κριτική και η ποίηση είναι αλληλένδετες στο έργο του Έλιοτ σε μια αδιάσπαστη ενότητα νου και ευαισθησίας. Το έξοχο δοκίμιό του για το Δάντη εμφανίστηκε δύο χρόνια αφότου έγινε Αγγλοκαθολικός (1927). Την ίδια χρονιά πήρε την αγγλική υπηκοότητα. Το δοκίμιο αυτό για το είχε αφιερώσει στον Σαρλ Μωράς (1868-1952), Γάλλο συγγραφέα και πολιτικό, ο οποίος είχε αναπτύξει τη δράση του μέσω της φιλομοναρχικής εφημερίδας και οργάνωσης L’ Action Française, της οποίας ήταν επικεφαλής. Υπήρξε αντισημίτης, υπέρμαχος της παράδοσης, πολέμιος του ρομαντισμού, ενώ δημοσίευσε πολλά άρθρα και πολιτικά φυλλάδια άκρως αντιδραστικά, και λογοτεχνικά κείμενα. Ήταν υποστηρικτής του Φράνκο, του Μουσολίνι και του Πεταίν. Ήταν θαυμαστής του Ομήρου και της κλασικής Ελλάδας, πίστευε στην απόλυτη κληρονομική μοναρχία και την καθολική εκκλησία.
Όταν ο Έλιοτ πρωτοδιάβασε κείμενα του Μωράς το 1910, η επίδραση που δέχτηκε υπήρξε αποφασιστική για την πνευματική του συγκρότηση. Πολλά ήταν εκείνα που τον έδεναν με τον Μωράς, ωστόσο η επιρροή αυτή άρχισε αργότερα να μετριάζεται. Απόδειξη το γεγονός ότι αντιτάχθηκε σθεναρά στον αντισημιτισμό της κυβέρνησης του Βισύ.
Το πρώτο μεγάλο του ποίημα μετά την θρησκευτική μεταστροφή του το γράφει το 1930. Είναι η Τετάρτη των Τεφρών. (ή: Τετάρτη της Σποδού – κατά τη νεώτερη απόδοση της Π. Παμπούδη) Θρησκευτικό έργο σε πολύ διαφορετικό ύφος από τα παλιότερα ποιήματά του. Ο Έλιοτ ουδέποτε επαναλαμβανόταν, αλλά κάθε ποίημά του έφερε την προσωπική του σφραγίδα. Το ποίημα αυτό είχε καλή υποδοχή σε μια εποχή που δεν ευνοούσε την θρησκευτική ποίηση και παρερμηνεύτηκε σαν έκφραση προσωπικής απογοήτευσης.
Υπάρχει διχογνωμία για το ποιο είναι το αριστούργημά του. Πολλοί θεωρούν, μαζί και ο Σεφέρης που το μετέφρασε το 1936, πως είναι η Έρημη Χώρα. Άλλοι, πιστεύουν πως τα Τέσσερα Κουαρτέτα, που έγραψε από το 1935 ως το 1941 τμηματικά και τυπώθηκαν το 1943, είναι αξεπέραστα.
Στο τελευταίο κουαρτέτο το Little Gidding, ο ποιητής συναντά ένα φάντασμα, μια μορφή που συνθέτουν οι δάσκαλοί του: Γ. Μπ. Γέιτς και Μαλαρμέ:
Από λάθος σε λάθος το εξημμένο πνεύμα
προχωράει, αν δεν το λυτρώνει το καθαρτήριο εκείνο πυρ
όπου πρέπει να κινείσαι με μέτρο σαν χορευτής.
Χάραζε η μέρα. Στον αλλοιωμένο δρόμο
με άφησε, με κάτι σαν αποχαιρετισμό,
και χάθηκε ως ακούστηκε το κέρας.
Το 1948 πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1957 παντρεύτηκε, στα 68 του χρόνια, την τριαντάχρονη Βάλερι.
Μετά τα ποιητικά θεατρικά: Φονικό στην Εκκλησιά, Κοκταίηλ Πάρτυ, Οικογενειακή Συγκέντρωση ολοκληρώνει τη θεατρική του καριέρα με τον Γηραιό Πολιτικό το 1958, που βασίζεται στον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή. Η ποιητική του σταδιοδρομία τελειώνει με τα. Ενώ αν θεωρήσουμε ότι ανήκουν στην κριτική και οι διαλέξεις του, τότε μπορούμε να πούμε πως αυτή κράτησε μέχρι το τέλος.
Ο Έλιοτ δεν είχε μιμητές ούτε δημιούργησε σχολή. Έτσι λάμπει ως μοναχικός αστέρας στο Λογοτεχνικό στερέωμα της αγγλικής γλώσσας.
Η τελευταία στροφή του Little Gidding ξεκινά έτσι:
Δε θα πάψουμε να εξερευνούμε
κι όλης μας της εξερεύνησης το τέλος
θα ‘ναι να φτάσουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε
και να γνωρίσουμε για πρώτη μας φορά το μέρος.
Μεσ’ από την άγνωστη, στη μνήμη χαραγμένη, πύλη
όταν το στερνό κομμάτι γης που απόμεινε για ν’ ανακαλυφθεί
είναι εκείνο που ήταν η αρχή.
Σημείωση: