Το πικραμένο νερό
Ήρθανε πάλι απρόσμενοι και βάρβαροι επισκέπτες
Και μου χαράξαν το κορμί και το μυαλό
Και να ‘μαι τώρα κορμός χαραγμένος εγώ
Κάτι σαν δάκρυ να στάζω απ’ έξω.
Σαν το ρετσίνι και σαν τη μαστίχα
Μαζεύουν αυτοί με φωνές τον καρπό
Χαρούμενοι και βιαστικά αποχωρούν
Κάτι πολύτιμο πως πήραν μαζί τους πιστεύουν.
Μα ύστερα μέσα μου σταλαγματιά- σταλαγματιά
Αθέατο απ’ τους άλλους στάζω το πικρό μου νερό
Γιατί ανέβηκε ξανά η μαυρίλα του κόσμου
Ως το λαιμό και την ανάσα μου κόβει.
Το ξέρω όμως καλά πως πριν στο τέλος με πνίξει
Η μαύρη λάσπη και το αίμα του φόνου
Θλιμμένη λίμνη κι αν γίνει το πικραμένο νερό
Μέσα της κόκκινο άνθος η λέξη θα βλαστήσει.