Skip to content
ΣΗΜΕΙΑ
Φωτιά πάνω στήν προηγούμενη φωτιά
τί ἄλλο νά κάψει
νεροποντές κι ἀτέλειωτες νεροσυρμές
τοῦ βίου
νά σέ τραβᾶνε ὥς τά ἔσχατα πηγάδια
τῆς σιωπῆς.
Κι ἄν λέν πώς ὁ καμένος δέν φοβᾶται τή φωτιά
καί τή βροχή ὁ βρεγμένος,
τρέμω
σάν νιώθω τή γυμνή φωνή μου
τίς λέξεις νά τρυπάει, νά προσπαθεῖ τίς συλλαβές
νά ντύσει δαντέλες τοῦ ἔρωτα
μέ σταυροβελονιά θανάτου.
Μιά ἁλυσίδα ἀπό καμένα δάση ἡ ζωή
πού τή σκεπάζει ἡ λάσπη μέ τίς νεροποντές ἑνός
γιά πάντα ἐξοφλημένου φθινοπώρου.
Ἡ ἄνοιξη σέ συνεχή ἀναβολή
(ὅσα πριμοδοτοῦνε τή ζωή εἶναι χαμένα)
γυμνό τό καλοκαίρι αὐτοπυρπολεῖται
κι ἕνας σκληρός ἀπατεώνας ὁ χειμώνας,
μπερδεύει τίς ἀλκυονίδες,
λιώνουν οἱ ναφθαλίνες μέσα στά παλτά
κι ἐκεῖνα τά ἔρημα αὐτοκτονοῦνε στίς κρεμάστρες
μιᾶς ζεστασιᾶς ἀζήτητης ἀπομεινάρια-σκελετοί.
Λύκος πού τριγυρνάει
μοναχός
καί οὐρλιάζει μέσα στήν αἰθάλη
ὁ καιρός
τ’ ἄδειο φεγγάρι.
487
You Might Also Like