“Στην ποίηση, όπως και στα όνειρα, δεν γερνάει κανένας” Οδυσσέας Ελύτης “Εν λευκώ
«…κάθε σταγόνα ποίησης περιέχει μέσα της το χρόνο, τους τόπους, τους ανθρώπους, τα ταξίδια, τα έργα τέχνης, που τη γέννησαν», γράφει ο Κ. Λουκόπουλος στο “Μικρό Επιμύθιο” της συλλογής του “Ενύπνια τα Μεθεόρτια”. Είναι, θαρρώ, ένας ολοκληρωμένος ορισμός του τι είναι ποίηση ή του πώς γεννιέται η ποίηση, αλλά και του πώς γεννήθηκαν τα ποιήματα της συλλογής αυτής. Για την αλήθεια των λόγων θα πρέπει να πούμε πως τα ποιήματα είναι γεννήματα όλων αυτών, αλλά και των ονείρων και των συνακόλουθων αισθημάτων και ιδεών, σε συνδυασμό πάντα με τη γλώσσα και τον τρόπο του ποιητή να μετατρέπει όσα αποκομίζει τόσο “έξ- υπνος”, όσο και “εν υπνώσει”.
Διαβάζοντας τα ποιήματα ομολογώ ότι τόλμησα να μπω κι εγώ στην ονειρική διαδικασία αναπλάθοντας εικόνες. Ακολούθησα τους δρόμους του ποιητή ακόμη κι όταν τα “όνειρα” δεν ήταν “μαγικά”! Θέλησα να δω τη λειτουργία τους στη σύνθεση των ποιημάτων. «…μπορεί το όνειρο να είναι η πρώτη ύλη του ποιήματος.Είναι πιθανό να μετέχει το όνειρο δραστικά στην εξέλιξη του ποιήματος, αλλά δεν είναι απαραίτητο ο στίχος να εμπεριέχει το όνειρο ή να το υπονοεί. Το όνειρο και η επενέργειά του πιθανόν να παραμένουν αφανείς συντελεστές στη δημιουργία του ποιήματος. Αναρωτιέμαι εδώ,αν η κατά τον Φρόιντ εκπλήρωση μιας επιθυμίας την οποία αποτελεί και καταγράφει το όνειρο, συνιστά για τον ποιητή, την πρωταρχικής σημασίας εκπλήρωση της επιθυμίας να υπάρξει το ποίημα και δευτερευόντως το περιεχόμενό του. Ή το ποίημα αντικατοπτρίζει τα σημαίνοντα που προκύπτουν από το όνειρο και ως γραφή και ως ανάγνωση.», γράφει ο Γιώργος Δουατζής σε μια μελέτη του για την λειτουργία του ονείρου στην ποίηση. Στα ποιήματα του Κ. Λουκόπουλου είναι εμφανές πως το όνειρο γίνεται σημείο αναφοράς και μέσα σ’ αυτό υπάρχουν όλα όσα ταλανίζουν τον ποιητή. Ακόμη κι όταν δεν μοιάζει με αναδρομή σε όνειρο υπάρχει μια κάποια λέξη μαγική που σε οδηγεί στο να το αντιληφθείς. Σαφώς δεν αποτελούν καταγραφές ονείρων. Τα όνειρα είναι ο κόσμος στον οποίο ο ενήλικας συναντά τον εαυτό του σε διάφορες ηλικίες, όπως συναντά κι άλλα πρόσωπα, κυρίως νεκρούς ή απόντες κι αυτό αφήνει μια θλίψη ανάμεικτη κάποτε με χαρά, νοσταλγία, πόνο.
Ακριβώς επειδή τα “Ενύπνια” αφορούν στη ζωή του ποιητή παρατηρούνται σημεία αναφοράς επαναλαμβανόμενα στα οποία αξίζει να σταθούμε καθώς δεν είναι μόνο προσωπικά, αλλά μέσω της ποίησης αποκτούν τη διάσταση της Ολότητας.
Ένα βασικό σημείο αναφοράς στα ποιήματα του Κ. Λουκόπουλου γίνεται το Σπίτι, άλλοτε το πατρικό κι άλλοτε, κάποιο Σπίτι που προφανώς συμβολίζει σε κάθε περίπτωση ένα χώρο του παρελθόντος πλέον γεμάτο σκιές, με κρυμένα πράγματα στα υπόγεια, ψυχές που ζητάνε καταφύγιο στη δύση του ήλιου, μνήμες παλιές, σύμβολο της απουσίας, αλλά και της επιθυμίας επιστροφής σ’ αυτό: “άντε να φτάνουμε στο σπίτι/ λέω/ και το ρέγομαι…/. Το Σπίτι απομακρύνεται: “έτσι όπως φεύγει από τα πόδια μου/ κι υψώνεται τον ήλιο περιμένοντας/ να δύσει/ για να κατοικηθεί…” από τις σκιές που περιμένουν τη δύση του ήλιου, (θάνατος, εγκατάλειψη, απώλεια- θέματα που συναντάμε στην ποίηση του Λουκόπουλου!). Το θέμα του Σπιτιού επανέρχεται βασανιστικά σε αρκετά από τα επόμενα ποιήματα λ.χ “Έτσι μεγάλωνε αυτό το σπίτι/ και μας κατάπινε/ από τα νεύρα του/ μεγάλωνε κι έπινε/ και γερνούσε..” (χρόνος, φθορά, το Σπίτι σύμβολο του χρόνου που περνάει, της συνεπακόλουθης φθοράς, του θανάτου, της απώλειας), αλλά και στη συνέχεια του ποιήματος “Πώς θα γλιτώσεις μωρομάνα;” διακρίνεται αγωνία καθώς το Σπίτι ταυτίζεται με τον περιορισμό και τον θάνατο. (βλ. και ποίημα “Το Σπίτι Φάρος”, κ.α)
Στα “Ενύπνια” του ποιητή δραματικό ρόλο, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, παίζει η Σιωπή, αυτή της ακινησίας, του θανάτου, της αμηχανίας ή και της ενοχής, αλλά κι αυτή που δημιουργεί, που γεννάει ποίηση. “Κι ήρθε η βουβή μπουρού/ που τη νομίζαμε βραχνιασμένη/ και μας έκλεινε/ με τη σιωπή της/ στο αιώνιο περίβλημα”
ή
“Εκεί θυμάμαι που έπλεα σαν φουσκωμένος διάνος/ στης ποίησης το αδράχτι/ προτού/ να αρχίσω να ζηλεύω, τη σιωπή των δέντρων/ και του σκότους/ το πολύχρωμο επισκίασμα”.
Ο Θάνατος παρατηρούμε ότι αποτελεί έναν από τους πυλώνες των “Ενυπνίων” του ποιητή. Και πώς αλλιώς αφού κι ο ύπνος μισός θάνατος λογαριάζεται, όπως έλεγαν και οι παλαιοί. Εδώ ωστόσο πρόκειται για αναμνήσεις και προβληματισμούς που ξυπνάνε ή γεννιούνται απ’ τα όνειρα (ή έρχονται στην επιφάνεια απ’ την κρυψώνα τους μέσα στα όνειρα), απ’ την πρωτογενή ύλη, και βασανίζουν, πονάνε ορθότερα. Συγχρόνως υπάρχει κι αυτό που στην Ορθόδοξη πίστη ονομάζεται “μνήμη θανάτου”, μια συμφιλίωση με το μυστήριο του θανάτου ως μέρος του μυστηρίου της ζωής και μια διαρκής υπενθύμιση της πραγματικότητας του ως γεγονός αναπόδραστο. Αλλά και μια αντίθεση φωτός και σκότους. Ο Λουκόπουλος μπορεί να μιλά για τον θάνατο όχι μόνο γιατί είναι ένα γεγονός που προβληματίζει τους πάντες και δεν άφησε ασυγκίνητο κανένα ποιητή στους αιώνες. “Δικαιωματικά” ασχολείται μ’ αυτόν όπως και με το Φως λόγω του τόπου του. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελευσίνα, στον ιερό τόπο αυτό που ο θάνατος συνάντησε τη ζωή και το σκοτάδι το Φως από τα αρχαία χρόνια, δεν θα μπορούσε να μείνει ανέγγιχτος από “τα ιερά της Δήμητρας” που τα αναφέρει και στα ποιήματα του. Είναι γι’ αυτόν τόποι οικείοι, εκεί όπου η Περσεφόνη συναντά τον Άδη και το σκοτάδι, αλλά και τη Δήμητρα, το Φως και τη ζωή. Μιλάει όπως οι μύστες των Ελευσινίων μυστηρίων αντιλαμβανόμενος, κι ως ποιητής, μεγάλες αλήθειες για την ανθρώπινη ζωή, γίνεται ένας “διάμεσος” ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον κόσμο των “Ενυπνίων”, εκεί που αποκαλύπτονται τα κεκρυμμένα.
Μύστης και των Διονυσιακών μυστηρίων- πάλι μυστήρια ζωής και θανάτου- βλέπει τον Ζαγρέα στη γέννησή του από τον Δία με σεβασμό, “κι αφουγκράζεται/ στάρια γεννιούνται από χρυσό μηρό”. Ενώ ονειρεύεται “στον δρόμο προς τα Εκβάτανα/ ένα πρωί που ξυπνώ/ και μες στο ποίημα βρίσκομαι/ από πάνω μου στάζουν τα ψέματα/ σαν θρυμματισμένο ψωμί”, η ιστορία πλέκεται με τον μύθο και μέσα στο ποίημα βρίσκεται η Αλήθεια. Η Ελευσίνα, το “Θεών Νταμάρι”, έχει σημαδέψει βαθιά τον ποιητή, ώστε η σημειολογία της μέσα στα ποιήματα ποικίλλει καθώς δηλώνει σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, σχέσεις ανθρώπων με τον τόπο, το υπερφυσικό, αλλά και το φυσικό, τον πόνο, τον έρωτα.
Ο Έρωτας, αντίπαλος του Θανάτου, αρχέγονος Θεός από τα αρχαία χρόνια. Στη διελκυστίνδα των δυο αρχέγονων δυνάμεων, Έρωτα- Θανάτου, βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος και πάντα η ροή των πραγμάτων οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα. Αυτό το δίπολο αποτελεί επίσης άξονα της ποιητικής του Λουκόπουλου. Ο Έρωτας στον Λουκόπουλο είναι τρυφερός, δυναμικός, έχει αισθησιασμό, όμως δεν γίνεται αγοραίος. Δεν χάνει τη μοναδική του υπόσταση.
Η γλώσσα του διαμορφώνεται από τη συνθήκη αυτή. Χρησιμοποιεί λέξεις λόγιες, καθημερινές, ακόμη και αγοραίες με τέτοια φυσικότητα που καταλήγεις να θαυμάσεις το εξαίσιο εύρημα: “να το κορμί/ που ο Λεονάρντο/ ηράσθη/ εδώ καπνίζουν/ όσα κορίτσια μ’ ερωτεύτηκαν/ που στον κόλπο τους με κλείδωσαν/ με τα μάτια/ ή με τα δόντια”.
ή
“…τις σεξουαλικές ευχές της:/-να γαμιέσαι καλά μέχρι να πεθάνεις!/μεταφέρεις σε δοχείο ταπεινό/ ως άγιο μύρο/ διότι πάντα η ζωή θα ορίζεται έτσι/ μέσα από έναν παράφορο/ ή έναν τραγικό έρωτα”.
Στέκεσαι και στον τρόπο που περιγράφει τις Γυναίκες και τα κορίτσια. Γίνεται ρομαντικός, λυρικός, χωρίς όμως υπερβολές κι εξάρσεις, μ’ αυτήν την επιτυχημένη δοσολογία που σε κάνει να θαυμάσεις μια γυμνή γυναίκα υπέροχα ζωγραφισμένη με λόγια. Οι γυναίκες του όμως είναι και καθημερινές, της διπλανής πόρτας, αυτές γίνονται σημείο αναφοράς του. Γυναίκες που δεν κάνουν έρωτα, που δεν γεύονται το φιλί, γυναίκες που πενθούν, που υποφέρουν από την ανδρική βία απλά γιατί είναι γυναίκες, αλλά κι “από τη σκατοψυχιά” των ανδρών.
Μέσα στο “Ενύπνιο” ταξίδι του δεν διστάζει να αγκαλιάσει κι άλλους δημιουργούς. Ξεκινώντας από τον ανώνυμο ποιητή του Άσματος Ασμάτων “Σε νοσταλγώ Ροδούλα…/σελ. 77, στο Άσμα Ασμάτων”,( Ιατρού Διγενή Συνταγολόγιον) φτάνει στο “Ενύπνιο του Μοντραί” στον Σέλλεϋ που απαγγέλει “την Αναγκαιότητα του Αθεϊσμού” για να περάσει στις υπαρξιακές ανησυχίες του Κίρκεγκωρ και στον φιλοσοφικό στοχασμό του Καντ: “ενώ διαβάζεις τον Κίρκεγκωρ/ σαν να ήταν ο Καντ,/ από παιδί μεθοδεύεις,/ τη νομοτελειακή σου/ αυτοχειρία._”. Δεν λείπει ο φιλοσοφικός στοχασμός από τα ποιήματα του Λουκόπουλου. Η διαρκής αναζήτηση του Θεού, του ανθρώπου και του ρόλου του μέσα στον κόσμο. Αναμετριέται με τις μεγάλες αλήθειες της ύπαρξης. Ο Θεός είναι μια τέτοια αλήθεια την οποία προσεγγίζει άλλοτε σαν παιδί κι άλλοτε, κοιτά διστακτικά. Σε κάθε περίπτωση η λειτουργία του υποσυνείδητου φέρνει μπροστά γνώσεις, αναζητήσεις, σκέψεις και μαζί με όλα τα άλλα προκαλεί τον ποιητή που μη έχοντας άλλη επιλογή κάνει Ποίηση!
Γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε πως η συλλογή αυτή περιλαμβάνει πάρα πολλά ποιήματα ποίησης. Η αναζήτηση του ποιητή, η υπαρξιακή αγωνία, τον οδηγούν στο να γράψει εντέλει ποιήματα για τον Ποιητή ή για την Ποίηση: “Κάθε βράδυ,/ συναντούν τον ποιητή,/στάχτες και χώματα·/ στα μάτια τους κρυώνει/ λίγο ζεστό κερί…” (Σταθερότητα)
ή
“-εσύ, ήσουν πάντα ποιητής
ακόμη κι όταν δεν υπήρχε η ποίηση…” ( Εσύ ήσουν πάντα ποιητής)
ή
“Εδώ πια, μόλις που τυπώθηκαν/ και τα κούφια ποιήματα/-τα ζωντανά/ γυαλίζανε/ στο ξεροβόρι/ μα δεν έστρεφαν/ την κεφαλή-/ θέριευε το μελάνι τους/ να μ’ αρπάξει” (Τα κούφια ποιήματα)
ή
“μόνο δυο ποιήματα για την αγάπη/ και το γινάτι της/σε ένα συρτάρι/ ακόμη φρέσκα/ αιμορραγούσαν.” (Οικοσκευή)
Εκείνοπου πρέπει να πούμε είναι πως ο ποιητής διαμορφώνει έναν προσωπικό τρόπο γραφής. Δίνει το δικό του ξεχωριστό στίγμα. Αφενός η γλώσσα του είναι ιδιαίτερη. Χρησιμοποιεί τύπους λόγιους, αλλά και λέξεις αγοραίες σε απόλυτη αρμονία μεταξύ τους. Ο λόγος του είναι άμεσος, όχι δυσνόητος και κρυπτικός παρά το γεγονός ότι μπαινοβγαίνει στο χώρο του υπερρεαλιστικού, αλλά και του συμβολιστικού στοιχείου. Υπάρχει πρώτο πρόσωπο που δηλώνει αυτοαναφορικότητα όμως εύκολα γίνεται κατανοητό πως οι ιδέες του ποιητή και τα θέματά του αφορούν στο “Εμείς” κι όχι στο “Εγώ”.
Ο υπερρεαλιστικός τρόπος γραφής οδηγεί στη χρήση επιθέτων και προσωποποιήσεων. Ταυτόχρονα υπάρχουν άφθονα ρήματα που δηλώνουν κίνηση μέσα στο ποίημα.
Ο συμβολιστικός τρόπος γραφής εξασφαλίζει ατμόσφαιρα μέσω της χρήσης λέξεων- συμβόλων χωρίς ωστόσο να μας οδηγεί σε μια σκοτεινή κι απρόσιτη ποίηση.
Λόγω των “Ενυπνίων” και της κίνησης μέσα στο χώρο των ονείρων ο ποιητής μπορεί να μπαινοβγαίνει στο υποσυνείδητο, να παίρνει τα κεκρυμμένα, τις αναμνήσεις, τους πόνους, τους ανομολόγητους στοχασμούς, τις επιθυμίες, και να τα μετατρέπει σε λέξεις, σε εικόνες. Εικόνες που μπορούν και ξεγλιστράνε από τη φθορά καθώς δεν υπόκεινται σε νόμους και κανόνες “λογικούς”: “ήρθε η βουβή μπουρού/που τη νομίζαμε βραχνιασμένη/ και μας έκλεινε με τη σιωπή της..” ή “του σκότους/ το πολύχρωμο επισκίασμα.”
Το πλήθος των επιθέτων, γνώρισμα όπως είπαμε του υπερρεαλιστικού λόγου, προσδίδει ιδιότητες απροσδόκητες σε αντικείμενα, έννοιες ή καταστάσεις. Είναι ο τρόπος να πλησιάσει τα απλησίαστα. Μέσω της προσφυγής στον υπερρεαλισμό εκφράζει και πλησιάζει βιώματα όπως ο θάνατος, ο πόνος για τον έρωτα και την απώλεια, η οργή για την κοινωνία και την κοινωνική αδικία, η συνάντηση με τον εαυτό- πάντα οδυνηρός ο δρόμος να ξανασυναντήσεις το παιδί μέσα σου. Μέσα στο φαινομενικά “παράλογο” ή “παράτολμο”, στο λογικό άλμα, καλύπτει τα κενά της πραγματικότητας και της ζωής ακόμα.
Ο λυρισμός στον Λουκόπουλο είναι επίσης ένα στοιχείο γραφής και γλώσσας. Όμως αυτός προκύπτει ακριβώς γιατί ασχολείται με τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ζωής. Οι σχέσεις με τους αγαπημένους που χάθηκαν, ο έρωτας, ο θάνατος, η μοίρα του ανθρώπου, η ζωή γενικότερα.
Στους στίχους του βρίσκει κανείς και στοιχεία ρομαντικά που παραπέμπουν σε προηγούμενες γενιές ποιητών. Στοιχεία που απροσδόκητα, αλλά ταυτόχρονα τόσο αρμονικά συνευρίσκονται με τα υπόλοιπα γνωρίσματα της ποίησης του.
Η γλώσσα του Λουκόπουλου είναι πλούσια, εναργής και ρωμαλέα κι ο ποιητής κατορθώνει να δημιουργήσει έναν αναγνωρίσιμο τρόπο γραφής:
“δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση
για να τους χωρέσει
καθένας με το τομάρι του
να έρχεται να μεταλαβαίνει
και συγχώρεση
-αν είναι να λάβει-
να λαβαίνει από τα αποθαμένα του.”
Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.