Στα μαθητικά και φοιτητικά χρόνια περίμενα πώς και πώς το καλοκαίρι. Ήταν η εποχή που μπορούσα να χαρώ τη θάλασσα. Και αυτό που με μάγευε πιο πολύ δεν ήταν τόσο η γαλάζια απεραντοσύνη της, όσο ο πλούσιος θησαυρός τού βυθού της. Στην υποθαλάσσια αυτή διαδρομή δεν ήθελα να ψαρεύω∙ μόνο να βλέπω και να θαυμάζω. Έτσι την περισσότερη ώρα στη θάλασσα ήμουν κάτω απ΄ το νερό και γλιστρούσα σαν χέλι. Τις πρώτες εντυπώσεις από το υγρό αυτό βασίλειο του Λεβιάθαν ή του Moby Dick πρέπει να τις είχα από κινηματογραφικές σκηνές γυρισμένες στον βυθό της θάλασσας, ενώ ήμουν μικρό παιδί όταν άκουσα για τον Χριστό της Αβύσσου, το εντυπωσιακό άγαλμα του Γκουίντο Γκαλέτι στο Πορτοφίνο και μπήκε ο διάβολος μέσα μου να θέλω, όσο τίποτε άλλο, μια μέρα να βουτήξω σε αυτά τα νερά. Το ενάλιο αυτό μνημείο είναι τοποθετημένο σε βάθος δεκαεφτά μέτρων στο βυθό της θάλασσας εις μνήμην εκείνων που έχασαν τη ζωή τους από τη μανία των κυμάτων της. Η παιδική μου αυτή τρέλα, που συνδέεται με την αγάπη μου για τη μαγεία του θαλάσσιου βυθού, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Έμεινε όμως ανεξίτηλη στη μνήμη μου σαν ένα μεγάλο λάθος, γιατί ,όταν ταξίδευσα ένα καλοκαιρινό πρωινό με το τρένο από το Παρίσι στη Ρώμη και διέσχισα την Κυανή Ακτή και την Ιταλική Ριβιέρα, δεν θέλησα, ή πιο σωστά δεν τόλμησα, κι ας με καλούσε μέσα μου η θάλασσα, να κάνω μια στάση – προσκύνημα στα κάποτε για μένα ιερά νερά του Πορτοφίνο. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή την ατολμία μου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι τούτο, ότι δεν ήμουν πια εκείνο το παιδί που πίστευε ακράδαντα τον ποιητή :
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία.
Αυτή την αγάπη μου για τον βυθό της θάλασσας θέλησα να την κάνω πράξη στα οχτώ μου χρόνια μια Κυριακή πρωί στην πισίνα για παιδιά που υπήρχε, στη δεκαετία του ΄40, στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Εκείνο το πρωινό προσπαθούσα να μάθω μακροβούτι, να χαρώ λίγο τον βυθό της πισίνας. Όσο κι αν προσπαθούσα όμως να φτάσω στο βυθό, δεν μπορούσα∙ το νερό με σήκωνε στην επιφάνεια. Και για να είμαι ειλικρινής, είχα φτάσει στο σημείο να εγκαταλείψω τις προσπάθειες.
Γύρω από την πισίνα ήταν άνθρωποι που έβλεπαν εμάς τα παιδιά να κολυμπάμε. Ανάμεσά τους ήταν και ένας ωραίος νεαρός που δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρονών. Έβλεπε τις μάταιες προσπάθειές μου και το παιδικό μου πείσμα και φαίνεται ότι συγκινήθηκε. Άρχισε τότε να μου δίνει συμβουλές τι να κάνω∙ και βλέποντας ότι έπαιρνα το μάθημα εύκολα, ενθουσιάστηκε τόσο, που κάθε πρωί ερχόταν την ίδια ώρα να δει την εξέλιξή μου. Ήταν ένας από τους νεαρούς που σύχναζαν τότε στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Τα ακριβά ρούχα, το περήφανο παράστημα και ο ευγενικός τρόπος που μιλούσε έδειχναν παιδί από καλή και ευκατάστατη οικογένεια. Τον φώναζαν Μπούκυ, γιατί το όνομά του σίγουρα θα ήταν διαφορετικό, και, όπως μου είπε, ήταν κολυμβητής στον Όμιλο Παλαιού Φαλήρου. Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν εκείνο το πρωινό που με ένα μακροβούτι πήγα και ήρθα, σαν δελφίνι, το πλάτος της πισίνας, όπως αργότερα, ως γυμνασιόπαιδο, aller– retour, το πλάτος του Εθνικού Κολυμβητηρίου. Πέρασαν από τότε τέσσερα ή πέντε χρόνια και ο δάσκαλος της κολύμβησης δεν ξαναφάνηκε όχι μόνο στην πισίνα, όπως είπα, αλλά ούτε και στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα.
Τον είχα σχεδόν ξεχάσει, όταν στα γυμνασιακά μου χρόνια, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα που έτυχε να περνάω από την πλατεία, είδα τους φίλους τού Μπούκυ να πίνουν καφέ στα τραπεζάκια της καφετέριας Μαλάμος. Πλησίασα και ρώτησα έναν απ΄αυτούς για τον Μπούκυ. Με κοίταξε ξαφνιασμένος… Όχι τόσο γιατί του ήμουν άγνωστος, όσο για το πρόσωπο που ρωτούσα. Και είχε δίκιο, γιατί ο φίλος του, όπως μου είπε, είχε πεθάνει εδώ και δυο χρόνια από λευχαιμία. Τον θυμήθηκα σήμερα το πρωί και ένιωσα άγαν αχαριστία που δεν είχα γράψει ούτε γραμμή γι΄ αυτόν. Κι ας ήταν ένας από τους λίγους, πολύ λίγους, θα ‘λεγα μάλιστα, που κάτι άλλαξαν στη ζωή μου.