Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, και εννοώ τις χιλιάδες θανάτους εξ αιτίας της πανδημίας, βύθισαν όλο τον πλανήτη σε μεγάλο πένθος. Οι αριθμοί είναι απίστευτα μεγάλοι και λύγισαν και τους πλέον αισιόδοξους. Ο πλανήτης Γη σ’ έναν ακήρυκτο πόλεμο μ’ έναν πανίσχυρο και αφανή εχθρό που ανέκυψε ξαφνικά. Θυμήθηκα το έργο επιστημονικής φαντασίας: «Οι Αρειανοί επιτίθενται» κι αυτοί ξαφνικά βρίσκοντας την ανθρωπότητα έκπληκτη και απροετοίμαστη. Δεν ξέρω αν η πανδημία είναι μία από τις αρνητικές συνέπειες της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Ξέρω όμως ότι αυτός ο «συμπλησιασμός» των λαών έγινε όχι με ανθρωπιστικά κριτήρια, αλλά καθαρά με χρηματοοικονομικά. Δε λογάριασαν ότι «της λέπρας πρώτο σύμπτωμα το χρήμα» (Ο. Ελύτης) και ιδού, όχι η παλιά, αλλά η σύγχρονη ανθρωποβόρα λέπρα, ο Covid-19. Στο έργο, για όσους το θυμούνται, η λύση ενάντια στους Αρειανούς ήταν η μουσική της αγάπης που ακούγεται προς το τέλος της ταινίας και που ίσως και στη σημερινή περίσταση θα μπορούσε να είναι η λύση αν στη θέση της δεν υπήρχε το διακηρυγμένο μίσος, το πληρωμένο έγκλημα, ο ρατσισμός, τα απάνθρωπα πάθη.
Οι μόλις παραπάνω λέξεις μου φέρνουν στο μυαλό τα τελευταία γεγονότα στη Μινεσότα των ΗΠΑ: Ο λευκός αστυνομικός Ντέρεκ Τσόβιν πατούσε με το γόνατό του το λαιμό του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ επί 9 σχεδόν λεπτά ασυγκίνητος μπροστά στις ικεσίες του για τη ζωή του κι ενώ επαναλάμβανε τη φράση: «δεν μπορώ να αναπνεύσω». Και επέμενε να πιέζει το λαιμό του και στα τρία τελευταία λεπτά που ο Φλόιντ παρέμενε ακίνητος χωρίς παλμούς. Κι όλα αυτά για ένα πλαστό χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων, που χρησιμοποίησε το θύμα σε mini market της περιοχής. Δεν ήταν ο πρώτος που φώναξε σε παρόμοια περίπτωση «δεν μπορώ να αναπνεύσω», ήταν κι ο αφροαμερικανός Έρικ Γκάρνερ το 2014. Και μετά τον θάνατο του Φλόιντ σε εκατοντάδες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, στις ΗΠΑ αλλά και σε όλο τον κόσμο, οι πολίτες διαδηλωτές φώναξαν με αγανάκτηση «δεν μπορώ να αναπνεύσω».
Πριν από δύο σχεδόν χρόνια δύο νέα παιδιά (19 και 23 χρονών) βίασαν και δολοφόνησαν τη φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη στη Ρόδο. Η κοινωνία της Ρόδου, αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας, βρέθηκε σε συναγερμό. Στα μέσα του περασμένου μήνα περατώθηκε η δίκη. Η ποινή στους δύο κατηγορούμενους για τον βιασμό και το έγκλημα, που διέπραξαν ενάντια στην Ελένη αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία, ορίστηκε δικαίως τα «ισόβια» μήπως συνετιστούν οι επίδοξοι βιαστές και εγκληματίες παντός είδους. Καμιά άλλη Ελένη να μην έχει την τύχη της Τοπαλούδη. Παραμένει ωστόσο το ερώτημα αν αρκεί μια δίκαιη τιμωρία να αποτρέψει στο μέλλον παρόμοια εγκλήματα. Το ερώτημα βέβαια έχει καθαρά ρητορικό χαρακτήρα. Η πραγματικότητα διαρκώς μας απογοητεύει. Η επίθεση με βιτριόλι στην Ιωάννα αποτελεί πικρό τεκμήριο μιας πραγματικότητας που διαρκώς γεννάει τέρατα, ανθρώπους χωρίς ανθρώπινα αισθήματα. Το ίδιο η απαγωγή της 10χρονης κοπέλας στη Θεσσαλονίκη. Και βέβαια δεν θα αναφερθώ σε άλλα από τα πάμπολλα εγκλήματα που συντελέστηκαν ή αποκαλύφτηκαν τον τελευταίο μόλις χρόνο στην Ελλάδα και τον κόσμο. Επέλεξα τη μέθοδο «μέρος αντί του όλου» που λέμε στη λογοτεχνία, για να δηλώσουμε με ένα και μόνο παράδειγμα/μέρος τη γενικότερη κατάσταση. Νεκροί δεν είναι μόνο αυτοί που αναφέραμε και όλοι οι άλλοι που υπονοήσαμε. Νεκρή δυστυχώς είναι ολόκληρη η ανθρώπινη κοινωνία.
Ίσως με κάποια υπερβολή κατέληξα στην μόλις παραπάνω κατακλείδα. Ωστόσο, για να την ενισχύσω, ας ξεφύγω από το σχήμα του ενός μόνο θύματος και ας γενικεύσω αναφέροντας τον πόλεμο στη Συρία και το προσφυγικό ζήτημα που δημιούργησε αυτός και μόνο αυτός ο πόλεμος. Μια όμορφη χώρα, με παράδοση κιόλας ελληνική και με υψηλό πολιτισμικό επίπεδο, καταστράφηκε. Η παγκόσμια πολιτική βρήκε εδώ το Βατερλό της και δεν είναι βέβαια η πρώτη της φορά. Σαν μέσα από ένα ηφαίστειο εκτινάχτηκε γι’ άλλη μια φορά όλη η υποκρισία της, όλη η βρωμιά της. Τέσσερα και πλέον εκατομμύρια πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς: άνδρες, γυναίκες, παιδιά Άλλοι πέθαναν στο δρόμο, άλλους ξέβρασε η θάλασσά μας, άλλοι συνεχίζουν την πορεία του εξευτελισμού τους στις «πολιτισμένες» χώρες της Ευρώπης. Κι άλλοι που έμειναν στην πατρίδα τους σκοτώθηκαν ή ζουν μέσα στα ερείπια, στην ανέχεια και τον φόβο.
Νιώθω την ανάγκη να γράψω ένα ποιητικό ελεγείο, ένα θρήνο για όλη την ανθρωπότητα, για όλα αυτά που μετατρέπουν την ανθρώπινη κοινωνία σε μια Έρημη Χώρα, σε μια Νεκρή θάλασσα. Ένα θρήνο για όλους αυτούς τους νεκρούς με τη μέθοδο πάλι του «μέρους αντί του όλου», να αφιερώνεται δηλαδή σ’ ένα μόνο νεκρό, π.χ. τον Τζορτζ Φλόιντ, που θα συμβολίζει όλους όσοι άδικα έφυγαν από τη ζωή σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια ή ταλαιπωρήθηκαν έως θανάτου. Η νοσταλγία τους θα μας βαραίνει τα βράδια. Κι επειδή αυτό το ελεγείο δεν μπορώ να το γράψω εγώ, δανείζομαι λίγους στίχους από το «Ελεγείο» του Νίκου Γκάτσου (γραμμένο γι’ άλλη περίπτωση), που εκφράζουν αυτά τα συναισθήματα της νοσταλγίας και τον άδικο χαμό τους:
Ήθελα να ‘ρθεις μια βραδιά σα βουρκωμένο σύννεφο
Άχνη της πέτρας πάχνη της ελιάς
Γιατί στο αγνό σου μέτωπο
Κάποτε θα έβλεπα κι’ εγώ
Το χιόνι των προβάτων και των κρίνων.