Παπαρούνες τον Ιούλιο
Παπαρούνες μου μικρές, μικρές δαιμονικές φλογίτσες
Κάνατε άραγε καμιά ζημιά;
Τρεμοπαίζετε, να σας αγγίξω δεν μπορώ.
Τα χέρια μου μέσα στις φλόγες βάζω. Καθόλου δεν με καίνε.
Πόσο μ’ εξουθενώνει να σας παρατηρώ
Έτσι να τρεμοπαίζετε, τσαλακωτά και βαθυκόκκινα, σαν του στόματος το δέρμα.
Στόμα που μόλις μάτωσε.
Βρωμοφουστίτσες ματωμένες!
Ατμοί υπάρχουν που ν’ αγγίξω δεν μπορώ.
Τα όπιά σας πού ‘ναι τα, που ‘ναι οι σιχαμερές σας κάψες;
Αχ αν μπορούσα να ματώσω, να κοιμηθώ αν μπορούσα! –
Το στόμα μου να ζευγαρώσει μ’ έναν πόνο τέτοιο αν μπορούσε!
Ή μέσα μου τα καταπότια σας αν στάλαζαν, μέσα στη γυάλινη τούτη κάψα,
Μούδιασμα κι ακινησία.
Άχρωμα όμως. Άχρωμα.
20 Ιουλίου, 1962
Καθρέπτης
Αργυρόλευκος είμαι και ακριβής. Προϊδεασμούς δεν έχω.
Ό,τι κι αν δω μεμιάς το καταπίνω
Έτσι όπως είναι, αθάμπωτο απ’ αγάπη κι από μίσος.
Σκληρός δεν είμαι, μόνο αληθής –
Μάτι ενός μικρού θεού, τετραγώνιου.
Συνήθως στον τοίχο τον αντικρινό αναλογίζομαι.
Ροζ είναι, έχει στίγματα. Τον κοιτάζω τόσον καιρό
Που ‘ναι για μένα κομμάτι της καρδιάς μου. Αυτός όμως τρεμολάμπει.
Πρόσωπα και σκότος μας χωρίζουν ξανά κι απ’ την αρχή.
Μια λίμνη είμαι τώρα. Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου,
Ψάχνει στα βάθη μου να βρει τι είναι πραγματικά.
Έπειτα στρέφεται στους ψεύτες εκείνους, στα κεριά και στη σελήνη.
Τη ράχη της βλέπω, πιστά την αντανακλώ.
Εκείνη με δάκρυα και χέρια τρεμάμενα με ανταμείβει.
Είμαι σημαντική γι’ αυτήν. Πηγαινοέρχεται.
Κάθε πρωί είναι το δικό της πρόσωπο που το σκοτάδι αντικαθιστά.
Μέσα μου ένα μικρό κορίτσι έχει πνίξει, και μέσα μου μια γριά
Μέρα με την ημέρα ορθώνεται προς το μέρος της, σαν ψάρι αποτρόπαιο.
23 Οκτωβρίου 1961